Εάν δε γνωρίζεις τίποτα για τον Leonard Bernstein και πηγαίνεις να δεις την καινούρια ταινία του Bradley Cooper ανυποψίαστος, θα έχεις κάνει μια πολύ καλή αρχή για τη γνωριμία σου με μια προσωπικότητα που τα διέθετε όλα στον απόλυτο βαθμό. Απόλυτο ταλέντο, απόλυτη γοητεία, απόλυτη ευφυΐα, απόλυτο τάξιμο στον έρωτα, την τέχνη και την οικογένεια, απόλυτη τύχη, απόλυτη και γεμάτη ζωή.
Ο σκηνοθέτης χειρίστηκε τον Mαέστρο του με τον κατάλληλο σεβασμό αλλά και παιχνιδιάρικη διάθεση συνάμα, με αποτέλεσμα να μένει ικανοποιημένος και ο εξοικειωμένος αλλά και ο λιγότερο σχετικός σε σχέση με τη μορφή του Lenni. Στην ταινία βλέπεις τον άνθρωπο στην ιδιωτική του ζωή και τον καλλιτέχνη στη δημόσια, αλλά σίγουρα σου λείπει η διάσταση του μουσικού με όλες τις σχετικές ανησυχίες στον κόσμο της τέχνης του και η διάσταση του ακτιβιστή που αγωνίστηκε για τα ανθρώπινα δικαιώματα και διαδήλωσε την αγάπη του για κάθε είδους ανθρώπινη ελευθερία.
Γεννημένος στη Μασαχουσέτη στις 25 Αυγούστου 1918 και με καταγωγή από μετανάστες γονείς από τη Ρωσία, απέκτησε επίσημα το όνομα Leonard στην ηλικία των 16 χρονών. Από τη ζωή του δε γινόταν να λείπει το καλλιτεχνικό κλισέ, σύμφωνα με το οποίο ο δρόμος της μουσικής δεν ενθαρρύνεται από τους γονείς. Πράγματι, ο Leonard, από την πρώτη στιγμή που ήρθε σε επαφή με πιάνο στην ηλικία των δέκα, κατάλαβε ότι η μουσική θα ήταν η μεγάλη αγάπη της ζωής του, ωστόσο, ο πατέρας του δεν τα είδε όλα αυτά με καλό μάτι για δύο λόγους: Πρώτον διότι είχε ως δεδομένη την προοπτική ότι ο γιος του θα ασχολούνταν με την οικογενειακή επιχείρηση και δεύτερον, διότι στο μυαλό του ο μουσικός ισοδυναμούσε με έναν αιώνια φτωχό, περιπλανώμενο, χωρίς τύχη καλλιτέχνη. Παρ’ όλ’ αυτά, όταν είδε τον μικρό του γιο να προσπαθεί να μαζέψει με αιματηρές οικονομίες χρήματα από το χαρτζιλίκι του για τα πρώτα μαθήματα πιάνου, δεν άντεξε και κατάλαβε ότι πρέπει να τον στηρίξει. Ο ίδιος, το 1958 θα αναγνωρίσει το πρώτο του λάθος λέγοντας: «Κάθε ιδιοφυΐα εχει μια αναπηρία. Ο Μπετόβεν ήταν κουφός, ο Σοπέν είχε φυματίωση. Κάποια μέρα, λοιπόν και τα βιβλία θα γράψουν: ο Leonard Bernstein είχε πατέρα.»
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα www.biography.com, o Bernstein φοίτησε στο Boston Latin School, όπου γνώρισε την πρώτη του πραγματική δασκάλα και τη δια βίου μέντορά του, Helen Coates. Μετά την αποφοίτησή του, μπήκε στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, όπου σπούδασε θεωρία της μουσικής με τον Arthur Tillman Merritt κι αντίστιξη με τον Walter Piston. Το 1937, ο Μπερνστάιν παρακολούθησε μια συναυλία της Συμφωνικής της Βοστώνης υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Μητρόπουλου. Η καρδιά του Bernstein σκίρτησε όταν τον είδε να χειρονομεί με γυμνά χέρια, αποπνέοντας ένα σπάνιο είδος ενθουσιασμού για κάθε παρτιτούρα. Σε μια δεξίωση την επόμενη μέρα, ο Μητρόπουλος άκουσε τον Μπερνστάιν να παίζει μια σονάτα, και συγκινήθηκε τόσο πολύ από τις ικανότητες του νεαρού, που τον κάλεσε να παρακολουθήσει τις πρόβες του.
Για να ενισχύσει τις τεχνικές του δεξιότητες, ο Bernstein πέρασε έναν χρόνο εντατικής εκπαίδευσης στο Curtis Institute of Music στη Φιλαδέλφεια. Σπούδασε διεύθυνση ορχήστρας με τον Fritz Reiner, έναν άνθρωπο που του εμφύσησε το ταλέντο αλλά συγχρόνως και την ανάγκη να ελέγχει ως μαέστρος κάθε λεπτομέρεια, κάθε κομματιού.
Σε αυτό το σημείο της ζωής του ο Leonard προβληματίζεται για το αν θέλει να είναι πρωτίστως μαέστρος ή συνθέτης. Στις επιστολές του διαβάζουμε: «Δεν ξέρω αν με θεωρούν μαέστρο ή συνθέτη, ξέρετε. Ίσως θέλουν να γίνω μαέστρος για να μπορώ να παίξω τη μουσική τους και δε θέλουν να γίνω συνθέτης για να μην είμαι ανταγωνιστής τους.»
Για την τεχνική του Bernstein, έχει τοποθετηθεί εύστοχα η Barbara Haws: «Μερικές φορές, όταν παρακολουθείς τον Bernstein να διευθύνει, είναι τόσο αφοσιωμένος και δοσμένος σε αυτό που κάνει που δεν ενδιαφέρεται καν να επικοινωνήσει κάτι συγκεκριμένο με την ορχήστρα. Είναι η στιγμή της απόλυτης σύνδεσης με το μουσικό κομμάτι που μόνο αυτός μπορεί να επιτύχει μέσα σε ένα κλίμα άκρατου ενθουσιασμού.» Ίσως μπορεί να σχετιστεί με το στοιχείο της έκστασης που ένιωθαν οι πιστοί όταν λάτρευαν τον θεό Διόνυσο. Ο ίδιος, θα ομολογήσει σε κάποια από τις πολλές συνεντεύξεις του: «Δε με ενδιαφέρει να έχω μια ορχήστρα να ακούγεται σαν τον εαυτό της. Θέλω να ακούγεται σαν τον συνθέτη. Αν δε γίνω Μπραμς ή Τσαϊκόφσκι ή Στραβίνσκι όταν διευθύνω τα έργα τους, τότε δεν είναι μια σπουδαία παράσταση.»
Η απόλυτη τύχη, επίσης, συνόδευε τη ζωή του Leonard. Κι αυτό γιατί οι πόρτες της καριέρας του άνοιξαν διάπλατα, όταν στις 14 Νοεμβρίου 1943, ένα τηλεφώνημα τού άλλαξε τη ζωή. Πρόκειται για τη δεύτερη σκηνή του έργου του Cooper, όπου ο Leonard ξυπνά από το χτύπημα του τηλεφώνου κι από τη χαρά του πανηγυρίζει στα οπίσθια του ανθρώπου που κοιμάται δίπλα του. Γνωρίζοντάς το μόνο κάποιες ώρες πριν και με μηδέν αριθμό προβών, ο Leonard κλήθηκε να διευθύνει τη Φιλαρμονική της Νέας Υορκης στο Carnegie Hall του Μανχάταν λόγω ασθένειας του Bruno Walter, του αρχικού μαέστρου και της καθυστέρησης του μουσικού διευθυντή, Artur Rodzinski λόγω χιονοστιβάδας. Η συναυλία μεταδόθηκε από το εθνικό ραδιοφωνικό δίκτυο CBS κι ακολούθησαν διθυραμβικές κριτικές, με αποκορύφωμα το πρωτοσέλιδο της New York Times. Ο Bernstein, μόλις 25 ετών, ηγήθηκε της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης εκείνο το απόγευμα, σαν να είχε γεννηθεί για να το κάνει.
Τα επόμενα χρόνια διηύθυνε συχνά την ορχήστρα, ως προσκεκλημένος ή αναπληρωματικός. Το 1957 έγινε επίσημος μουσικός διευθυντής της. Από το 1958 έως το 1969, ο Bernstein οδήγησε τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης σε αναγνωρισμένες σεζόν, παγκόσμιες περιοδείες, ηχογραφήσεις με τις καλύτερες πωλήσεις και μια μετακίνηση από το Carnegie Hall στο νεόκτιστο Philharmonic Hall του Lincoln Center.
Τα επόμενα χρόνια, επίσης, ο Μπερνστάιν παρουσίασε την πρώτη του συμφωνία, Jeremiah, το πρώτο του μπαλέτο, Fancy Free και το πρώτο του μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ, On the Town. H μεγάλη επιτυχία του, West Side Story, μια ιστορία βασισμένη στο έργο του Shakespeare, Romeo and Juliet, έρχεται το 1957 και ο δημιουργός φοβάται ότι θα τον θυμούνται μόνο γι’ αυτό. Απόλυτα δικαιολογημένος ο φόβος του, αφού το έργο συγκέντρωσε ομόφωνες διθυραμβικές κριτικές κατά την έναρξη του το 1957, κερδίζοντας έξι υποψηφιότητες για βραβείο Tony, συμπεριλαμβανομένης μίας για το καλύτερο μιούζικαλ. Το West Side Story επρόκειτο να προσαρμοστεί σε μια δημοφιλή ταινία του 1961, καθώς και σε μια άλλη κινηματογραφική έκδοση το 2021, σε σκηνοθεσία Steven Spielberg.
Στην περίοδο της ακμής του, έκανε περιοδείες, συμμετείχε σε τηλεοπτικές εκπομπές, δίδαξε νέους μουσικούς, καθιέρωσε μουσικά φεστιβάλ, συνέθεσε μουσική και στίχους για ξένα αλλά και δικά του μιούζικαλ. Κι αυτά ήταν μόνο μερικά από τα πολλά που έκανε ο πολυπράγμων Leonard. Πολυδραστήριος κι άκρως κοινωνικός, σε σημείο που αυτό μεταφραζόταν ως φόβος για τη μοναξιά. Ακόμα και τις συνθέσεις του, προτιμούσε να τις διαμορφώνει υπό καθεστώς πολυκοσμίας, με τους συνεργάτες και τους υπόλοιπους συντελεστές γύρω του, να δουλεύουν ταυτόχρονα.
Οι ευθύνες του Bernstein με τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης τού άφησαν λίγο χρόνο για σύνθεση, αν και πήρε άδεια ενός έτους από την ορχήστρα το 1965 για να συνθέσει τους Ψαλμούς του Τσίτσεστερ, ένα από τα πιο εκτελεσμένα έργα συναυλιών του Bernstein, με περισσότερες από 270 παραστάσεις σε 28 χώρες και σε 30 αμερικανικές πολιτείες.
Ο Bernstein, επίσης, συνεργάστηκε τακτικά με τη Φιλαρμονική της Βιέννης, διευθύνοντας συναυλίες και κάνοντας αρκετές ηχογραφήσεις των συμφωνιών του Maher με την ορχήστρα. Η πρόταση της η Jacqueline Kennedy Onassis να συνθέσει ένα έργο για τα εγκαίνια του John F. Kennedy Center for the Performing Arts στην Ουάσιγκτον, έδωσε το Mass, ένα μεγάλης κλίμακας θεατρικό έργο βασισμένο στη λειτουργία Tridentine της Καθολικής Εκκλησίας, το οποίο έλαβε μικτές κριτικές γιατί θεωρήθηκε αμφιλεγόμενο σχετικά με τη δύναμη και την αξία της πίστης.
Συνέχισε να διευθύνει, να συνθέτει, να διδάσκει και να παράγει τηλεοπτικά αφιερώματα κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο δεκαετιών. Ειδικά τα τελευταία, έφεραν στα σπίτια των Αμερικανών οικογενειών και εξοικείωσαν τους νέους με την κλασική μουσική, κάτι που θεωρείται μεγάλο επίτευγμα του συγκεκριμένου δημιουργού.
Γυρίζοντας σελίδα, στη σκιαγράφηση της προσωπικότητάς του, ο Leonard Bernstein υπήρξε ένας δια βίου ακτιβιστής. Πολιτικά φιλελεύθερος και υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο Bernstein πάντα άρπαζε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει τη μουσική του ιδιοφυΐα ή τη διασημότητά του για να αγωνιστεί για αξιόλογους σκοπούς. Είτε υπερασπιζόταν τα ανθρώπινα δικαιώματα, είτε καταδίκαζε τη φρίκη του πολέμου, είτε συμμετείχε στη μάχη κατά του AIDS, ο Bernstein μπορούσε να βασιστεί στη συγκέντρωση χρημάτων ή στην ευαισθητοποίηση ή και στα δύο.
Ο Bernstein εξέφρασε την υποστήριξή του για τα πολιτικά δικαιώματα στις Ηνωμένες Πολιτείες με πολλούς τρόπους. Τα casting του ήταν πολυφυλετικά, διενεργούσε τυφλές ακροάσεις στη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης και γενικά υποστήριζε ισχυρά τους μαύρους καλλιτέχνες στην κλασική μουσική. Δραστηριοποιήθηκε έντονα εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ κι εκδήλωσε ανοιχτά τη δυσαρέσκειά του, όταν ο πρόεδρος Νίξον απέτυχε για δεύτερη φορά να τερματίσει τις εχθροπραξίες. Ειλικρινής ποστηρικτής του πυρηνικού αφοπλισμού, το 1985, έφερε την Ορχήστρα Νέων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε μια περιοδεία με τίτλο «Ταξίδι για την Ειρήνη» σε όλη την Ευρώπη και την Ιαπωνία, παίζοντας στην τελετή ειρήνης της Χιροσίμα για τον εορτασμό της 40ής επετείου του βομβαρδισμού.
Ωστόσο, ο Bernstein είχε τους επικριτές του, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που πίστευαν ότι η τέχνη δεν πρέπει να παρεμβαίνει στην πολιτική. Το FBI άρχισε να παρακολουθεί επί δεκαετίες τις δραστηριότητες του Bernstein «για τους δεσμούς του με κομμουνιστικές οργανώσεις». Και στις αρχές της δεκαετίας του 1950, μπήκε για λίγο στη μαύρη λίστα από το Υπουργείο Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών και το CBS. Ωστόσο, άκρως επίμονη κι επαναστατική φύση, ο μουσικός δεν υπέκυψε στην επιφυλακτικότητα και την κριτική. Τα βραβεία και οι τιμές που του απονεμήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια, το επιβεβαιώνουν.
