Ήμουν από τους ανθρώπους που ανέκαθεν τους γοήτευε η ποίηση. Το έβρισκα άλλωστε πολύ μεγάλο ταλέντο ένας άνθρωπος που δε σε ξέρει καν και δε σε έχει συναντήσει ποτέ στη ζωή του να ταξιδεύει μέσα στην ψυχή σου και να τη βλέπει έτσι όπως δεν μπόρεσε κανένας. Μαγικό, σχεδόν απόκοσμο αυτό το συναίσθημα, με έκανε να χάνομαι ανάμεσα σε ρίμες και στιχάκια. Και κάπως έτσι ξεκίνησα να το ψάχνω όλο και περισσότερο και ν’ ανακαλύπτω συνεχώς καινούργιους ποιητές. Και μια μέρα, καθώς περιπλανιόμουν σε κάποια διαδικτυακά μαθήματα που προσφέρονται δωρεάν από πολλές πλατφόρμες, έπεσα πάνω σ’ ένα σχετικά με ποίηση κι έτσι ένα νέο ταξίδι ξεκίνησε για μένα.
Ο καθηγητής το πρώτο ποίημα που επέλεξε να μελετήσει ήταν το «I Dwell In Possibility» της Emily Dickinson και με μια ανάλυση που κράτησε για πολλά μαθήματα με συνεπήρε σ’ έναν κόσμο λίγο διαφορετικό, κάνοντάς με να ψάξω γιατί αξίζει να ξέρουμε αυτή τη συγκεκριμένη ποιήτρια. Πέρα από το γεγονός ότι θεωρείται μία εκ των κορυφαίων ποιητριών και ποιητών για τον 19ο αιώνα, κατάφερε να εδραιώσει τη θέση της ανάμεσα στους πιο ξεχωριστούς όλων των εποχών, γεγονός ιδιαίτερα δύσκολο σ’ έναν ανδροκρατούμενο χώρο. Η ίδια δε γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία ενόσω ήταν στη ζωή κι όλοι αυτοί οι τίτλοι και οι διακρίσεις που τις δόθηκαν έγιναν μετά το θάνατό της.
‘Hope’ is the thing with feathers –
That perches in the soul –
And sings the tune without the words –
And never stops – at all –
Γεννημένη στο Amherst της Μασαχουσέτης φοίτησε για επτά ολόκληρα χρόνια στην ακαδημία της πόλης της και παρακολούθησε ένα σεμινάριο που αφορούσε τον φεμινισμό- πράγμα επαναστατικό για την εποχή. Πέρασε την περισσότερη από τη ζωή της στην απομόνωση, γεγονός που την έκανε να φαντάζει εκκεντρική στους κατοίκους της περιοχής. Η εμμονή που είχε αναπτύξει για τα λευκά ρούχα κι η απροθυμία της ορισμένες φορές να μη συναναστρέφεται τους καλεσμένους της σε σημείο που να μη θέλει ούτε να τους χαιρετήσει και να κλείνεται μόνιμα στην κρεβατοκάμαρά της ενίσχυσαν της φήμες για την εκκεντρικότητα του χαρακτήρα της. Δεν είχε φίλους παρά μόνο κάποιους που επικοινωνούσε μαζί τους μέσω αλληλογραφίας, ενώ δεν παντρεύτηκε ποτέ. Μάλιστα, φημολογείται ότι έπασχε από σοβαρής μορφής αγοραφοβία αλλά κι επιληπτικές κρίσεις.
I heard a Fly buzz – when I died –
The Stillness in the Room
Was like the Stillness in the Air –
Between the Heaves of Storm –
Η ίδια αγαπούσε τη συγγραφή κι ήταν εξαιρετικά παραγωγική ως συγγραφέας γράφοντας περίπου 1800 ποιήματα κατά τη διάρκεια της ζωής της. Παρ’ όλη όμως τη δημιουργικότητα που την περίβαλε όσο ήταν εν ζωή μόλις 10 από αυτά δημοσιεύτηκαν και μάλιστα είχαν υποστεί αρκετή επεξεργασία προκειμένου να ταυτίζονται με τους κανόνες εκείνης της εποχής και να μπορέσουν να δημοσιευτούν. Η δουλειά της ήταν μοναδική καθώς πολλά δημιουργήματά της δεν είχαν τίτλους, αποτελούνταν από σύντομες προτάσεις και συνήθως είχαν πλεχτή ομοιοκαταληξία. Οι στίχοι της γυρνούσαν γύρω από το θέμα του θανάτου, την κοινωνία, τη φύση και γενικότερα την πνευματικότητα. Ωστόσο, αυτή της η τόλμη για τους πρωτότυπους στίχους οι οποίοι ξεχωρίζουν για την επιγραμματική συμπίεσή τους, είναι σαν να ελευθερώνουν τη στοιχειωμένη δική της φωνή που ήθελε ν’ ακουστεί έστω και μέσα από τις γραμμές ενός ποιήματος.
I’m Nobody! Who are you?
Are you –Nobody– too?
Then there’s a pair of us!
Don’t tell! they’d advertise – you know!
How dreary – to be – Somebody!
How public – like a Frog –
To tell one’s name – the livelong June –
To an admiring Bog!
Η ίδια υπήρξε, εντός κι εκτός των γραφομένων της μια αινιγματική φύση που ακόμη και σήμερα αποτελεί αντικείμενο συστηματικής μελέτης. Πέρασε μεγάλες δυσκολίες στη ζωή της οι οποίες προκλήθηκαν από τα τεράστια ψυχολογικά προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί από την απώλεια της μητέρας της και της αγαπημένης της ανιψιάς, γεγονότα που η ίδια δεν μπόρεσε να ξεπεράσει ποτέ της. Λίγο πριν το θάνατό της, είχε εκμυστηρευτεί στην αδερφή της ότι όταν πεθάνει ήθελε η συλλογή της να καεί. Η αδερφή της, ενώ αρχικά ενστερνίστηκε αυτή της την απόφαση, ανακαλύπτοντας την τεράστια συλλογή της αποφάσισε να τη διαφυλάξει και να τη δημοσιεύσει, κάνοντάς την αναγνωρίσιμη και κερδίζοντας την αίγλη που της άξιζε μετά τον θάνατό της. Πέθανε την άνοιξη του 1886 με αναφορές να κάνουν λόγο για τη νόσο του Bright, μία ασθένεια η οποία επηρεάζει την λειτουργία των νεφρών σε ηλικία 55 ετών. Ωστόσο, τα συμπτώματα του έντονου πονοκεφάλου και της ναυτίας που ανέφερε η ίδια στις επιστολές της, καθώς και το κώμα στο κρεβάτι του θανάτου της, το οποίο διανθίστηκε από τη βραχνή και δύσκολη αναπνοή της, οδήγησαν τους ερευνητές στο νέο συμπέρασμα ότι πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια που προκλήθηκε από σοβαρή υπέρταση.
Όπως και να έχει, θα μείνει αιώνια ζωντανή μέσα από το σπουδαίο έργο της.
The Heart asks Pleasure – first –
And then – Excuse from Pain –
And then – those little Anodynes
That deaden suffering –
And then – to go to sleep –
And then – if it should be
The will of its Inquisitor
The liberty to die –
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου