Προσγειώθηκα στο Ferenc Liszt διεθνές αεροδρόμιο της Βουδαπέστης μια νύχτα του Δεκέμβρη με πολύ πυκνή ομίχλη. Άπαξ και δεν είσαι συνηθισμένος σε θερμοκρασίες υπό του μηδενός σού φαντάζει το ψύχος που πρόκειται να συναντήσεις πολικά ανυπόφορο. Και κάπως έτσι ντυμένη σαν κρεμμύδι κατέβηκα απ’ το αεροσκάφος και ξεκίνησα να προχωρώ προς τους ιμάντες παραλαβής αποσκευών με βήμα ταχύ και βλέμμα ανυπόμονο. Πολύ σύντομα διαπίστωσα ότι το κρύο ήταν γλυκό, σχεδόν αναζωογονητικό. Κι αυτές οι λεπτές νιφάδες χιονιού που χάϊδευαν το πρόσωπό μου το πιο ποιητικό καλωσόρισμα σε μια πόλη που θα θυμάμαι για καιρό. Λίγες μέρες πριν ένας φίλος στην Αθήνα, γνωστός ταξιδευτής και λάτρης της Βουδαπέστης μου έλεγε για έναν παραδοσιακό μύθο σύμφωνα με τον οποίο, οι δυο πόλεις η Βούδα κι η Πέστη είχαν χωρίσει για χάρη του Δούναβη. Ερωτευμένες κι οι δυο μαζί του, διεκδικούσαν με κάθε τρόπο την προσοχή του, μέχρι που τα συμφώνησαν ωραιότατα και πολιτισμένα να τον μοιράζονται. Δεν αναρωτήθηκα ιδιαιτέρως για την αξιοπιστία της ιστορίας και δεν το ‘χω εξακριβώσει αρκούντως μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές. Έμεινε όμως να στριφογυρίζει στο μυαλό μου σαν μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση όσο έριχνα τις πρώτες διερευνητικές ματιές μου έξω απ’ το κτίριο των αφίξεων.
Ο οδηγός που με μετέφερε στο ξενοδοχείο δεν άφηνε και πολλές προσδοκίες για ξύπνημα σε λευκό τοπίο. “Δε θα προλάβει να το στρώσει, δεν είναι σοβαρές νιφάδες αυτές” και παίρνοντας τα λόγια του ντόπιου σαν δεδομένα ξέχασα για λίγο τις βλέψεις μου για περπατήματα στο χιονισμένο Δούναβη. Αν κι ήταν καθημερινή κι η ώρα ήδη περασμένη ρωτώντας δεξιά κι αριστερά άλλους ντόπιους -ο μόνος σίγουρος τρόπος για ν’ ανακαλύψεις έναν τόπο πέρα απ’ τις μαρκίζες των ταξιδιωτικών οδηγών- έμαθα ότι η Βουδαπέστη έχει μια άγρυπνη νυχτερινή ζωή που σε περιμένει για να κεράσει ζεστό κρασί με μπόλικη κανέλλα και γεύση εσπερειδοειδών. Και χωρίς να το πολυπολογίσω στις 2 το ξημέρωμα, μ’ έβγαλαν εντελώς τυχαία τα βήματά μου στο Friendoff Bar λίγα μόλις μέτρα πέρα απ’ την πασίγνωστη Βlaha Lujza Tér, να ‘χω πιάσει ψιλή κουβέντα με ολίγον τι από Αγγλικά, Γερμανικά και κυρίως παντομίμα με τον Gabor ο οποίος και μου συζήταγε για τα δεκάδες είδη πάπρικα που θ’ ανακαλύψω στην Κεντρική Αγορά της πόλης κι επέμενε να με ρωτάει αν έχω φέρει μαγιό μαζί μου, ερώτηση η οποία μου φαίνοταν κάτιτις άτοπη μες στο καταχείμωνο.
Λίγες ώρες αργότερα αγουροξυπνημένη συνειδητοποιώ με σχεδόν παιδικό ενθουσιασμό ότι οι εκτιμήσεις του οδηγού έπεσαν εντελώς έξω. Μια Βουδαπέστη ολόλευκη και γεμάτη από κόσμο όλων των ηλικιών κι όλων των εθνικοτήτων καλωσορίζει από νωρίς τα Χριστούγεννα. Στους δρόμους γύρω απ’ το αστικό κέντρο της Πέστης οι άνθρωποι απολαμβάνουν στα όρθια τα πασίγνωστα Kurtoskalacs, μια ζύμη κέικ τυλιγμένη σαν σε σπιράλ που μπορεί να βγει σε όποια γλυκιά παραλλαγή φαντάζεσαι: βανίλια, σοκολάτα, κανέλλα, πορτοκάλι, αμύγδαλο και πολλές ακόμη. Και βεβαίως μιας και το σχήμα της θυμίζει κορνέ, μπορείς να τη γεμίσεις και με όποιο σιρόπι ή κρέμα θες. Γενικώς τα Kurtoskalacs τ’ αγαπούν πολύ στη Βουδαπέστη αν κρίνω απ’ το ότι όπου σταθείς κι όπου βρεθείς κι όποια ώρα της ημέρας κι αν είναι, θα βρεις μια καντίνα να τα ξεροψήνει και να ευωδιάζει όλη η γύρω περιοχή.
Κυρίαρχο στα must-see της λίστας μου ήταν η Γέφυρα των Αλυσίδων η πρώτη που ένωσε τις μέχρι άλλοτε ξεχωριστές πόλεις, Βούδα και Πέστη, τις πρώην αντίζηλες. Χτισμένη απ’ το 1839 έως το 1849 αποτέλεσε έργο του Istvan Szechenyi τον οποίο κι αποκαλούν ως σήμερα “Greatest Hungarian”. Η ιστορία αναφέρει πως καταλυτικό ρόλο στην απόφασή του για τη δημιουργία της γέφυρας, έπαιξαν δυο πρόσωπα. Ο κληρικός Stanislaus Albach που τον ενέπνευσε με την αντίληψη ότι κάθε άνθρωπος έρχεται σ’ αυτό τον κόσμο με σκοπό να εκπληρώσει ένα σημαντικό σκοπό κι η μέλλουσα σύζυγός του Crescentia von Seilern την οποία κι ήθελε οπωσδήποτε να εντυπωσιάσει με τα έργα του. Μαθαίνοντας αυτή την εξακριβωμένη πληροφορία έχασα κάθε περιέργεια για τον αρχικό μύθο. Φανταστικός ή όχι ο έρωτας στη Βουδαπέστη βρίσκεται παντού.
Παιρνώντας στην απέναντι πλευρά της πολύβουης Πέστης, σε υποδέχεται η αριστοκρατική Βούδα, χτισμένη αμφιθεατρικά στις όχθες του Δούναβη κι είναι στη διακριτική σου ευχέρεια αν θ’ ανοίξεις ένα παράθυρο στο παρελθόν της ή αν θα την ξεπετάξεις σαν τουρίστας. Μπορείς να φτάσεις εκεί διασχίζοντας οδικώς μία απ’ τις πέντε γέφυρες, μπορείς να πας με τραμ ή με κάποιο απ’ τα δεκάδες ποταμόπλοια, μπορείς και να περπατήσεις – κι αυτό και σου προτείνω να κάνεις. Διότι εκεί, στο κέντρο ακριβώς μιας οποιασδήποτε γέφυρας, με το πασίγνωστο ποτάμι να περνάει κάτω απ’ τα πόδια σου, τον αέρα να σε χτυπάει ορμητικά κι έναν πλανόδιο μουσικό να παίζει βιολί ή ακορντεόν θα συνειδητοποίησεις με τον πιο συγκινητικό τρόπο τη θέση σου στο σύμπαν – και τούτη η συνειδητοποίηση αν κι ίσως αποτελέσει ένα χτύπημα στον εγωισμό σου, ταυτοχρόνως θα σε γεμίσει με ικανοποίηση που αξιώθηκες μια τέτοια σκηνή να τη ζήσεις και να μπορείς να την επαναφέρεις στο νου σου.
Η Βούδα είναι adagio σε αντίθεση με την Πέστη που είναι allegro. Στη Βούδα όλα κι όλοι κινούνται νωχελικά σαν να απολαμβάνουν κάθε δευτερόλεπτο. Η πόλη είναι πεντακάθαρη, οι κάτοικοι ευγενείς αν και κάπως συγκρατημένοι, το κάστρο στέκει επιβλητικό και δέχεται καθημερινά χιλιάδες επισκεπτών που φτάνουν στην κορφή του λόφου είτε με τα πόδια, είτε με το διάσημο τελεφερίκ “buda hill funicular” που αν και κάνει τη διαδρομή σε μόλις 1 λεπτό σ’ αποζημιώνει με την μπαρόκ αισθητική του και τη θέα που προσφέρει. Τα λιλιπούτεια καφέ, τα πάρκα και τα τεράστια πεζοδρόμια ακριβώς δίπλα απ’ τις γραμμές του τραμ δημιουργούν το ιδανικό σκηνικό για ατέλειωτες βόλτες, ενδιαφέρουσες συζητήσεις, ειλικρινείς ενδοσκοπήσεις. Είναι μια πόλη μαγική κι ας κερδίζει σε δημοφιλία η Πέστη – εκεί που όλα συμβαίνουν αναπάντεχα· γι’ αυτό και δεν ξέρω αν έχει οποιαδήποτε χρησιμότητα να αγχωθείς για να βγάλεις συγκεκριμένο πρόγραμμα.
Το μετρό της πόλης, το δεύτερο παλαιότερο της Ευρώπης μετά του Λονδίνου, μπορεί να σε πάει ταχύτατα οπουδήποτε. Μπορεί να γίνει ο καλύτερός σου φίλος στο παιχνίδι ανακάλυψης της Πέστης – είναι στ’ αλήθεια εντυπωσιακό πως κατά τις ώρες αιχμής η διέλευση των συρμών γίνεται ανά 2-3 λεπτά σε μια πόλη 1,7 εκατομμυρίων κατοίκων – και κάπως έτσι να μη σου αφήσει πολλά περιθώρια για να σκέφτεσαι ότι υπήρχαν πολλά σημεία ενδιαφέροντος που δεν πρόλαβες να δεις. Μπες και κατέβα σε μια τυχαία στάση και φόρα τ’ αθλητικά σου γιατί προβλέπονται χιλιόμετρα. Κι όταν έρθει η ώρα που θες να ξαποστάσεις, πριν απολαύσεις μια αυθεντική goulash, κάνε στάση για καφέ και κυρίως για χάζι στο πασίγνωστο New York Cafe που θεωρείται ένα απ’ τα ομορφότερα στον κόσμο και καθόλου αδίκως. Οι τοιχογραφίες, η πολυτέλεια, η αναγεννησιακή διακόσμηση, η μουσική και οι γεύσεις το επιβεβαιώνουν. Επειδή όμως είναι εξαιρετικά πιθανό πηγαίνοντας εκεί να συναντήσεις μια μεγάλη ουρά από ταξιδιώτες, προτίμησε να το επισκεφτείς νωρίς το πρωί ή αργά το απόγευμα. Παρόμοιο σκηνικό και στα περίφημα ruin bars της Πέστης που την τελευταία 10ετία αποτελούν το βασικό τόπο και τρόπο διασκέδασης για εγχώριους και μη. Πρόκειται για μπαρ που στεγάζονται σε πρώην ερείπια κι εγκαταλελειμένα κτίρια. Με εντονότατα urban στοιχεία και κάπως ασυμβίβαστο χαρακτήρα που δεν πατά επάνω σε συγκεκριμένες νόρμες, σ’ αυτά τα μπαρ -που τα περισσότερα αποτελούνται από αρκετούς κυρίως χώρους-, μπορείς να φας, να πιεις, να παίξεις φλιπεράκι, να βλέπεις σε μια γιγαντοθόνη κάποιο ματς, να χορεύεις λίγο παραδίπλα. Τα προτιμούν εξίσουν νέοι και νεότεροι και κάπως έτσι οι παρέες γίνονται μία, οι άνθρωποι έρχονται κοντά, τα κεράσματα πέφτουν βροχή κι η όλη ατμόσφαιρα θυμίζει έντονα Ψυρρή το καλοκαίρι.
Για την προτελευταία μέρα και παράγραφο είχα κρατήσει το καλύτερο κι ας έφτασα στη Βουδαπέστη χωρίς μαγιό. Χαλάρωση σε κάποιο απ’ τα παραδοσιακά λουτρά. Οι επιλογές είναι αρκετές και βρίσκονται σε διάφορα σημεία της πόλης. Μάλιστα πολλοί προτιμούν να δοκιμάσουν παραπάνω από ένα μιας και τα ιαματικά νερά της περιοχής αποτελούν σημαντικότατο κίνητρο για να την επισκεφθεί κανείς. Εγώ διάλεξα τα Λουτρά Szechenyi γιατί εκτός απ’ τις 18 εσωτερικές κι εξωτερικές πισίνες τους, μ’ εντυπωσίασε και το παλάτι στο οποίο στεγάζονται. Αν πρόκειται να πας, καλό είναι ν’ αφιερώσεις ώρες, πολλές ώρες. Και να απολαύσεις όσο το δυνατόν περισσότερες περιποιήσεις: μασάζ, σπα, χαμάμ είναι μόνο οι επικεφαλίδες τους. Αν δε, επισκεφτείς τη Βουδαπέστη χειμώνα, τότε θα ‘χεις και την ευκαιρία να κάνεις το μπάνιο σου στην εξωτερική πισίνα σε θερμοκρασία άνω των 30 βαθμών ενώ έξω ίσως να χιονίζει. Μαγιό, σαγιονάρες, πετσέτες ή ενοικιάζεις ή αγοράζεις από εκεί και με το εισιτήριο της εισόδου μπορείς στην κυριολεξία να βραδιάσεις.
Στο ταξί της επιστροφής για το αεροδρόμιο πέτυχα τον Alexander που μου είπε πολλές κι ενδιαφέρουσες ιστορίες για το πώς είναι να ζεις σε μια πόλη που όλο το χρόνο σφύζει από ταξιδιώτες, ιστορία κι αντιθέσεις. Μου εξομολογήθηκε το παράπονο των πολιτών για τους χαμηλούς μισθούς και την υψηλή φορολογία -και κάπως έτσι ήρθα στα ίσα μου και προετοιμάστηκα για την επιστροφή στην Αθήνα- μα παρά τη δυσαρέσκεια εστίασε στο πόσο αγαπούν την πόλη τους, πόσο τη φροντίζουν και πόσο επιθυμούν ο επισκέπτης φεύγοντας απ’ αυτή να έχει δεκάδες λόγους για να επιστρέψει. Μου είπε ότι στο σπίτι του φιλοξενεί πέντε σκυλιά κι εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι στις μέρες παραμονής μου στη Βουδαπέστη δεν είδα ούτε ένα αδέσποτο. Προθυμοποίηθηκε να κεράσει χυμό και σοκολάτα με το που επιβιβάστηκα κι όταν πια φτάσαμε στο αεροδρόμιο μου έδωσε ένα κλαράκι με τσίλι για να επιχειρήσω να μαγειρέψω τις τοπικές συντάγες τους όπου το τσίλι είναι σχεδόν σ’ ολες αναγκαίο συστατικό. Το αεροπλάνο τροχοδρομεί κι είναι απ’ τις ελάχιστες φορές που δεν ιδρώνω στην απογείωση. Η εξήγηση είναι απλή: Οι μόνες περιπτώσεις που δε φοβάμαι την πτήση είναι όταν ταξιδεύω για να συναντήσω έναν έρωτα ή όταν φεύγω απ’ αυτόν. Οι λόγοι για ν’ αγαπώ τη Βουδαπέστη βρέθηκαν.
* Το ταξίδι στη Βουδαπέστη ήταν μια ευγενική χορηγία της ηλεκτρονικής πλατφόρμας κρατήσεων iyouth.gr στην οποία και μπορείς να βρεις τα οικονομικότερα πακέτα ταξιδιών στους πιο δημοφιλείς προορισμούς.