Αν παρακολουθήσεις συναυλία των Arctic Monkeys για πρώτη φορά στη ζωή σου εν έτει 2023 είναι λογικό εκτός από την αναμονή και τον ενθουσιασμό να σε κατακλύζει και ένα γλυκόπικρο συναίσθημα νοσταλγίας ή ενοχής που δεν τους άκουγες όταν ήσουν έφηβος. Δεν υπάρχει πιο ταιριαστή συνύπαρξη από τη νεανική ανάγκη να εκφραστείς, να ουρλιάξεις και να χορέψεις σε μια σκηνή υπό τους ζωντανούς ήχους μιας εφηβικά άγριας και εκρηκτικής κιθάρας.

Αν πάλι είσαι στην ηλικιακή ομάδα των άνω των τριάντα και είσαι ένας όψιμος θαυμαστής της μπάντας, ίσως σε κέρδισε η ανανέωση που φύσηξε στα δύο τελευταία τους άλμπουμ (2018, 2022) και κυρίως στο πιο πρόσφατο. “The Car”, λοιπόν, κι εδώ μιλάμε για ένα άλμπουμ που εφηβικό δεν μπορεί να θεωρηθεί. Αντίθετα, είναι σαν να έχει μαζέψει όλο το απόσταγμα μουσικής και ποιητικής σοφίας που κέρδισαν με τα χρόνια οι τέσσερις αυτοί κύριοι.

Στη συναυλία τους, λοιπόν, τι περιμένεις; Πάντως όχι αυτό που έγινε χθες και όχι αυτό που θα γίνει σήμερα. Να απολαύσεις ένα προς ένα όλα τους τραγούδια σε όποια ηλικία και φάση κι αν είσαι. Από τα πιο πρόσφατα που στιχουργικά ίσως έχουν γίνει ακόμα πιο ακατανόητα από πριν μέχρι αυτά που από το 2006 και 2007 το κοινό είχε κάνει ύμνους. Από τα καινούρια, “Perfect Sense” ή “Body Paint”, τα οποία σε υπνωτίζουν με την παλιομοδίτικη, γνώριμη αλλά και τόσο καθηλωτική μελωδία μέχρι τα πασίγνωστα “Do I Wanna Know”, “Are you Mine?”, αλλά και τα παλιότερα “Don’t Sit Down Cause I’ve moved your Chair”, “Brianstorm”, “Teddy Picker”, όπου εκεί πλέον δεν ψελλίζεις μόνο τους στίχους αλλά τα έχεις κάνει τόσο πολύ κομμάτι δικό σου που τραγουδάς και την τελευταία νότα που φεύγει από την κιθάρα.

Κομμάτια που παίχτηκαν άθιχτα και δεν μπορούσες παρά να παραδοθείς στη δίνη τους και να ουρλιάξεις τους στίχους. Κομμάτια με τα οποία υπνωτίστηκες κοιτάζοντας τον Τέρνερ να ερμηνεύει με τη μοναδικά καθαρή και χωρίς όρια φωνή του. Και κομμάτια εμβληματικά για την ιστορία της μπάντας (“505”, “Cornerstone”) που «πειράχτηκαν» ακριβώς όσο έπρεπε, όχι για να γίνουν άλλα τραγούδια αλλά για να σου ανοίξουν ένα νέο παράθυρο για μια δεύτερη ερμηνεία. Διότι αυτό είναι το καλό με τις διασκευές. Ανανεώνουν και τον δημιουργό αλλά και το κοινό που μαθαίνει να αγαπά ως ενήλικας ακροατής τα τραγούδια που λάτρεψε ως έφηβος.

Ως προς τον πρωταγωνιστή της βραδιάς, τον Alex, έχει μια καταπληκτική ικανότητα να συνεπαίρνει το κοινό ανταλλάζοντας μηδαμινές κουβέντες μαζί του και έχοντας στην πραγματικότητα μια ελάχιστη χημεία και αλληλεπίδραση με τον κόσμο περιοριζόμενος στην ατάκα σε σπαστά ελληνικά «Σας ευχαριστώ πολύ». Το απόλυτα ανέκφραστο πρόσωπό του, η αίσθηση ότι δεν μπορείς με τίποτα να το διαπεράσεις και ίσως μια ελαφρά εντύπωση ότι είναι πάντα τσαντισμένος με κάτι (!) διαμορφώνουν μια κραυγαλέα αντίθεση, όχι μόνο με τη βαθιά αισθαντική φωνή του και τις κινήσεις του στη σκηνή -όπου φαίνεται να λατρεύει τη δική του θεά, την κιθάρα-, αλλά και με το γεγονός ότι ο άνθρωπος αυτός έχει γράψει τους πιο γνήσια, αυθεντικά και ρεαλιστικά ερωτικούς στίχους κάνοντάς το να μοιάζει μια υπόθεση παιχνιδάκι.

Αξίζει, όμως, να σημειωθεί και ένα μικρό παράπονο. Ο ύμνος «When the sun goes down” μάλλον έχει κουράσει την μπάντα, έλειπε, όμως, αισθητά από το setlist. Να γίνεται όλος ο κόσμος μια φωνή σε όλο το στάδιο για να τραγουδήσει την εισαγωγική μελωδία μαζί με την κιθάρα ίσως είναι μια ανάμνηση που όλοι οι λάτρεις των Arctic Monkeys θα έπρεπε να έχουν.

Για να κλείσουμε, όμως και με κάτι που πραγματικά μας χαροποίησε. Είδαμε όντως έφηβους του 2023 να τραγουδάνε τα τραγούδια των Arctic Monkeys. Δεν ξέρω κατά πόσο η προσωπικότητα του Τέρνερ λειτουργεί σαν «κράχτης», αλλά σου δημιουργεί μια τεράστια ευφορία το γεγονός ότι υπάρχει μια μεγάλη μερίδα από παιδιά δεκαπέντε χρονών και άνω που στηρίζουν αυτή τη μουσική. Αυτή την τέχνη που είναι πρώτα ποίηση και μετά μουσική. Γιατί ναι και οι Arctic Monkeys έχουν γράψει απίστευτα «πιασάρικη» κι εμπορική μουσική. Αλλά πριν από αυτή έχουν φροντίσει να συνθέσουν τα πιο λυρικά ποιήματα.

 

Πηγή φωτογραφίας 

Συντάκτης: Σοφία Ρηγοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.