Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη βραδιά.
Ήμουν οκτώ ετών και περνούσα το πρώτο μεγάλο δράμα της ζωής μου, μετακόμιση απ’ την Αθήνα στη Ρόδο. Θα έχανα τους παππούδες και τις γιαγιάδες που με είχαν στα όπα-όπα, το σχολείο μου, τους φίλους στη γειτονιά.
Πρέπει να είχα πάθει αφυδάτωση απ’ το κλάμα. Γαντζωνόμουν απ’ τα πόμολα για να μη με βγάλουν απ’ το σπίτι στα Πατήσια.
Με βγάλανε τελικά. Και τώρα που γράφω, εικοσιέξι χρόνια μετά, έχω θέα τρία πανέμορφα αγέρωχα δέντρα στο κέντρο της πόλης της Ρόδου κι ένα μπλε ουρανό που δε μου κρύβεται πίσω από ψηλές πολυκατοικίες.
Την ξέρετε σαν το νησί των Ιπποτών, σαν το σμαραγδένιο νησί και σαν κλασικό προορισμό πενθήμερης εκδρομής κάθε σχολείου που σέβεται τον εαυτό του. Και για μένα από παιδική κόλαση έγινε τελικά το νησί μου.
Δε με φαντάζομαι κάπου αλλού (άντε καλά, ίσως μόνο στη Θεσσαλονίκη..), δε θέλω να με φανταστώ κάπου αλλού.
Η Ρόδος έχει την μαγική ικανότητα να κάνει κατοίκους της όσους την επισκέπτονται, είτε για διακοπές, είτε για σπουδές.
Ακόμα κι όσους δεν τη λάτρεψαν με την πρώτη ματιά, όσους δεν άντεξαν την υγρασία της και τη θαλασσινή «φυλακή» της.
Είναι όμορφη το καλοκαίρι που πνίγεται απ’ τους τουρίστες, είναι δυο φορές πιο όμορφη το χειμώνα με τους υγρούς δρόμους, τα πυκνά σύννεφα και τις βόλτες με το αυτοκίνητο προς την Κάμειρο.
Η Παλιά Πόλη μέσα στα τείχη, θέλει να την περπατήσεις, οι πρωτάρηδες θα χαθούν στα στενά, εμείς θα αράξουμε για τσιγάρο κι αγκαλιά στα σκαλάκια, στο μεγάλο συντριβάνι.
Θα περάσουμε απ’ το λιμάνι, θα περπατήσουμε στην ξύλινη πλατφόρμα και θα φτάσουμε στο Μαντράκι. Θα κάνουμε στάση στον Κούκο για μπίρα και Καζαντζίδη στα ηχεία κι ο Βασίλης θα μας κεράσει σούμα.
Το πρωί θα πάμε στο Χαράκι για τις πρώτες βουτιές πριν καλά καλά μπει ο Ιούνιος, θα μας σηκωθεί η πέτσα απ’ το κρύο αλλά με αυτό τον ήλιο να καίει είναι αδύνατο να αντισταθείς.
Θα φάμε ρουζέτια και θα πιούμε Βαρβαγιάννη μπλε στα Στεγνά και μετά θα πάμε στο 1900 για να ακούσουμε τον Καΐρη να οργιάζει με τα cd του.
Πριν πιάσει η καλή η ζέστη θα ανέβουμε στην Ακρόπολη της Λίνδου και η χάρη μας θα φτάσει μέχρι το τέρμα της, το Πρασονήσι.
Την επόμενη μέρα το τουρ θα συνεχιστεί με πρώτη, απαραίτητη στάση στις Επτά Πηγές, θα βγάλεις τα παπούτσια σου κι αν αντέχεις στα στενά, θα διασχίσεις το σκοτεινό τούνελ με τα παγωμένα κρυστάλλινα νερά.
Θα ανέβουμε τα 297 σκαλιά της Παναγιάς Τσαμπίκας και θα κατέβουμε καταϊδρωμένοι για βουτιά στην χρυσή παραλία της.
Και μετά θα πάμε λίγο παραπέρα, τέσσερα τσιγάρα και οκτώ τραγούδια δρόμος, για να φτάσουμε μέχρι τη Μονόλιθο.
Πρέπει οπωσδήποτε να δοκιμάσεις τη μελιτζανοσαλάτα του Ηρωνία και να πάρεις λίγη απ’ τη θετική ενέργεια του Γιώργου.
Στην επιστροφή θα κάνουμε στάση στο Μόντε Σμιθ, hot spot άστεγων ερωτευμένων, επίδοξων φωτογράφων και επίμονων περιπατητών. Η θέα θα σου κόψει την ανάσα και αν πετύχουμε κανένα ροζ ηλιοβασίλεμα ετοιμάσου να γεμίσει η μνήμη του κινητού απ’ τα καρέ.
Θα αγαπήσεις τη ροδίτικη, τραγουδιστική προφορά -που συχνά μπερδεύουν με την Κυπριακή – και θα αγαπήσεις και τους Ροδίτες γιατί όπως όλοι οι νησιώτες έχουν ανοιχτή καρδιά και έξτρα σκέρτσο.
Έφτασα στη Ρόδο με το ζόρι, με κλάματα και γκρίνια και τελικά όποτε επιστρέφω από ολιγοήμερες διακοπές και τη βλέπω απ’ το μικρό παράθυρο του αεροπλάνου νιώθω ευτυχής και πλήρης που σε λίγο θα πατήσω στη βάση μου.
Το σπίτι μου το παινεύω όχι από φόβο μην πέσει και με πλακώσει αλλά γιατί είναι αδύνατο να πράξω διαφορετικά.
Ετοιμάσου να την παινέψεις κι εσύ όταν γυρίσεις στο μέρος σου και κάθε φορά που την αναφέρεις στην παρέα ή τη βλέπεις σε ντοκιμαντέρ να σου τρέχει κι ένα δάκρυ.
Πίστεψέ με, δε γίνεται αλλιώς μ’ αυτό το νησί.