Και ξαφνικά, κοιτάζεσαι μια μέρα στον καθρέφτη κι αναρωτιέσαι τι έχει πάει τόσο λάθος. Γιατί έπρεπε να γίνουν όλ’ αυτά. Αν εσύ τα έφερες στον εαυτό σου ή αν οι συνθήκες σε οδήγησαν χωρίς να το πάρεις χαμπάρι προς το χάος που τώρα ζεις. Και δηλαδή, τώρα, απλώς υποχρεούσαι να υπομείνεις έναν εαυτό βουτηγμένο στην απόγνωση; Ας καταλάβαινες τον λόγο τουλάχιστον. Ή, για πόσο ακόμη.

Δεν υπάρχουν απαντήσεις όμως. Κι όταν δεν έρχεται η αιτιολογία, τη θέση της παίρνει η ματαίωση. Κι ύστερα, με γοργά βήματα, ακολουθεί το ξέσπασμα. Ένα ξέσπασμα όμως διαφορετικό, γιατί δεν έχει απεύθυνση. Είναι από σένα προς εσένα, μ’ εκείνο το κλάμα που δεν έχει ήχο. Ο πόνος είναι κρυφός, σαν σε παντομίμα, όπως κρυφά είναι και τα σημάδια που όλοι έβλεπαν και σιωπούσαν, αφού το ίδιο έκανες κι εσύ. Οι ενδείξεις πως κάτι δεν πάει καλά, πως καταρρέει το κάστρο μαζί με τη ζωή σου. Κι έτσι, το πίστεψες κι εσύ πως δεν έχεις φωνή, λες κι οι λέξεις, αν τις έλεγες, θα έχαναν το νόημά τους και θα κουβαλούσες στην πλάτη σου αιώνια ένα κενό νοήματος κι άχρηστο φορτίο.

 

 

Κάθε βαθιά ριζωμένο πατριαρχικό βλέμμα ήταν αυτό που ήθελες ν’ αποφύγεις και τελικά έφτασες να κρύβεσαι από τον δικό σου εαυτό και το δικό σου βλέμμα. Μέχρι που σήμερα, πρώτη φορά κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και το είδωλό σου δεν έχει τη μορφή σου. Δεν είναι αυτή η μορφή σου. Δεν μπορείς όμως ν’ αποδεχθείς πως έτσι απλά, τα παράτησες. Αφού εσύ παλεύεις και σωματικά και ψυχικά και πασχίζεις να κλείσεις τα τραύματα. Γιατί δεν κλείνουν τα ρημάδια;

Μέχρι που, σ’ αυτή τη διαδικασία βουβής κι αργής επούλωσης, έρχεται η στιγμή που κάτι ξυπνά. Όχι σε όλους. Δεν είναι όλοι σε θέση να καταλάβουν. Είναι όμως κι εκείνοι που ξεσπούν και μιλούν κι αλλάζουν τα πάντα, τα γκρεμίζουν από τη βάση τους και καίνε κάθε γέφυρα, μέχρι να πάψουν πια τα τέρατα να βρίσκονται στον δρόμο τους και κάτω από το κρεβάτι. Σαν να κάθεσαι επίτηδες στο σκοτάδι, μέχρι να νιώσεις ασφάλεια να σταματήσεις να κοιμάσαι με τα φώτα ανοιχτά.

Υπάρχουν όμως κι εκείνα τα λουλούδια που δεν άνθισαν ποτέ κι ας είχαν όλες τις προϋποθέσεις να το κάνουν. Άφησαν την ψυχή τους σ’ ένα διαμέρισμα, σε μια γλάστρα που δεν είχε τρύπες να φύγει το νερό κι έτσι, σάπισαν οι ρίζες. Σ’ εκείνα τα λουλούδια το χρωστάς να φύγεις. Σ’ εκείνα που δεν υπήρξε χέρι για να τα καθαρίσει από τη σήψη, ή που έμειναν να ξεραθούν κάτω από τον ήλιο του τσιμέντου που ποτέ δε μας χαρίζεται.

Ξαφνικά ξυπνάς από έναν λήθαργο που είχες πέσει κι αρχίζεις να σκέφτεσαι ότι, αν είναι αγάπη αυτό που ζεις, τότε δεν τη θέλεις έτσι. Γιατί την αγάπη πρέπει να την καταλαβαίνουμε, να την αισθανόμαστε κι όχι μόνο να υποθέτουμε πως υπάρχει, ή να τη βλέπουμε και να μη φτάνει να μας ακουμπήσει. Γιατί τότε, τι διαφορά έχει αλήθεια μ’ εκείνη που δεν υπάρχει;

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Βαρβάρα Αθανασίου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου