Την έχεις ακούσει, σ’ έχει ταξιδέψει πολλές φορές με τη μαγευτική της φωνή κι έχει σίγουρα συντροφεύσει τα πρώτα σκιρτήματά σου για έναν έρωτα μ’ εκείνο το αξέχαστο «La vie en rose». Κι όμως, όταν το είχε τραγουδήσει η αλησμόνητη Edith Piaf, καθόλου ρόδινη δεν ήταν η ζωή της. Αυτή η σταρ με τη λαμπερή και καθηλωτική παρουσία στη σκηνή δεν είχε καμία σχέση στην καθημερινότητά της, όταν τα φώτα έκλειναν. Μυστήριο, κατάθλιψη, ερωτικές απογοητεύσεις κι εξαρτήσεις που προκάλεσαν τον πρώιμο θάνατό της στα 48 της χρόνια συνθέτουν μια πολυτάραχη ζωή που δικαίως έγινε και ταινία με πρωταγωνίστρια Marion Cotillard, η οποία κέρδισε και το Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου.
Γεννημένη στο Παρίσι το 1915 από γονείς καλλιτέχνες -ο πατέρας της ήταν ακροβάτης του δρόμου και η μητέρα της τραγουδίστρια της λυρικής- ήταν φυσικό κι επόμενο να κληρονομήσει αυτό το ταλέντο στη φωνή. Τα παιδικά της χρόνια δομούνται από την εγκατάλειψή της από τη μητέρα και την ανατροφή της από τη γιαγιά, τη μητέρα του πατέρα της, η οποία ήταν ιδιοκτήτρια οίκου ανοχής. Μόλις στα τέσσερά της χρόνια αρρωσταίνει βαριά και χάνει την όρασή της, η οποία όμως θα επανέλθει δύο χρόνια αργότερα.
Στα επτά της ακολουθεί τον πατέρα της ο οποίος θέλει να την κάνει αρχικά ακροβάτη του δρόμου αλλά μόλις ανακαλύπτει το ταλέντο της στο τραγούδι, το ενδιαφέρον του στρέφεται προς τα εκεί. Στα 15 της αποφασίζει να εγκαταλείψει τον πατέρα της και να μετακομίσει στο Παρίσι προκειμένου να κυνηγήσει την τύχη της στο τραγούδι. Στα 17 της γνωρίζει τον Λουί Ντυπόν κι αμέσως συνάπτουν σχέση. Φέρνει στον κόσμο ένα κοριτσάκι το οποίο πεθαίνει δύο χρόνια μετά τη γέννησή του από μηνιγγίτιδα. Συνεχίζει παρ’ όλα αυτά να τραγουδά στον δρόμο, μέχρι που την ανακαλύπτει ο ιδιοκτήτης του πιο διάσημου καμπαρέ στα Ηλύσια Πεδία και γοητευμένος από τη φωνή της, την προσλαμβάνει να τραγουδά εκεί. Εκεί γεννιέται το καλλιτεχνικό όνομα Πιάφ, που στ’ γαλλικά σημαίνει σπουργίτι. Όμως και σ’ αυτή την περίπτωση, η Εντίθ δε θα σταθεί τυχερή, καθώς ο ιδιοκτήτης πέφτει θύμα κάποιας συμπλοκής κι η ίδια κατηγορείται ότι γνώριζε τον δράστη και δεν τον αποκάλυπτε στις Γαλλικές Αρχές. Αθωώνεται, όμως, με τη βοήθεια ενός νεαρού καλλιτέχνη ο οποίος είναι και τρελά ερωτευμένος μαζί της κι ακούει στο όνομα Ρεϊμόν Ασό.
Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η ίδια έχει σημαντική αντιστασιακή δράση. Δίνει μια σειρά συναυλιών, εισάγει πλαστές άδειες και τις χορηγεί στους αιχμαλώτους στα κέντρα κράτησης και βοηθάει τους Γάλλους στρατιώτες να δραπετεύσουν. Μετά το τέλος του πολέμου όλοι οι δρόμοι για μια λαμπρή καριέρα ανοίγονται μπροστά της, μόλις στα 23 της χρόνια. Μια σειρά από συναυλίες και ταινίες παγιώνουν τη θέση της, όχι μόνο στη σκηνή της Γαλλίας, αλλά και στη διεθνή. Γυρίζει όλο τον κόσμο, ο οποίος σε κάθε της παρουσία την αποθεώνει κι εκείνη, αντλώντας δύναμη από αυτόν συνεχίζει να δίνει τη μία καθηλωτική παράσταση μετά την άλλη.
Οι εξαρτήσεις όμως κι οι λάθος επιλογές είναι πολλές. Ζει μια πολυτάραχη ερωτική ζωή, μέχρι που ξαφνικά, στη Νέα Υόρκη, γνωρίζει τον μποξέρ Μαρσέλ Σερντάν τον οποίο κι ερωτεύεται παράφορα. Ο ξαφνικός του θάνατος θα τη ρίξει σε βαθιά κατάθλιψη, την οποία δε θα μπορέσει να ξεπεράσει ποτέ πραγματικά. Ξεκινά να καταναλώνει τεράστιες ποσότητες αλκοόλ, ακολουθεί ένα τροχαίο και για να ξεπεράσει τους δυνατούς πόνους που της προκάλεσε, ξεκινά τη μορφίνη στην οποία εθίζεται, οι συνεχείς εθισμοί την αναγκάζουν να μπει σε αποτοξίνωση και το γεγονός αυτό την καταβάλει ψυχικά. Μετά από δύο χρόνια απομόνωσης, καλείται να τραγουδήσει στο θέατρο Olymbia στο Παρίσι. Το γεγονός αυτό την επαναφέρει, της δίνει ενέργεια και την οδηγεί σε μία από τις καλύτερες παραστάσεις της ζωής της.
Μέχρι που ακολουθεί ένα δεύτερο σοβαρό τροχαίο, που την καταβάλλει ακόμη περισσότερο. Καταρρέει επί σκηνής σε μια συναυλία της κι ακολουθεί ένας χειρουργικός Γολγοθάς προκειμένου να επανέλθει. Συνεχίζει να παίρνει μορφίνη η οποία της χορηγείται πριν από κάθε της παράσταση κι όμως, δε σταματά, ζώντας μέσα στον πόνο, να δίνει λαμπρές παραστάσεις παρά την καταρράκωση που τη συνοδεύει. Το 1962 γνωρίζει κι ερωτεύεται τον κατά 20 χρόνια μικρότερό της Θεοφάνη Λαμπουκά. Η ίδια του δίνει το υποκοριστικό «Τεο Σαγαπό».
Σβήνει έναν χρόνο μετά από κίρρωση του ήπατος, μόλις στα 48 της χρόνια. Συνοδεύεται στην πόλη της το Παρίσι και μεταφέρεται στο Κοιμητήριο Περ Λασαίζ. Παρ’ όλη τη λαμπρή της καριέρα έφυγε πάμφτωχη αφήνοντας στον σύζυγό της χρέη. Το όνομά της γίνεται θρύλος. Μουσεία στήνονται πάνω της, γυρίζονται ταινίες κι ανεβαίνουν θεατρικές παραστάσεις οι οποίες αφορούν τη ζωή της. Μ’ αυτό τον τρόπο και μαζί με τα υπέροχα τραγούδια της, ακόμη κι αν το σπουργίτι του Γαλλικού τραγουδιού ολοκλήρωσε το πέταγμά του πολύ νωρίς, δε θα ξεχαστεί ποτέ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου