Μόλις χώρισες και νιώθεις πως η καρδιά σου έχει γίνει χίλια κομμάτια; Μη φοβάσαι. Δε θα σου πω ότι υπερβάλεις, αφού μια μεταφορικά ραγισμένη καρδιά μπορεί να σταματήσει να χτυπά, στην κυριολεξία. Κάποιοι έχουν τη δύναμη και την ικανότητα να τα αφήνουν όλα πίσω τους πολύ πιο εύκολα. Για κάποιος άλλους, όμως, πιο ευάλωτους, δεν αρκεί ένα «ξεπέρασέ το» κι ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη. Μπορεί να βιώνουν τόσο έντονα τον αποχωρισμό από το αγαπημένο τους πρόσωπο, που μελετώντας τα συμπτώματά τους να συμπεραίνουμε πως πάσχουν από το σύνδρομο ερωτικού τραύματος ή Love Trauma Syndrome (LTS), όπως είναι γνωστό.

Μελαγχολία, άγχος, εμμονές, έντονες εναλλαγές συναισθημάτων, βαριά κατάθλιψη και ακόμη και σκέψεις αυτοτραυματισμού είναι κάποια από τα συμπτώματα που μπορεί να βασανίζουν κάποιον με LTS. Ωστόσο, πώς θα σου φαινόταν αν μπορούσες με έναν μαγικό τρόπο να αφήσεις όλο τον πόνο πίσω σου; Και μάλιστα, με το πάτημα ενός κουμπιού; Σε επιστημονικό πείραμα που πραγματοποιήθηκε σε 36 εθελοντές, διαγνωσμένους με το συγκεκριμένο σύνδρομο, χρησιμοποιήθηκε μια συσκευή διακρανιακής διέγερσης συνεχούς ρεύματος (tDCS) της εταιρείας Flow Neuroscience, επί 5 ημέρες, δύο φορές την ημέρα και για 20 λεπτά κάθε φορά.

Η συσκευή αυτή, αξίας 459€, διεγείρει τον εγκέφαλο με ήπιο ηλεκτρικό ρεύμα κι απαλύνει τα αρνητικά συναισθήματα, καθώς στοχεύει σε περιοχές του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνες για τα εκούσια συναισθήματά μας. Κατά τη διάρκεια του πειράματος οι εθελοντές χωρίστηκαν σε 3 ομάδες. Στη μία ομάδα το ρεύμα στόχευε στον ραχιαίο πλάγιο προμετωπιαίο φλοιό, στη δεύτερη στον κοιλιακό πλάγιο και στην τρίτη ομάδα, η συσκευή ήταν απενεργοποιημένη.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, σε όσους το ρεύμα επικεντρώθηκε σε περιοχή του ραχιαίου πλάγιου προμετωπιαίου φλοιού, η επιτυχία ήταν μεγαλύτερη. Αλλά και στα άτομα της άλλης ομάδας, τα αποτελέσματά της ήταν εξίσου ενθαρρυντικά. Ακόμη κι έναν μήνα μετά τη δοκιμή, αισθανόντουσαν πολύ καλύτερα από πριν κι αυτό δίνει το έναυσμα για να πραγματοποιηθούν δοκιμές μεγαλύτερης κλίμακας, ώστε να υπάρξουν ακόμη πιο σαφή κι έγκυρα αποτελέσματα.

Και τώρα, πάμε στην άλλη διάσταση του όλου θέματος. Σίγουρα, από την πλευρά των νευροεπιστημόνων τα αποτελέσματα της μελέτης αξιολογούνται ως απολύτως θετικά. Από κοινωνικής απόψεως όμως; Θα συμφωνούσαμε με την ίδια ευκολία; Ίσως, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπου η κατάσταση του ασθενούς χαρακτηρίζεται πολύ σοβαρή να ήταν σημαντικό να υπάρχει η δυνατότητα για μια τόσο άμεση ανακούφιση από τα συμπτώματα, κάτι που δεν επιτυγχάνεται με τις συμβατικές θεραπείες. Πάντα φυσικά με την επίβλεψη ειδικών κι υπό συνεχή παρακολούθηση.

Από την άλλη, όμως, το να εξαναγκάζουμε τον εαυτό μας να ξεχνά, κατά κάποιο τρόπο, τον πόνο ενός χωρισμού, πόσο καλό κάνει τελικά σε εμάς τους ίδιους; Στη διαδικασία του πένθους μιας χαμένης σχέσης, υπάρχουν κάποια φυσιολογικά στάδια από τα οποία όλοι περνάμε και μας οδηγούν στο να την ξεπεράσουμε και να προχωρήσουμε παρακάτω. Αν παραλείψουμε κάποια από αυτά, ποιος μπορεί να μας εγγυηθεί πως η πρόωρη καλυτέρευση που βιώνουμε θα συνεχιστεί και δε θα στραβώσει πάλι κάτι αργότερα;

Είναι δυνατόν, με το πάτημα ενός κουμπιού να εξασθενεί έτσι απλά αυτό που νιώθουμε σαν να είμαστε ρομπότ που με ένα κουμπί του αναδιαμορφώνουν τη μνήμη; Δε χάνεται κάπως το ανθρώπινο στοιχείο; Πώς θα χρησιμοποιούμε έτσι τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε, σαν μαθήματα, ώστε να μην επαναλάβουμε τα ίδια λάθη στο μέλλον; Δεν είναι σημαντικό αυτό; Μπορεί η χαρά και η ευτυχία να μας δίνουν δύναμη για τη συνέχεια αλλά πραγματικά δυνατοί γινόμαστε ξεπερνώντας τις δυσκολίες που εμφανίζονται στη ζωή μας.

Και κάπως έτσι καταλήγουμε στο αιώνιο, αναπάντητο δίλημμα. Τελικά, η συνεχής εξέλιξη της επιστήμης επηρεάζει θετικά ή αρνητικά τον άνθρωπο; Μήπως, όπως όλα τα θέματα, έτσι και η ίδια η επιστήμη, είναι σαν ένα νόμισμα που ‘χει δύο όψεις; Και ποιος μπορεί να αποφασίσει τι τελικά υπερισχύει; Ένα άτομο που βιώνει τέτοιο πόνο και είναι αποδεδειγμένο ιατρικά, πως πάσχει από το σύνδρομο της ραγισμένης καρδιάς, είναι εντελώς ασταθές συναισθηματικά. Είναι πραγματικά σε θέση να αποφασίσει μόνο του πως επιθυμεί τη συγκεκριμένη θεραπεία; Και για να το πάμε ακόμη πιο μακριά, ίσως βρεθούν κάποιοι που θα υποστηρίξουν πως αυτές οι μέθοδοι είναι ξεπερασμένες και χρησιμοποιούνταν πριν από πολλά χρόνια ως θεραπεία για σοβαρές ψυχικές και νευρολογικές διαταραχές. Εκεί μιλάμε για εντελώς άλλα μεγέθη βέβαια, αλλά είναι αναμενόμενο να υπάρξουν αντιδράσεις, αφού μοιάζει σαν να γυρνάμε πάλι προς τα πίσω.

Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε εμείς είναι, να δείξουμε εμπιστοσύνη στην Επιστήμη και στα λαμπρά μυαλά που ασχολούνται με αυτόν τον ιδιαίτερα δύσκολο τομέα. Και να περιμένουμε το μέλλον που θα έρθει, και πιθανόν θα φέρει όλες τις απαντήσεις.

ΠΗΓΕΣ:
cnn.gr
theguardian.com
sciencedirect.com
flowneuroscience.com

Συντάκτης: Σοφία Αλεξανδρίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου