Οι ερωτικές σχέσεις είναι αδιαμφισβήτητα ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια στη ζωή όλων μας. Απ’ το φλερτ, τα πρώτα ραντεβού, το συναίσθημα του να ‘σαι ερωτευμένος, τη συγκατοίκηση, τον γάμο, τη συμβίωση έως και, σε κάποιες περιπτώσεις, τον χωρισμό.
Το φινάλε αποτελεί το πλέον επώδυνο στάδιο μιας ερωτικής σχέσης. Αυτό συμβαίνει γιατί για να ‘ναι δύο άνθρωποι μαζί πρέπει να το θέλουν κι οι δύο, εν αντιθέσει με το τέλος, στο οποίο αρκεί να το θέλει μόνο ο ένας για να προκύψει. Καθώς, λοιπόν, η διακοπή μιας σχέσης δεν απαιτεί απαραίτητα τη σύμφωνη γνώμη και των δύο, υπάρχουν πολλές αντιδράσεις που τον συνοδεύουν, ανάλογα με την περίπτωση.
Η πιο σχετικά ανώδυνη περίπτωση –αλλά στατιστικά πιο σπάνια– είναι ο χωρισμός να αποτελεί κοινή και ταυτόχρονη επιλογή του ζευγαριού. Αυτό συνήθως συμβαίνει μετά από μακροχρόνιες σχέσεις, που ‘χουν φτάσει πλέον στο τέλμα, κι οι δύο σύντροφοι συμφωνούν πως δεν έχουν πια τίποτε άλλο να δώσουν στη σχέση κι είναι εξίσου έτοιμοι να προχωρήσουν παρακάτω. Ο χωρισμός αυτός δε συνοδεύεται από εντάσεις, αποτελεί συνειδητή απόφαση, κι οι δύο πρώην –πλέον– σύντροφοι τραβούν χωριστούς δρόμους.
Τι γίνεται, όμως, όταν η απόφαση έχει παρθεί μόνο απ’ τον έναν κι ο δεύτερος πρέπει να αποδεχτεί τη νέα κατάσταση; Ίσως τα πρώτα σύννεφα στη σχέση να ξεκίνησαν πριν από καιρό, ίσως να υπάρχει τρίτο πρόσωπο, ίσως ακόμη και να έγιναν όλα πολύ γρήγορα, γιατί αυτός που το αποφάσισε, ένιωθε να πνίγεται μέσα σε αυτή τη σχέση και ζητάει άμεση αποδέσμευση. Τι γίνεται σε αυτήν την περίπτωση; Πώς αντιδράει εκείνος που δε θέλει επ’ ουδενί να χάσει τον άνθρωπό του, δεν έχει όμως κι άλλη επιλογή; Κι αν εν τέλει φαίνεται αμοιβαία η απόφαση του χωρισμού, είναι όντως;
Η αλήθεια είναι πως, όσο κι αν αντιδράσει ο αποδέκτης μιας τέτοιας απόφασης, το τέλος δε χρειάζεται να το θέλουν κι οι δύο για να ‘ρθει. Αναγκαστικά, λοιπόν, ο δεύτερος θα συμφωνήσει –θέλοντας και μη– δίνοντας προς τα έξω την εικόνα ενός αμοιβαίου χωρισμού, που δεν κατάφερε να τον λυγίσει. Θα αναγκαστεί να βάλει απότομα φρένο στα όνειρά του, να θωρακίσει την καρδιά του και να υποχωρήσει σε μια απόφαση άνιση, που όμως δε δύναται ο ίδιος να την αλλάξει.
Πολλές φορές εκείνος που δεν επέλεξε να χωρίσει –επειδή τα συναισθήματά του είναι ακόμη δυνατά– δείχνει συγκαταβατικός, γιατί δε θέλει να χάσει εντελώς απ’ τη ζωή του τον σύντροφό του, όσες θυσίες κι αν απαιτεί αυτό. Μπορεί ναι μεν να χωρίσουν, αλλά θέλει ως ύστατη λύση να κρατήσει μια επικοινωνία, να μην προβεί σε διενέξεις που θα οδηγήσουν κάθε επαφή σε αδιέξοδο.
Επιπρόσθετα, ο εγωισμός πολλές φορές δε σε αφήνει να δείξεις πόσο έχεις πικραθεί από μια τέτοια απόφαση. Θέλεις να κρατήσεις μέχρι τον τέλος όση αξιοπρέπεια σου ‘χει απομείνει και να βγεις από αυτή τη σχέση με ψηλά το κεφάλι, χωρίς σκηνές, φωνές και κλάματα. Μαζεύεις τα κομμάτια σου, σκουπίζεις τα δάκρυα και συνειδητοποιείς πως δεν μπορείς να κάνεις κάτι άλλο πια -όσο κι αν το θέλεις.
Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, αυτός που ακόμη αγαπάει, αναγκάζεται να συμφωνήσει, πνίγοντας βαθιά μέσα του τα συναισθήματά του, φορώντας ένα ψεύτικο αμυδρό χαμόγελο στα χείλη κι αποχωρώντας. Άλλωστε, δεν έχει νόημα για κανέναν να προσπαθεί με το ζόρι να κρατήσει κάποιον στη ζωή του. Αυτός που αγαπάει συνεχίζει να προσπαθεί, παρά τις δυσκολίες που εμφανίζονται. Μια σχέση θέλει διαρκή αγώνα κι επαγρύπνηση, για να κρατηθεί η φλόγα αναμμένη, όχι δειλές βολικές φυγές.
Σε αντίθετη περίπτωση, ναι, ο χωρισμός είναι αμοιβαίος. Γιατί η απόφαση μπορεί να ξεκίνησε απ’ τον έναν, όμως κι ο δεύτερος θα πρέπει να συμφωνήσει, καθώς δεν υπάρχει χειρότερο απ’ το να νιώθεις πως περισσεύεις.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη