Σαν σήμερα, 3 Σεπτεμβρίου του 1994, πεθαίνει ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους και γλύπτες της Ελλάδας, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας. Ο ίδιος, ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της λεγόμενης «γενιάς του ΄30», υποστήριξε μια ζωγραφική στηριγμένη στην ντόπια παράδοση με έναν αέρα ευρωπαϊκού μοντερνισμού.
Ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, γεννήθηκε στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1906 και ήταν το μοναχοπαίδι του Αλέξανδρου Χατζηκυριάκου και της Ελένης Γκίκα. Οι οικογένειες των γονιών του, είχαν συμβάλλει αρκετά στην Επανάσταση του 1821. Ο ίδιος, από μικρός έδειξε μία ιδιαίτερη κλίση στο σχέδιο κι έτσι παρακολούθησε από μικρή ηλικία τα πρώτα του μαθήματα με καθηγητή τον Κωνσταντίνο Παρθένη και στον Βασίλη Μαγιάση. Μάλιστα, είχε απαλλαχθεί από το μάθημα ιχνογραφίας στο σχολείο λόγω εξαιρετικών επιδόσεων. Το 1922, μετοίκησε στο Παρίσι όπου παρακολούθησε μαθήματα γαλλικής κι ελληνικής φιλολογίας και αισθητικής στη Σορβόνη, ενώ ταυτόχρονα σπούδαζε ζωγραφική κοντά στον Ροζέ Μπισιέρ και χαρακτική κοντά στον Δημήτριο Γαλάνη στην Académie Ranson.
Στο πλαίσιο των σπουδών του, οργανώθηκαν πολλές ομαδικές εκθέσεις, με την πρώτη να γίνεται το 1923 στο Salon des Tuileries και στο Salon des Surindependants, όταν ο ίδιος βρισκόταν σε ηλικία 17 χρόνων. Η πρώτη ατομική του έκθεση οργανώθηκε στο Παρίσι το 1927 στην Galerie Percier και η πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα το 1928, μαζί με τον γλύπτη Μιχάλη Τόμπρο στην γκαλερί ‘Σταχτοπούτα’.
Το 1928 κλήθηκε να πραγματοποιήσει τη στρατιωτική του θητεία, την οποία ολοκλήρωσε το 1929, όπου παντρεύτηκε με την ποιήτρια Αντιγόνη Κοτζιά. Το 1933, ο Γκίκας έπεισε τον Λε Κορμπιζιέ να οργανώσει το Δ’ συνέδριο της Μοντέρνας Αρχιτεκτοκινής στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα την ψήφιση της Χάρτας των Αθηνών, που εκδόθηκε από τον Ελβετό αρχιτέκτονα το 1943.
Στο Παρίσι, παρέμεινε έως το 1934, όπου ως καταξιωμένος πλέον καλλιτέχνης, μετακόμισε στην Αθήνα. Το 1935 εξέθεσε έργα του μαζί με τον γλύπτη Μιχάλη Τόμπρο και τον ζωγράφο Γιώργο Γουναρόπουλο, τα οποία προκάλεσαν αντιδράσεις στους αθηναϊκούς καλλιτεχνικούς χώρους. Από το 1935 έως το 1937, μαζί με τον αρχιτέκτονα Δ. Πικιώνη, τον ποιητή Τ. Παπατζώνη και το σκηνοθέτη Δ. Καραντινό, εξέδωσαν το περιοδικό ‘Το Τρίτο Μάτι’. Στο περιοδικό παρουσιάζονταν έργα μοντέρνων καλλιτεχνών και μεταφράσεις κειμένων ξένων συγγραφέων της λογοτεχνικής πρωτοπορίας. Την ίδια εποχή ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη σκηνογραφία, σχεδιάζοντας τα σκηνικά και τα κοστούμια για παράσταση του Θεάτρου της Μαρίκας Κοτοπούλη. Ακολούθησε η συνεργασία του με τη Νέα Σχολή Δραματικής Τέχνης του Σωκράτη Καραντινού (1938), το Εθνικό Θέατρο (1950), τη Σχολή Ματέι (1952) και το Covent Garden του Λονδίνου (1961).
Το 1937, επισκεύασε το σπίτι της οικογένειας Γκίκα στην Ύδρα, όπου ζωγραφίζει τα πρώτα έργα στα οποία θεωρείται ότι βρήκε οριστικά τον εαυτό του. Τα έργα του συνδύαζαν τα διδάγματα του κυβισμού με τη φύση, το φως και την αρχιτεκτονική της Ελλάδας.
Το 1940 με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στο Μηχανικό. Με τη λήξη του πολέμου, το 1941 εκλέχθηκε καθηγητής του Ελεύθερου σχεδίου της Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΕΜΠ όπου δίδαξε έως το 1958. Το 1972 εκλέχθηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1986 επίτιμο μέλος της Royal Academy of Arts του Λονδίνου. Ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης (1982) και επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου των Αθηνών (1991).
Το 1946 παρουσιάστηκε η πρώτη αναδρομική έκθεση του έργου του στο Βρετανικό Συμβούλιο Αθηνών, και ακολούθησε, το 1973, η αναδρομική στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας με 164 έργα. To 1950 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 25η Μπιενάλε της Βενετίας με 17 έργα και το 1955 συμμετείχε στην 4η Μπιενάλε Σύγχρονης Έγχρωμης Λιθογραφίας στο Μουσείο Σινσινάτι των ΗΠΑ.
Το 1961 παντρεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του Μπάρμπαρα Χάτσινσον και την ίδια χρονιά φιλοτέχνησε τα σκηνικά και κοστούμια για το μελόδραμα του Ιγκόρ Στραβίνσκι «Περσεφόνη», σε λιμπρέτο του Αντρέ Ζιντ, που ανέβηκε στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου. Μέσα στο 1961, πυρκαγιά κατέστρεψε το πατρικό του σπίτι στην Ύδρα, με αποτέλεσμα να κτίσει στην Κέρκυρα τη νέα κατοικία του.
Το 1992 μαζί με το Μουσείο Μπενάκη, ιδρύει το Μουσείο Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, στην οικία του επί της οδού Κριεζώτου 3 στο κέντρο της Αθήνας. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Παρισιού, στην Πινακοθήκη Τέιτ του Λονδίνου, στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, στα Μουσεία τού Σινσινάτι, της Μελβούρνης και της Καρκασόν, στη Δημοτική Πινακοθήκη της Αμμοχώστου, στο Θεατρικό Μουσείο Αθηνών, στη Δημοτική Πινακοθήκη Ρόδου και σε πολλές ακόμη δημόσιες, αλλά και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας ήταν ένας άνθρωπος πολύπλευρος καλλιτεχνικά·εκτός από τη ζωγραφική, ασχολήθηκε επίσης με τη γλυπτική, τη χαρακτική, τη σκηνογραφία και την εικονογράφηση βιβλίων αλλά και την κριτική τέχνης. Ο ίδιος είχε δηλώσει ότι επηρεάστηκε βαθύτατα από το έργο του Ματίς αλλά και από των Μπρακ και Πικάσο.
‘Περνούσα μια μέρα μπροστά από μια αίθουσα τέχνης [..] και ξαφνικά βλέπω έναν πίνακα που με καθήλωσε κυριολεκτικά. [..] Ήταν το “Τσάι” του Ματίς. [..] Όταν πρωτοείδα τον πίνακα δεν γνώριζα καν τον Ματίς. Ο πίνακας όμως μου εντυπώθηκε, άλλαξε τον τρόπο που έβλεπα τα πράγματα.’
Ο ίδιος εικονογράφησε μεταξύ άλλων την «Οδύσσεια» του Ν. Καζαντζάκη, το «Δάφνης και Χλόη» του Λόγγου και τα «Ποιήματα» του Κ. Καβάφη. Επιπλέον, συνέγραψε βιβλία, μελέτες και άρθρα για την Αρχιτεκτονική και την Αισθητική, καθώς και δοκίμια για την ελληνική τέχνη. Ο Οδυσσέας Ελύτης αφιέρωσε εκτενές άρθρο στον καλλιτέχνη: «Η σύγχρονη ελληνική τέχνη και ο ζωγράφος Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας. Η παρουσία του Γκίκα ως κριτικού τέχνης είναι ένα κοινό σημείο με τον Ελύτη. Τον Νοέμβριο του 2017 το έργο του «A Travelers La Ville» δημοπρατήθηκε από τον Οίκο Sotheby’s του Λονδίνου με τελικό αντίτιμο που ξεπερνούσε τα 300.000 ευρώ.
Ο Νικος Χατζηκυριάκος-Γκίκας είναι ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες καλλιτέχνες με παγκόσμια καριέρα. Απέδειξε ότι ένας καλλιτέχνης μπορεί να είναι σπουδαίος σε ποικίλους τομείς. Και το έργο του θα μείνει στην ιστορία, ως η σπουδαία παρακαταθήκη του.
Πληροφορίες απο:
Εθνική Πινακοθήκη, Βικιπέδια, Μουσείο Μπενάκη, sansimera.gr