Κυριακή κι η ώρα είναι 12 το βράδυ. Εσύ ως συνήθως δεν έχεις καμία όρεξη να κοιμηθείς . Ξέρεις ότι πρέπει να το κάνεις ωστόσο γιατί αύριο το πρωί έχεις εργαστήρια στη σχολή και δε σε παίρνει να μην πας. Αλλά πώς είναι δυνατό αυτό; Αφού το Σάββατο ξύπνησες στις 5 το απόγευμα. Ξαφνικά σκάει μήνυμα στο κινητό σου απ’ τους φίλους σου ότι ψήνονται να πάνε για καμία μπίρα σε κανένα μπαράκι χαλαρά. Εσύ, όμως, κάνεις το «λάθος» και τους καλείς να έρθουν σπίτι σου να αράξετε όλοι μαζί.
Κάπως έτσι από τη μία στιγμή στην άλλη, φτάνετε στο σημείο να είστε 15 άτομα μέσα σε ένα διαμέρισμα να πίνετε μπίρες και να σχολιάζετε ό,τι περνάει απ’ το μυαλό σας. Η συζήτηση περνάει απ’ τη σχολή και τον καινούργιο κούκλο καθηγητή και φτάνει μέχρι την γκαρσόνα που δουλεύει στο αγαπημένο σας καφέ.
Καθώς η βραδιά σας κυλάει χαλαρά κι υπέροχα, ακούτε χτυπήματα στον τοίχο απ’ τον γείτονα. Προς μεγάλη σου έκπληξη αμέσως λες στην παρέα να μιλάνε πιο σιγά κι αυτό κάνουν για τα επόμενα 5 άντε το πολύ 10 λεπτά. Η ένταση ανεβαίνει ξανά και τώρα πια τα γέλια κι οι φωνές είναι ασυγκράτητα. Και να σου πάλι ο γείτονας που όλο θέλει να κλέβει την παράσταση και πλέον τα χτυπήματα στον τοίχο γίνονται πιο δυνατά και πιο συχνά.
Ξαφνικά καθώς παίζετε παντομίμα κι έχετε κλάψει από το γέλια κι ενώ ο Μάριος κι η Νατάσα σπάνε το κεφάλι τους για να καταλάβουν τι ακριβώς κάνεις, ακούς κουδούνι. Αναρωτιέστε ποιος να είναι αφού είστε όλοι μαζεμένοι και δε λείπει κανείς. Ποιος να είναι στην πόρτα άραγε; Ανοίγεις και ποιον να δεις; Τον γείτονά σου ο οποίος κατάλαβε ότι με το να κοπανάει τους τοίχους δε θα βγει άκρη.
Από τη μια στιγμή στην άλλη, ακούς κήρυγμά από κάποιον «άγνωστο». Εσύ, ντρέπεσαι λίγο και καθώς σκύβεις το κεφάλι σιγομουρμουρίζεις συγγνώμη, ενώ ο γείτονας εξακολουθεί να είναι σε φάση αμόκ. Με τα πολλά και τα λίγα κοιτάς την ώρα κι έχει πάει 5 τα ξημερώματα κι αποφασίζετε μαζί με τα άλλα παιδιά πως είναι αρκετά για σήμερα.
Μετά από 2 μέρες καταφτάνει ένα συστημένο γράμμα στο σπίτι σου και μέσα στο μυαλό σου παίζει μόνο ένα σενάριο. Το οποίο λέει ότι το γράμμα στο έστειλε η μαμά σου γιατί τα πήγες καλά στην εξεταστική ή γιατί είχες γιορτή κι είναι το δώρο σου. Ποιος να στο έλεγε όμως ότι τίποτα από όλα αυτά δεν είναι; Γράμμα απ’ την αστυνομία.
Μένεις και κοιτάς το φάκελο ξανά και ξανά περιμένοντας ότι κάτι θα αλλάξει. Το ανοίγεις και βλέπεις ότι ο πολυαγαπημένος σου γείτονας σου έκανε καταγγελία για παραβίαση ωρών κοινής ησυχίας. Όταν είδες ότι αυτό είναι όλο, γελάς και σκέφτεσαι ότι αυτά είναι τελικά τα φοιτητικά χρόνια, με καταγγελίες απ’ τους γείτονες που δεν αντέχουν τα ξέγνοιαστα γέλια σας.
Επιμέλεια Κειμένου Λουκίας Χριστοδούλου: Πωλίνα Πανέρη