Ζούμε στην εποχή των αλλεπάλληλων χωρισμών. Χωρισμοί με ταχύτητα φωτός, όχι απαραίτητα γιατί κάτι δεν πάει καλά. Έντονοι ενθουσιασμοί που στην αρχή μας συνεπαίρνουν και στην πορεία ξεφουσκώνουν σα ζυμάρι που το ξεχάσαμε ξεσκέπαστο, οι συνεχείς πειρασμοί, όταν στα δίνουν όλα στο πιάτο, γιατί να μη δοκιμάσεις καινούριες γεύσεις.
Έχουμε περάσει το χωρισμό σε άλλο επίπεδο, χωρισμό μέσω facebook με inbox, delete και block, με αλλαγή προσωπικής κατάστασης, με e-mail ακόμα και με σημείωμα στο ψυγείο στηριγμένο από μαγνητάκι του σουβλατζίδικου της γειτονιάς. Εξακολουθεί βέβαια να είναι πάντα διαχρονική η χιλιοειπωμένη φράση «πρέπει να χωρίσουμε, γιατί αξίζεις κάτι καλύτερο» που στο άκουσμα αυτής ή της όποιας παραλλαγής της, ξερνάμε πεταλούδες και το νευρικό μας σύστημα χορεύει κλακέτες.
Πάντα όμως υπάρχουν και χειρότερα και το χειρότερο εδώ είναι η απόλυτη σιωπή, μια αθόρυβη ξαφνική φυγή που συνήθως είναι και φαινομενικά αδικαιολόγητη. Όπως και να χωρίσεις όμως, πονάς. Χωρισμός, μια λέξη, μια μικρή λέξη που έχει τη δύναμη να σε κατεδαφίσει και άντε τώρα να βρεις κουράγιο για ανοικοδόμηση.
Χωρισμός – φαντομάς λοιπόν. Ίσως ο πιο επώδυνος. Ένας χωρισμός που έσκασε σαν μπαλόνι μες τα μούτρα σου, χωρίς αιτία. Και όχι δεν είναι αντρικό προνόμιο υπάρχουν γυναίκες που εξαφανίζονται με την ίδια ευκολία και μάλιστα ουκ ολίγες.
Όλα κυλούσαν φυσιολογικά, τουλάχιστον εσύ αυτό έβλεπες, μέχρι που έφτασε μια μέρα που η καληνύχτα που σου είπε, σήμαινε και τέλος. Μια καληνύχτα που έδωσε τη θέση της εν συνεχεία σε πολλές, κακές, ψυχρές και ανάποδες νύχτες και σε πρωινά που αρνιόσουν πεισματικά ν’ ανοίξεις τα μάτια σου, ν’ αντικρίσεις την πραγματικότητα, με κεφάλι βαρύ και ασήκωτο από την αϋπνία, το αλκοόλ και κυρίως τα ερωτηματικά. Είναι απίστευτο πόσα ερωτηματικά μπορεί να χωρέσει ένα κεφάλι!
Μετά την τελευταία σας συνάντηση λοιπόν, τηλέφωνο δεν πήρε, μήνυμα δεν έστειλε, από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εξαφανίστηκε και δεν απάντησε ποτέ σε κανένα επίμονο τηλεφώνημα σου και σε κανένα απελπισμένο, γεμάτο ανησυχία μήνυμα. Διότι μέχρι να καταλάβεις με τι ψυχοσύνθεση έχεις να κάνεις, μια ανησυχία την έχεις. Αφού λοιπόν πάρεις, ξαναπάρεις και απάντηση δε λάβεις, εκεί που είσαι ένα βήμα πριν τη Νικολούλη γιατί ελπίζεις πως δεν εξαφανίστηκε οικειοθελώς, (προτιμάς να έχει απαχθεί από εξωγήινους) θέλοντας και μη προσγειώνεσαι ανώμαλα.
Θυμώνεις, βρίζεις, ξενυχτάς και προσπαθείς να καταλάβεις τι πήγε στραβά, ψάχνεις για σημάδια που ίσως αγνόησες. Ίσως βρεις κάποια αφορμή έστω, αλλά πολύ πιθανό να μην ανακαλύψεις απολύτως τίποτα.
Θεωρείς ότι κουβαλάς μεγάλη ηλιθιότητα που δεν κατάλαβες τίποτα ή ότι είσαι ανάξιος να κρατήσεις άνθρωπο κοντά σου. Η αυτοπεποίθησή σου κλονίζεται και η καρδιά σου είναι λες και έγινε επέλαση βαρβάρων.
Δυστυχώς τις περισσότερες φορές στο χωρισμό, δε συγχρονίζονται και οι δυο,αυτός όμως που το αποφασίζει, πρέπει να γράψει το φινάλε. Κάθε σχέση έχει πρόλογο, κυρίως θέμα και οφείλει έστω ο ένας από τους δύο να γράψει και επίλογο. Όσο σκληρό κι αν είναι, όσο κι αν πληγώσεις το μέχρι τώρα έτερον ήμισυ, είναι αναγκαίο να το σεβαστείς και να του δώσεις «άδεια» να πενθήσει, χωρίς ελπίδες που βαλτώνουν με την ίδια ταχύτητα που αναγεννούνται.
Όσοι φεύγουν χωρίς αντίο, αφήνουν πίσω τους μια μισοτελειωμένη ιστορία, άρα ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας επιστροφής. Η σιωπή παρερμηνεύεται εύκολα, μεταφράζεται όπως βολεύει το κάθε πρόσωπο, ο δειλός-φυγάς της δίνει την έννοια του τέλους και ο αυτός που μένει πίσω της πιθανότητας επιστροφής.
«Η πιο πρόστυχη λέξη και το πιο χυδαίο γράμμα είναι καλύτερα και ευγενέστερα από τη σιωπή» είπε ο Νίτσε.
Υπάρχει τελικά κάτι χειρότερο από το αντίο, να σε κάνουν να πιστέψεις ότι δεν αξίζεις ούτε αυτά τα πέντε αναθεματισμένα γράμματα.
Επιμέλεια Κειμένου Έλενας Δασοπούλου: Κατερίνα Κεχαγιά.