Δύο από τα γνωστότερα μουσεία του κόσμου, το Βρετανικό και το Μουσείο του Λούβρου έχουν για τους Έλληνες ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον αφού φιλοξενούν τρία «ξενιτεμένα» έργα της αρχαιοελληνικής τέχνης και μάλιστα υψηλής αισθητικής και τεχνικής. Τα «Γλυπτά του Παρθενώνα» – ή τα κοινώς αποκαλούμενα «Ελγίνεια Μάρμαρα» στο Βρετανικό Μουσείο, η «Αφροδίτη της Μήλου» και η «Νίκη της Σαμοθράκης» στο Μουσείο του Λούβρου. Από αυτά τα πιο γνωστά είναι τα πρώτα, η ιστορία των οποίων εστιάζει δικαίως στην άπληστη κι αρπακτική συμπεριφορά του Λόρδου Έλγιν, ωστόσο κι η «Νίκη», έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία και πορεία μέχρι να φτάσει καθαρισμένη κι άψογα συντηρημένη στο Μουσείο του Λούβρου.

Αρχικά η «Νίκη της Σαμοθράκης» αποτελεί το γνωστότερο άγαλμα της θεάς Νίκης, η οποία απεικονίζεται πάντα φτερωτή (πλην της περίπτωσης της Απτέρου Νίκης, με την οποία ο καλλιτέχνης ήθελε να δείξει ότι η Νίκη δε θα εγκατέλειπε ποτέ την πόλη της Αθήνας) και συμβολίζει φυσικά τη νίκη. Στη μυθολογία εμφανίζεται ως κόρη της Στύγας και του Πάλλαντα, ακόλουθος του Δία, ηνίοχος των θεών και με τα αδέλφια της, το Κράτος, το Ζήλο και τη Βiα υποστήριξαν τους θεούς κατά την Τιτανομαχία. Στα ρωμαϊκά χρόνια είναι η θεά Βικτόρια (Victoria < vinco = νικάω).

 

Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός»: Οι δωρεάν εκδηλώσεις της εβδομάδας σε κάστρα και αρχαιολογικούς χώρους - iefimerida.gr

Ναός των Καβείρων, Σαμοθράκη. Πηγή εικόνας

 

Το εν λόγω άγαλμα της Νίκης βρέθηκε στο ναό των «Μεγάλων Θεών» ή «Καβείρων» στη Σαμοθράκη και χρονολογείται στην ελληνιστική εποχή (323 – 146 π.Χ.) ενώ δεν έχει αποδοθεί με σιγουριά μέχρι σήμερα σε κάποιον γνωστό καλλιτέχνη. Ο άγνωστος δημιουργός χρησιμοποίησε παριανό μάρμαρο και δημιούργησε μια σύνθεση ύψους 3.28 μέτρων. Η θεϊκή μορφή ήταν σταθερά στηριγμένη στην πλώρη ενός πλοίου, στοιχείο που κατέστησε σαφές στους αρχαιολόγους ότι πρόκειται για αφιέρωμα / ανάθημα νικητών σε ναυμαχία. Πράγματι, το μνημείο ανατέθηκε από τους Ροδίους μετά τη νίκης τους στη ναυμαχία της Σίδης, όπου είχαν βοηθήσει το βασίλειο της Περγάμου εναντίον του Αντίοχου Γ΄ του βασιλείου της Συρίας. Η ναυμαχία αυτή χρονολογείται στα 190 π.Χ.

Σύμφωνα με τη «Μηχανή του Χρόνου», στις 15 Απριλίου του 1865 η αρχαιολογική αποστολή του Γάλλου υποπρόξενου Καρόλου Σαμπουαζό έκανε ανασκαφές στα βόρεια της Σαμοθράκης, όταν κάποια στιγμή ακούστηκε από έναν Έλληνα εργάτη η φράση: «Κύριε, εύραμεν μια γυναίκα»! Είχε μπροστά του τα πόδια και τον κορμό της Νίκης. Ο Σαμπουαζό ήρθε αμέσως σε επικοινώνησε αμέσως με τον πρέσβη της πατρίδας του στην Κωνσταντινούπολη κι εκείνος φρόντισε η Τουρκία (στην οποία άνηκε τότε η Σαμοθράκη) να δώσει έγκριση για να αποπλεύσει γαλλικό πολεμικό πλοίο και να φορτώσει το γλυπτό και να το μεταφέρει στη Γαλλία.

 

Η ημέρα που η Νίκη της Σαμοθράκης μεταφέρεται στο Λούβρο - Thessaloniki Arts and Culture

Η ημέρα της μεταφοράς στη Γαλλία. Πηγή εικόνας

 

Το άγαλμα φτάνει στο Λούβρο στις 11 Μαϊου το 1864. Δύο χρόνια αργότερα, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά σε έκθεση μετά από απαραίτητες εργασίες – χωρίς να φαίνεται το επάνω μέρος του κορμού και τα φτερά. Επίσης, ο Σαμπουαζό είχε αφήσει πίσω την πλώρη γιατί θεώρησε ότι δεν ήταν μέρος του ίδιου έργου, αντίθετα το είδε σαν μέρος ενός τύμβου. Ωστόσο, το άγαλμα χωρίς την πλώρη δεν μπορούσε να σταθεί αλλά από την άλλη δεν μπορούσε να μετακινηθεί και σαν μια ενιαία σύνθεση. Άγαλμα και πλοίο ισορροπούσαν το ένα το άλλο σαν αντίβαρα και το κέντρο βάρους του αγάλματος είχε σταθμιστεί έτσι ώστε να πέφτει στο σημείο που κρατούσε ανασηκωμένη την πλώρη. Το άγαλμα δεν μπορούσε δηλαδή να μετακινηθεί χωρίς να διαλυθεί το πλοίο. Τη λύση έδωσαν το 1875 Αυστριακοί αρχαιολόγοι όταν κατάλαβαν ότι τα τμήματα που είχε αφήσει ο Σαμπουαζό ήταν η μαρμάρινη πλώρη καθώς μπορούσαν να τη συγκρίνουν με ελληνικά νομίσματα που είχαν στη διάθεσή σου κι απεικόνιζαν τη Νίκη σε πλώρες πλοίων. Ο Σαμπουαζό έμαθε για τα μάρμαρα της πλώρης το 1879 και κατάφερε να τα πάρει κι αυτά στο Λούβρο.

Τον Αύγουστο του 1939 η «Νίκη της Σαμοθράκης» μεταφέρθηκε με μεγάλη δυσκολία με μια ξύλινη ράμπα, ώστε να απομακρυνθεί όπως κι όλα τα πολύτιμα εκθέματα του Μουσείου, σε ασφαλέστερη τοποθεσία λόγω του επερχόμενου Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Φυλάχτηκε μαζί με την «Αφροδίτη της Μήλου» και τους «Σκλάβους» του Μιχαήλ Άγγελου στο Château de Valençay. Μέχρι το 1950 συναρμολογήθηκαν όλα τα κομμάτια (φτερά, παλάμες, δάχτυλα, τμήματα της πλώρης κλπ.) της σύνθεσης κι άρχισαν να εκτίθενται στο Λούβρο. Εξαίρεση αποτελεί το κεφάλι της το οποίο δεν βρέθηκε ποτέ.

 

Γιατί οι Γάλλοι αποκαθήλωσαν τη Νίκη της Σαμοθράκης τρεις φορές. Η μεγάλη περιπέτεια του σπουδαίου αγάλματος, που όταν ανασκάφτηκε ο εργάτης φώναξε «Κύριε, εύραμεν μια γυναίκα» - ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Πηγή εικόνας

 

Σταθμός στη μουσειακή ιστορία του αγάλματος αποτελεί το έτος 2014, όταν ξεκίνησε μια διαδικασία crowd funding για την αποκατάσταση του αγάλματος. Το Μουσείο του Λούβρου κατάφερε να συγκεντρώσει 1.000.000 ευρώ από ιδιωτικές δωρεές και μάλιστα αξιοποίησε τη μέθοδο αυτή για πρώτη φορά στην περίοδο της λειτουργίας του. Συμμετείχαν περίπου 6.700 ιδιώτες, οι οποίοι προσέφεραν από 1 μέχρι και 8.500 ευρώ. Το συνολικό κόστος των επισκευών, οι οποίες κράτησαν έντεκα μήνες, ανήλθε σε 4.000.000 ευρώ το οποίο συμπληρώθηκε φυσικά και με χορηγίες. Η σύνθεση μετακινήθηκε και καθαρίστηκε από τα σημάδια του χρόνου, κάτι που μεταφράζεται πολύ κυνικά με την έκφραση «άσπρισε».  Η πολύ παρεμβατική διαδικασία αποκατάστασης δημιούργησε πολλές αντιδράσεις καθώς θεωρήθηκε ότι «έκλεψε» από το γλυπτό την διάσταση του βάθους, του χρόνου, την πλαστικότητά του και τελικά τη βαρύτητά του.

Η συνολική εικόνα της Νίκης της Σαμοθράκης είναι συγκλονιστική. Το πρόταγμα του ενός ποδιού που δείχνει την ορμή, η κίνηση των τεράστιων φτερών, οι πτυχώσεις του φορέματος κι η αίσθηση ότι η Νίκη πατά φευγαλέα στην πλώρη γιατί μόλις έχει «προσγειωθεί» καθιστούν τη σύνθεση ένα προϊόν καλλιτεχνικής κι αισθητικής ιδιοφυΐας. Η περίπτωση του Σαμπουαζό που έσπευσε να αγοράσει ένα ένα τα κομμάτια που έφερνε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη μπορεί να χαρακτηριστεί ως συμπεριφορά τυχοδιωκτική και κερδοσκοπική. Ο Σαμπουαζό αποκόμισε υλικά κέρδη από τη λεηλασία των γλυπτών, ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν συγκρίνεται με την περίπτωση του Έλγιν, ο οποίος εκτός από το ότι τα οικειοποιήθηκε, προξένησε και ζημιές στα γλυπτά του Παρθενώνα. Και πάλι όμως, η ελληνική τέχνη και δημιουργία θuσιάστηκε κατά κάποιον τρόπο στον βωμό του κέρδους.

Συντάκτης: Σοφία Ρηγοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Κουτσουρά