Την προσωπική του ζωή την αφήσαμε για το τέλος, γιατί διαφωτίστηκε περισσότερο από όλα στην ταινία. Ο Bernstein δεν προσδιορίστηκε ποτέ σχετικά με τον σ3ξουαλικό του προσανατολισμό, ωστόσο, διατήρησε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, ακόμα κι ως παντρεμένος, σχέσεις με άντρες και γυναίκες. Με τη γυναίκα του, Felicia Montealegre, ηθοποιό από τη Χιλή, γνωρίστηκαν σε ένα πάρτι το 1947 κι απέκτησαν τρία παιδιά. O Leonard υπήρξε ένας αφοσιωμένος σύζυγος και πατέρας, όμως σε αυτό υποστηρίχτηκε από τη σύζυγό του, η οποία, όπως φαίνεται και ξεκάθαρα στην ταινία τον αγάπησε με τέτοιον τρόπο ώστε προσπάθησε να διαμορφώσει έτσι την κοινή τους ζωή προκειμένου ο ίδιος να μη στερηθεί τίποτα από όσα του έδιναν έμπνευση και χαρά. Γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να δημιουργήσει.
Στον βωμό, λοιπόν, της δημιουργίας, η Felicia ομολογεί σε ένα σημείο της ταινίας πως δεν μπορεί να στερήσει από τον άντρα της αυτά που προσφέρουν και σε αυτόν και κατά συνέπεια και σ’ αυτήν και την οικογένεια, ηρεμία. Ωστόσο, σταδιακά, η ίδια απομονώνεται. Αρχικά τον θαυμάζει, μετά τον νοιάζεται και τον αγαπάει, αργότερα, όμως συνειδητοποιεί πως όταν ζεις με ένα πλάσμα που ξεπερνά τα κοινά ανθρώπινα μέτρα ευφυΐας, ποτέ δεν στέκεσαι δίπλα του. Υπάρχουν στιγμές που πρέπει να καθίσεις πίσω του, να γίνεις αόρατη, να γίνεις κομπάρσος γιατί το εγώ του είναι τόσο σημαντικό που τίποτα άλλο δεν μπορεί να χωρέσει στη ζωή του. O ίδιος, θα πει σε συνεντευξή του το καλοκαίρι του 1967: «Η επώδυνη διαδικασία του να μεγαλώνεις είναι απλά η συνειδητοποίηση ότι δεν είσαι το κέντρο του κόσμου. Κι είναι οδυνηρό.»
Η Felicia ήξερε για τις εφήμερες σχέσεις του κι ως ένα σημείο το δεχόταν. «Είσαι ομοφυλόφιλος και μπορεί να μην αλλάξεις ποτέ», έγραψε σε επιστολή της προς τον Μπερνστάιν, προσθέτοντας: «Ο γάμος μας δε βασίζεται στο πάθος, αλλά στην τρυφερότητα και τον αμοιβαίο σεβασμό». Αυτή ακριβώς η ιδέα ότι η ίδια δενθα τον ελκύει ποτέ όπως τον ελκύει σ3ξουαλικά ένας άντρας, επιβεβαιώθηκε το 1971, όταν ο Bernstein γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Tom Cothran, τον μουσικό διευθυντή ενός κλασικού ραδιοφωνικού σταθμού του Σαν Φρανσίσκο, και πέντε χρόνια αργότερα, άφησε τη Felicia γι’ αυτόν.
Δυστυχώς, τη Felicia με τον Leonard τους ένωσε ξανά η ασθένεια. Η πρώτη διαγνώστηκε με καρκίνο του πνεύμονα και μόλις ο μουσικός το έμαθε, επέστρεψε και τη φρόντισε μέχρι τον θάνατό της στις 16 Ιουνίου 1978, σε ηλικία 56 ετών. Σε αυτό το σημείο, η ταινία συγκλονίζει. Η σκηνή του θανάτου της Felicia στην αγκαλιά του Leonard, που κρύβει αριστοτεχνικά τη δική του αγωνία για να της ψιθυρίσει ένα σταθερό, σίγουρο και βέβαιο «Σ’ αγαπώ» και να γίνει ένα μαζί της στην ύστατη δοκιμασία σε κάνει να αναρωτιέσαι: Να στενοχωρηθώ που δύο ανθρώπους τους χωρίζει έτσι ο θάνατος ή να ζηλέψω τη Felicia που πεθαίνει με αυτόν τον τρόπο;
Ο Bernstein ποτέ δεν ανέκαμψε πλήρως από τον θάνατο της αγαπημένης του. Δε συνέχισε το ειδύλλιό του με τον Cothran, αν κι οι δυο τους παρέμειναν φίλοι μέχρι που ο Cothran πέθανε από AIDS το 1987, σύμφωνα με τον Burton. Στο κομμάτι πάντως της σ3ξουαλικότητάς του, ούτε ο ίδιος είχε ξεκαθαρίσει τα πράγματα μέσα του. Τα μόνα άτομα από τα οποία ήθελε να κρύψει την ομοφυλοφιλική του ταυτότητα ήταν τα παιδιά του. «Υπερηφανευόταν ότι κυβερνιόταν από τις ιδιοτροπίες του, με έναν τρόπο που απλά δεν είναι πραγματικά ενήλικος», λέει η Anne Midgette, κριτικός μουσικής της Washington Post, η οποία τον επικαλέστηκε όταν ασχολήθηκε με το κίνημα #MeToo στην κλασική μουσική.
Ο Bernstein, μακροχρόνιος καπνιστής, πάλεψε με το εμφύσημα αργά στη ζωή του. Πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 14 Οκτωβρίου 1990, σε ηλικία 72 ετών. Θάφτηκε με ένα αντίγραφο της Πέμπτης Συμφωνίας του Gustav Mahler τοποθετημένο πάνω από την καρδιά του, στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, μαζί με τη Felicia.
Στη νεκρολογία του, οι New York Times περιέγραψαν τον Bernstein ως «έναν από τους πιο ταλαντούχους κι επιτυχημένους μουσικούς στην αμερικανική ιστορία». Αρκετά μουσικά αφιερώματα πραγματοποιήθηκαν σε όλο τον κόσμο μετά τον θάνατο του Bernstein. Όλα τα προγράμματα της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης αμέσως μετά το θάνατό του, ήταν αφιερωμένα στον Bernstein και μέσα σε λίγες ώρες, οι δισκογραφικές εταιρείες Sony Classical και Deutsche Grammaphon ανακοίνωσαν ότι θα κυκλοφορήσουν σχεδόν 90 CD με τις συμφωνικές ηχογραφήσεις του.
Η μουσική σήμερα έχει απεγνωσμένη ανάγκη έναν Leonard Bernstein. Έναν άνθρωπο αφιερωμένο στη ζωή και την εξέλιξη. «Η ανάπτυξη είναι πραγματικά το κύριο πράγμα στη ζωή, όπως και στη μουσική. Γιατί ανάπτυξη σημαίνει αλλαγή, ανάπτυξη, άνθηση. Και αυτά τα πράγματα είναι η ίδια η ζωή.» απάντησε όταν του ζήτησαν το 1959 να ορίσει την κλασική μουσική. Ένας δημιουργός που απροκάλυπτα ομολόγησε το 1967 ότι είναι αρκετά παιδί στην ψυχή ώστε να μην μπορεί να αγνοεί τι λέει το κοινό γι’ αυτόν. Και μια θετική κριτική τον ενοχλούσε, εάν γινόταν για τους λάθος λόγους. Ένας μουσικός που από την πρώτη στιγμή που άγγιξε τα πλήκτρα του πιάνου, κατάλαβε την εξουσία που θα είχε στους ανθρώπους μέσω της μουσικής του. «Διότι η μουσική μπορεί να δώσει όνομα στο ανώνυμο κι υπόσταση στο άγνωστο.»
Ποιοε ήταν, τελικά, ο Bernstein; Ένας άνθρωπος που έζησε για το καλοκαίρι και το τραγούδι του: «Αν το καλοκαίρι δεν τραγουδάει μέσα σου, τότε τίποτα δεν τραγουδάει μέσα σου κι αν τίποτα δεν τραγουδάει μέσα σου, τότε δεν μπορείς να φτιάξεις μουσική.»
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου