Φαντάζομαι δε θα έχετε δει κάποιο παιδί το οποίο έχει γεννηθεί μετά το 2000 να μην ξέρει, όχι μόνο να διαχειρίζεται σωστά κάθε λογής τεχνολογικό gadget, αλλά να σας κάνει να αμφιβάλλετε μέχρι και για τον λόγο ύπαρξής σας. Τα παιδιά αυτά, η λεγόμενη gen Z, έχει γεννηθεί σ’ ένα σύμπαν όπου η καθημερινότητά τους απαρτίζεται από ηλεκτρονικές συναλλαγές και σχέσεις στηριγμένες σε μια οθόνη κινητού. Γι’ αυτούς είναι κάτι φυσικό κι επόμενο το να διαχειρίζονται τα πάντα μέσω του κινητού τους τηλεφώνου και να εμπιστεύονται κάθε λογής προσωπικά στοιχεία σ’ αυτόν τον μικρό θεό της καινούργιας ζωής που ονομάζεται διαδίκτυο. Τι γίνεται όμως με εκείνους που αρνούνται πεισματικά ν’ αποθηκεύσουν μέχρι και την πιο μικρή ασήμαντη πληροφορία και προτιμούν να διαχειρίζονται τα πάντα με τον κλασικό παραδοσιακό τρόπο; Ξέρεις, εκείνον που έχεις ακούσει από τον παππού σου ή τον μπαμπά σου και τοποθετείται κάπου στα μέσα τις δεκαετίας του ’80;
Γενικότερα στην Ελλάδα μια μεγάλη μερίδα πληθυσμού αντιμετωπίζει όλες τις ηλεκτρονικές συναλλαγές με φόβο και τεράστια καχυποψία. Είναι τόσο αρνητικοί απέναντι σ’ όλη αυτή την καινούργια πραγματικότητα που δε δέχονται να συζητήσουν το ενδεχόμενο ούτε καν να δοκιμάσουν τις ηλεκτρονικές διαδικασίες. Κι έτσι, συγκαταλέγονται στους τεχνοφοβικούς.
Οι άνθρωποι αυτοί διατηρούν μια στάση ζωής η οποία ανήκει σε άλλη εποχή κι αρνούνται να την αλλοιώσουν με οποιοδήποτε τεχνολογικό επίτευγμα. Θεωρούν ότι χάνεται σημαντικό κομμάτι της καθημερινότητας αν αναλώνονται με διαδικτυακές συναναστροφές και συναλλαγές κι από την άλλη ότι όλ’ αυτά τα καινούργια δεδομένα οδηγούν τελικά σε μια κατάσταση εθισμού κι εξάρτησης. Και να σας πω και τη δική μου αλήθεια, σε μεγάλο βαθμό δεν έχουν άδικο. Πόσες φορές έχουμε βρεθεί αντιμέτωποι μ’ ένα πρόβλημα τεχνολογικής φύσεως (τύπου διαδικτυακή απάτη) που μας έκανε να νιώθουμε ότι τα χέρια μας είναι δεμένα κι εμείς ανίκανοι να κάνουμε οτιδήποτε;
Χαρακτηριστικό παράδειγμα που αποδεικνύει όλη αυτή τη φοβία γύρω από το ίντερνετ και τη διαρροή των προσωπικών πληροφοριών είναι κι η έρευνα που έχει διεξαχθεί από το Chapman University στην Αμερική. Στην έρευνα που διεξήχθη το 2019 -τα αποτελέσματα είναι εύκολα προσβάσιμα στο ευρύ κοινό μέσω του διαδικτύου- παρατηρήθηκε ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό της τάξης του 33.3% των πολιτών οι οποίοι δηλώνουν ότι είναι φοβισμένοι για την απώλεια των προσωπικών τους πληροφοριών. Πράγματι το συγκεκριμένο κομμάτι έχει γίνει ένας εφιάλτης της καθημερινότητας πολλών οι οποίοι προσπαθούν με κάθε κόστος να προστατεύσουν τα προσωπικά τους δεδομένα, ακόμη κι αν ξέρουν ότι οι συναλλαγές τους μπορεί με τον κλασικό, πατροπαράδοτο τρόπο, να διαρκέσουν μέχρι κι ημέρες.
Στον αντίποδα όλης αυτής της ιστορίας, βρίσκονται κι εκείνοι οι οποίοι έχουν μάθει να εμπιστεύονται όλη τους τη ζωή στο διαδίκτυο. Το θεωρούν την καλύτερη τεχνολογική επίτευξη του 21ου αιώνα κι ίσως να είναι κι η αλήθεια. Όπως κάθε τι στη ζωή, έτσι και το διαδίκτυο αλλά και κάθε μορφής τεχνολογία, έρχεται για να κάνει τη ζωή μας λίγο πιο εύκολη και κατ’ επέκταση λίγο καλύτερη, αρκεί να χρησιμοποιείται λογικά και με σύνεση. Ναι, σαφώς ένα παιδί το οποίο βρίσκεται στην εφηβεία δεν μπορεί να βάλει αυτά τα όρια στον εαυτό του κι εκεί επεμβαίνει ο γονιός, ο οποίος πρέπει από τη δική του πλευρά να διατηρεί την ψυχραιμία του και να μην το αντιμετωπίζει σαν το ύψιστο κακό που έχει δημιουργηθεί.
Η ζωή και η καθημερινότητα αλλάζει και εμείς καλούμαστε να ακολουθήσουμε όλες αυτές τις ραγδαίες αλλαγές. Δεν είναι σίγουρα εύκολο αλλά δεν είναι λύση το ν’ απορρίπτεις κάτι το οποίο μπορεί να σε διευκολύνει και να σου εξοικονομήσει χρόνο και χρήμα. Γι’ αυτό λοιπόν βγάλε τη μηχανή espresso από το πατάρι που σκονίζεται και σβήσε λίγο το γκάζι που είχες συνηθίσει να φτιάχνεις τον ελληνικό σου κάθε πρωί. Δώσε μια ευκαιρία σε μια πλοήγηση στο διαδίκτυο προκειμένου να εξοικειωθείς με όλα αυτά που σε τρομάζουν. Και πάμε ένα στοίχημα; Τελικά δεν είναι τόσο τρομακτικά όσο είχες φανταστεί.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου