Σίγουρα η τελετή λήξης των φετινών Ολυμπιακών Αγώνων αποζημίωσε τους δυσαρεστημένους με την τελετή έναρξης, η οποία ομολογουμένως κινήθηκε σε διαφορετικό ύφος και διάθεση. Εμάς, δε, τους Έλληνες συγκίνησε εντονότατα λόγω κυρίως δύο στιγμιότυπων που μας προκάλεσαν ασύγκριτη χαρά και περηφάνεια.
Το πρώτο ήταν η παράδοση της ελληνικής σημαίας στον Χρυσό Εξερευνητή που προσπαθούσε να βρει μια ελπίδα σε ένα δυστοπικό κόσμο χωρίς Ολυμπιακούς Αγώνες. Η ελληνική σημαία εμφανίζεται υπό τη μελωδία του Εθνικού μας Ύμνου σε χορωδιακή εκτέλεση και συνοδευόμενη από την ιστορική πληροφορία ότι η Ελλάδα πριν από 2800 χρόνια ήταν αυτή που γέννησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Λίγα λεπτά αργότερα, όλη η υφήλιος παρακολουθεί τη μαγευτική χορογραφία των Ολυμπιακών δαχτυλιδιών και τον ιπτάμενο πιανίστα, Alain Roche, να παίζει έναν από τους παλαιότερους ύμνους της αρχαίας Ελλάδας, τον «Ύμνο του Απόλλωνα», ενώ σε περίοπτη θέση στη σκηνή να δεσπόζει το άγαλμα της Νίκης της Σαμοθράκης, το οποίο, παρεμπιπτόντως, βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου.
Η επιλογή του συγκεκριμένου Ύμνου δεν είναι τυχαία. Ο Ύμνος στον Απόλλωνα ακούστηκε για πρώτη φορά το 1894 στο Διεθνές Συνέδριο που έγινε στο Παρίσι για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων με πρωτοβουλία του Γάλλου Πιερ Ντε Κουμπερτέν, μια διαδικασία που κατέληξε στην τέλεση των πρώτων Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων στην γενέτειρά τους την Ελλάδα το 1896.
Πηγαίνοντας ακόμα πιο πίσω, ο Ύμνος αυτός είναι στην πραγματικότητα κομμάτι από δύο δελφικούς ύμνους στον Απόλλωνα, οι οποίοι ανακαλύφθηκαν το 1893 στον Θησαυρό των Αθηναίων, ένα δωρικού τύπου κτήριο στους Δελφούς που περιείχε όλα τα αφιερώματα και αναθήματα των Αθηναίων στον θεό για τη νίκη τους επί των Περσών. Οι ύμνοι συντέθηκαν κατά τη ρωμαϊκή εποχή, συνεπώς είναι μεταγενέστεροι του Θησαυρού και δεν έχουν σχέση με τους Πέρσες. Είναι χαραγμένοι σε μαρμάρινες πλάκες και όταν ανακαλύφθηκαν αμέσως τράβηξαν το ενδιαφέρον των επιγραφικών καθώς ήταν διαφορετικοί από τα υπόλοιπα κείμενα που είχαν χαραχτεί. Ήταν κείμενα ποιητικά ενώ όλα τα υπόλοιπα ήταν πεζές απονομές τίτλων σε Αθηναίους πολίτες.
Οι συγκεκριμένοι ύμνοι είναι δύο ανάμεσα στους πενήντα γνωστούς αρχαίους ύμνους που αφιερώνονται στον Απόλλωνα. Συντέθηκαν από τον αοιδό Αθήναιο και τον μουσικό Λιμήνιο με αφορμή την Πυθαΐδα είτε το 128 είτε το 138 π.Χ. Η Πυθαΐδα ήταν τελετουργική πομπή των Αθηναίων προς τους Δελφούς και στη συγκεκριμένη μάλιστα, ο ένας από τους δύο ύμνους βραβεύτηκε.
Και οι δύο παιάνες – όπως ονομάζονται γενικά οι ύμνοι στον Απόλλωνα, καθώς έχουν θριαμβευτικό χαρακτήρα και χρησιμοποιούνταν και ως εμβατήρια στις μάχες – παρουσιάζουν περιστατικά από τη ζωή του θεού, τη γέννησή του, την έλευσή του στους Δελφούς και καταλήγουν σε ένα θερμό «ευχαριστώ» για τη βοήθεια που έστειλε από τον Όλυμπο για την απόκρουση των Γαλατών. Η αναφορά αυτή επιβεβαιώνει τη χρονολόγηση των ύμνων καθώς κατά τη ρωμαϊκή εποχή ο βασικός κορμός της Ελλάδας υπέφερε από τις γαλατικές επιδρομές.
Το κείμενο των ύμνων περιείχε και μουσικά σύμβολα και με βάση ένα σύντομο κομμάτι που έχει αναγνωσθεί και μεταφραστεί, παρακαλούνται οι κόρες του Δία (μάλλον οι Ερινύες – Ευμενίδες, διότι αποκαλούνται «πολεμοχαρείς» να κάνουν ευχάριστο το ταξίδι του ξανθόμαλλου Φοίβου – Απόλλωνα που ξεκινάει από την κορυφή του Παρνασσού για να πάει στην Κασταλία πηγή. Στο ταξίδι του αυτό πετάει πάνω από το «προφητικό βουνό», τους Δελφούς και συνοδεύεται από τις πανέμορφες παρθένες του τόπου.
Αυτός ο ύμνος ακούστηκε χτες σε όλο τον κόσμο, παρμένος από τα έγκατα της ελληνικής ιστορίας. Ο θεός του φωτός, της μουσικής και της ευγενούς άμιλλας καλείται να δώσει το παρόν με φόντο τη Νίκη της Σαμοθράκης που παραπέμπει σε κάθε είδους νίκη: αθλητική, πολεμική, προσωπική, ηθική, κοινωνική.
Η επιλογή, αυτή ενώνει το τότε με το τώρα, συνεχίζει την παράδοση του πιο φημισμένου παγκόσμιου αθλητικού γεγονότος ανατρέχοντας στο γεγονός της γέννησής του στη χώρα της δημοκρατίας, της φιλοσοφίας και της ελεύθερης σκέψης. Η Ελλάδα παραδίδει στον Κόσμο τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη