Την ημέρα αντέχεις, ίσως μετά βίας αλλά τα καταφέρνεις, τη νύχτα όμως; Οι νύχτες είναι ζόρικες, δε σε παίρνει ούτε ο ύπνος, ούτε το πρόσωπο. Να πει μια συγγνώμη, ένα μου λείπεις, μετάνιωσα, έστω να έρθει να πάρει εκείνο το κόκκινο φούτερ που ξέχασε πάνω στο άτακτο φευγιό του ρε γαμώτο. Θαρρείς και το άφησε επίτηδες για να κάνει αισθητή την απουσία- παρουσία του.
Τις νύχτες το «μόνος» γιγαντώνεται. Κοιτάς καθρέφτη και επαναλαμβάνεις καμιά δεκαριά φορές: «πρέπει να ξεχάσω», ρίχνεις και δύο- τρία μπινελίκια και αφού η αυθυποβολή δεν έπιασε τόπο, αποφασίζεις να πιεις. Έτσι δεν κάνουν και οι αστέρες της κινηματογραφικής οθόνης; Μόλις ακουστεί το μεγάλο αντίο και η πόρτα κλείσει, σπεύδουν να γεμίσουν το ποτήρι τους ουίσκι. Πίνω για να ξεχνώ τον πόνο έλεγε και ο Ζήκος.
Τη νύχτα λοιπόν που βγαίνουν οι θύμησες παγανιά και η διάθεσή σου έχει πιάσει πάτο και δεν έχει παρακάτω, το ποτό φαντάζει λύση πρώτης τάξεως. Είτε αποφασίζεις να πιεις έξω, είτε σπίτι, με φίλους ή μόνος, το σίγουρο είναι ότι αδειάζεις το ένα ποτήρι μετά το άλλο. Ξεχνάς όμως ότι το αλκοόλ βάζει το οινόπνευμα και ο πόνος σου τη σπίθα. Και το αποτέλεσμα πυρκαγιά, που με τα 12 μποφόρ που επικρατούν μέσα σου, επεκτείνεται ταχύτατα. «Πίνω από τις εννιά το βράδυ και έφτασε τρεισήμισι και το νου μου βασανίζει η δική σου θύμηση» τραγούδησε η Τζένη Βάνου που τον έβλεπε στο ποτήρι της.
Το αλκοόλ ναρκώνει λογική και εγωισμούς, γκρεμίζει τις άμυνες σου σαν πύργο από τραπουλόχαρτα και θυμάσαι μέχρι και τα προπέρσινα όπως λένε. Δεν προκαλεί αμνησία, ούτε είναι κάποιο μαγικό φίλτρο που σβήνει το παρελθόν και κλείνει πληγές και σίγουρα δεν είναι παυσίπονο. Όλα αυτά είναι φήμες. Ξεκινάς να πίνεις προσπαθώντας να ξεχάσεις το τέλος και καταλήγεις να θυμάσαι και την αρχή, φιλιά, βράδια, πρωινά, καβγάδες, γέλια, Σάββατα, Κυριακές, το πρώτο σ’ αγαπώ. Θυμάσαι τη μέρα που πρότεινες να συγκατοικήσετε με την πρόφαση ότι ήταν κρίμα να γυρίζετε με ένα σάκο στο χέρι περιφερόμενοι από το σπίτι του ενός στου άλλου ενώ στην πραγματικότητα καψούρα βαριάς μορφής ήταν η αιτία κι έχεις ρουφήξει ήδη άλλα δύο ποτά. Θέλεις να γελάσεις, να κλάψεις, να σπάσεις, να ξεσπάσεις. Αν συνοδεύεται κιόλας η μεθυσμένη νύχτα από μουσική, είναι κάτι άσματα σαν θραύσματα από γυαλί που ξέρουν και σημάδι και σε γονατίζουν. Μέχρι που δεν αντέχεις άλλο οινόπνευμα και τερματίζεις.
Το αλκοόλ απασφαλίζει το ατόφιο συναίσθημα σαν χειροβομβίδα και εκρήγνυται μέσα σου φαντασμαγορικά. Αγγίζεις την πληγή σου και γουστάρεις κιόλας. Θα στείλεις ένα μεθυσμένο μήνυμα ή θα καλέσεις με απόκρυψη μόνο και μόνο για ν’ ακούσεις φωνή και θα το κλείσεις. Το κοκτέιλ αίμα-οινόπνευμα που βράζει στις φλέβες σου ίσως σε οδηγήσει έξω από το σπίτι, τη δουλειά, τα στέκια σας, όπου καραδοκεί η πιθανότητα να εμφανισθεί ο έρωτας σου για να κλέψεις μια εικόνα του ακόμα ή να βρεις το θάρρος να πεις «γύρνα, σε χρειάζομαι».
Είναι απολύτως λογικό ότι άμα πιεις το Βόσπορο θα κοιμηθείς όπου βρεις ακόμα και με τα ρούχα και το πρωί όταν ξυπνήσεις δε θα θυμάσαι και πολλά από το προηγούμενο βράδυ, ούτε πόσο ήπιες, ούτε πώς βρέθηκες στο κρεβάτι, ούτε πού πάρκαρες αλλά τον έρωτά σου δεν τον ξέχασες. Νιώθεις να τρέχουν στο κεφάλι σου ελέφαντες και νομίζεις ότι θα εκραγεί από το hangover αλλά το πρώτο που θα κάνεις είναι να πάρεις στα χέρια σου το κινητό να δεις τι έκανες και αν βρεις στοιχεία που αποδεικνύουν ότι λύγισες τελικά, θα σου ρίξεις δυο φάσκελα, θα μετανιώσεις και μετά θα κάνεις καφέ, φορτωμένος ίσως και με μια χυλόπιτα. Και κάπου εκεί αναθεματίζεις την ώρα και τη στιγμή που έπιασες το ποτήρι στο χέρι.
Το ποτό σε φέρνει πιο κοντά στην απώλεια, στο κενό που άφησε ο χωρισμός. Ζεις το αντίο, τον πόνο έντονα και βλέπεις την αλήθεια καθαρά. Μια αλήθεια που πολύ πιθανόν να μη σου αρέσει αλλά όσο και αν σε πληγώνει μέσα από την ίδια την πληγή θα βρεις τη δύναμη να τη γιατρέψεις. Κατά βάθος ξέρεις ότι στο ποτό δε θα βρεις τη λύτρωση της λήθης αλλά το θάρρος να έρθεις κοντά στο χωρισμό, να δεις το πρόβλημα κατάματα, χωρίς παρωπίδες, γι’ αυτό πίνεις.
Ήπια να σε σβήσω και κατέληξα να σου τηλεφωνήσω.
Επιμέλεια Κειμένου Έλενας Δασοπούλου: Κατερίνα Κεχαγιά.