«Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα»
Τέσσερις λέξεις, χίλια συναισθήματα. Πρώτα το πιάνεις με την όρασή σου στο εξώφυλλο ενός βιβλίου, σε μια οθόνη ή σε μια διαφημιστική αφίσα. Θέλεις να ακούσεις με τα αυτιά σου ή να διαβάσεις με τα μάτια σου όλες τις μαρτυρίες και να νιώσεις τους παλμούς σου να ανεβαίνουν. Η περιέργειά σου ήδη έχει φτάσει στο ζενίθ. Τι; Πώς; Πότε; Ποιος; Γιατί; Τα ερωτηματικά σου τριβελίζουν το μυαλό και μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να ησυχάσεις. Πρέπει να τα μάθεις όλα.
Αμέτρητες μελέτες κι έρευνες έχουν πραγματοποιηθεί ώστε να μπορέσουμε να καταλάβουμε γιατί μας αρέσουν τόσο πολύ αυτού του είδους οι ιστορίες και τις παρακολουθούμε μανιωδώς, ειδικά τα τελευταία χρόνια. Σε όποια μορφή κι αν μας παρουσιάζεται ένα real life crime story, σε μια ταινία, σειρά, ντοκιμαντέρ, βιβλίο ή ακόμη και σε podcast, μας κινεί το ενδιαφέρον κι υπάρχουν πολλές εξηγήσεις γι’ αυτό.
Καταρχάς, ακριβώς επειδή πρόκειται για αληθινά γεγονότα, κατεβαίνει στο επίπεδο του πιθανού η κάθε ιστορία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να τρομάζουμε και να αυξάνεται η αδρεναλίνη μας, η οποία είναι εθιστική. Από την άλλη, όμως, είναι ένας φόβος ελεγχόμενος, αφού είναι στο χέρι μας να απομακρυνθούμε από το αίτιο που τον προκαλεί. Κάποιες φορές, θέλουμε απλά να κάνουμε το ψώνιο μας και να το παίξουμε ντετέκτιβ, γιατί θεωρούμε πως εμείς θα λύναμε το μυστήριο πιο εύκολα και πιο γρήγορα. Οπότε, συγκεντρώνουμε προσηλωμένοι τα στοιχεία και ψάχνουμε τον ένοχο. Έπειτα, βγάζουμε και την κατάλληλη, κατά τη γνώμη μας, ετυμηγορία. Μη γελάτε. Συμβαίνει. Αλήθεια. Εδώ υπάρχουν και ολόκληρες ομάδες στο εξωτερικό που έχουν δημιουργηθεί μέσω διαδικτύου και συζητούν για συγκεκριμένες υποθέσεις.
Το πιο φανατικό κοινό των true crime stories αποτελούν οι γυναίκες κι αυτό δεν είναι -μάλλον- καθολου τυχαίο. Σύμφωνα με αποτελέσματα ερευνών, μία από τις οποίες ήταν και μια μελέτη του Πανεπιστημίου του Ιλλινόις, που έγινε το 2010, αποκάλυψε πως οι περισσότερες γυναίκες επέλεγαν να διαβάσουν ή να παρακολουθήσουν ιστορίες με γυναίκες θύματα, στις οποίες περιγραφόταν ο τρόπος που το θύμα γλίτωσε και που αναφέρονταν αναλυτικά ποια ήταν τα κίνητρα του θύτη. Έπειτα, το γεγονός ότι το κοινό που απολαμβάνει περισσότερο τις real crime ιστορίες είναι γυναικείο, εξηγείται κι επιστημονικά ως εξής, από τον διδάκτορα ψυχολογίας Scott A. Bonn: «Η γοητεία των γυναικών για το αληθινό έγκλημα οφείλεται στην ενσυναισθητική τους φύση. Ειδικότερα, οι γυναίκες συμπάσχουν με τα θύματα στις ιστορίες αληθινών εγκλημάτων, τα οποία, τις περισσότερες φορές, αποτελούνται από άλλες γυναίκες. Οι γυναίκες θαυμάστριες ταυτίζονται και μπορούν εύκολα να φανταστούν τον εαυτό τους στο ρόλο του θύματος σε τρομακτικές ιστορίες αληθινών εγκλημάτων.»
Ωστόσο, η ενσυναίσθηση που εκδηλώνουν οι γυναίκες θαυμάστριες δεν περιορίζεται στα θύματα, αφού ενστερνίζονται έντονα και προσπαθούν να κατανοήσουν τα κίνητρα των δραστών -ιδιαίτερα των ανδρών δραστών- στις ιστορίες αληθινών εγκλημάτων. Ένας λόγος που συμβαίνει αυτό, έχει να κάνει με την επιθυμία τους να προβλέψουν κάποιον πιθανό κίνδυνο και να νιώθουν ασφάλεια και σιγουριά. Πολλές γυναίκες θαυμάστριες αληθινών εγκλημάτων, έχουν δηλώσει ότι ο μεγαλύτερος φόβος τους είναι να δεχτούν επίθεση από έναν άγνωστο δράστη. Επομένως, η παρατήρηση των κινήτρων, τον μοτίβων, του τρόπου σκέψης, είναι κι ένας τρόπος να συλλέξουν πληροφορίες σχετικά με τη δράση των εγκληματιών ώστε να προστατευτούν αν βρεθούν σε μια ανάλογη περίσταση ή να προστατέψουν τους αγαπημένους τους.
Συνολικά, πάντως, είναι στη φύση μας να έλουμε να καταλάβουμε την ψυχολογία του δράστη. Τι τον οδήγησε σε αυτό τον δρόμο και πόσο διαφέρει ο δικός μας τρόπος σκέψης από αυτό που βλέπουμε, προσπαθώντας ενδεχομένως να ξορκίσουμε και την πιο σκοτεινή πλευρά μας. Η συμπεριφορά αυτή, σε συνδυασμό με την ανάγκη για προστασία, δεν είναι καθόλου πρωτόγνωρη. Αντίστοιχες συμπεριφορές παρατηρούνται στην ιστορία του ανθρώπου ακόμη και από την εποχή των πρωτόγονων, που οδηγούμενοι από το ένστικτο της επιβίωσης, ερευνούσαν για πιθανές απειλές στο περιβάλλον ώστε να προστατέψουν τους εαυτούς και τις κοινότητές τους. Πέρα από τα έντονα συναισθήματα ελεγχόμενης, ας πούμε, δυσφορίας, νιώθουμε και κάποια ανακούφιση γιατί όλα αυτά που μαθαίνουμε δε συνέβησαν σε εμάς αλλά σε κάποιον άλλον. Κι όση ενοχή κι αν μας φέρνει αυτή η ανακούφιση, είναι πέρα για πέρα αληθινή.
Σε σχέση με το τι αρνητικές συνέπειες μπορούν να φέρουν, τώρα, τα πράγματα μπορούν να δυσκολέψουν, αφού ένας θεατής ή αναγνώστης που είναι λιγάκι πιο ευαίσθητος, πιο ευάλωτος ψυχικά κι επηρεάζεται πιο βαθιά, θα μπορούσε η συνεχής ενασχόληση με τέτοια θεματολογία να τον κάνει να αλλάξει τις συνήθειές του και τον τρόπο ζωής του, από φόβο, μην του συμβεί κάτι παρόμοιο. Για παράδειγμα, να περιορίζει τις εξόδους του ή να απομακρύνει ανθρώπους από κοντά του που για κάποιο λόγο θεωρεί ύποπτους, αποκτώντας σε ακραίες περιπτώσεις ως και μανία καταδίωξης.
Εντελώς διαφορετικά, όμως, φαίνεται πως αντιμετωπίζουμε τις ειδήσεις για αληθινά εγκλήματα που συμβαίνουν στην καθημερινότητά μας και μεταδίδονται από τα μέσα. Εκεί μιλάμε για περιπτώσεις που συμβαίνουν στο παρόν, είναι πιο κοντά σε εμάς και θα μπορούσαμε εύκολα να είμαστε στη θέση κάποιου από τα θύματα. Επίσης, οι υποθέσεις αυτές τις περισσότερες φορές βρίσκονται σε εξέλιξη, δεν έχουν βρεθεί οι ένοχοι, οπότε είναι λογικό να μας προκαλούν φόβο. Φόβο, όμως, από τον οποίο δεν είναι στο χέρι μας να απαλλαχτούμε. Ενώ αντίθετα, αυτό που έχει ήδη συμβεί κι είναι μακριά από εμάς (ή έτσι το αισθανόμαστε), είναι πιο εύκολο να το εξερευνήσουμε χωρίς πανικό.
Όλοι οι παραπάνω λόγοι αποτελούν κοινό τόπο στους περισσότερους από αυτούς που αγαπούν τα true crime stories. Σίγουρα θα υπάρχουν κι άλλοι πολλοί που κάνουν έναν ανθρώπινο νου να επιλέγει να μπει στη διαδικασία αυτή κι αν σκεφτούμε τη μοναδικότητα της σκέψης μας, ίσως να μην καταφέρουμε και ποτέ να εξιχνιάσουμε απόλυτα το γιατί.