Ένας χωρισμός πονάει. Αυτό είναι ένα εξ ορισμού δεδομένο που κανείς δε μπορεί ν’ αρνηθεί.
Συνήθως, ο ένας έχει τον τίτλο του θύματος και ο άλλος του θύτη.
Ο φερόμενος ως φταίχτης δε, γίνεται η «πέτρα του σκανδάλου», «η πηγή του κακού», «ο αποδιοπομπαίος τράγος» του χωρισμού. Συγγενείς και φίλοι του εκάστοτε «ριγμένου», σπεύδουν να τον παρηγορήσουν υποστηρίζοντάς τον, με ατάκες όπως «δεν έκανε αυτή για σένα», «εσύ ήσουν κύριος», «ήταν πολύ μαλάκας, δε του άξιζες».
Το ευκολότερο πράγμα σ’ αυτό τον κόσμο είναι να επιρρίπτουμε ευθύνες στους άλλους για να χρυσώσουμε το δύσπεπτο χαπάκι μας.
Απόψε, δικαιώνω εσένα φίλε «φταίχτη». Εσένα που τόλμησες να πεις «τέλος» σε κάτι που δε σε πληρούσε πια. Εσένα που ξέρεις πως δεν είσαι αχάριστος κι ανίκανος ν’ αγαπήσεις, κι ας είσαι για όλους το εξιλαστήριο θύμα, απλώς και μόνο γιατί χώρισες το σύντροφό σου.
Εκείνος που χωρίζει τον άλλο λοιπόν, πολλές φορές πονάει περισσότερο.
Όταν μία σχέση ξεκινάει, και οι δύο ελπίζουν και εύχονται το καλύτερο. Σπάνια μπαίνεις στη διαδικασία σκεπτόμενος την ημερομηνία λήξης. Έλα όμως που συμβαίνει στην πορεία κάτι που ονομάζεται ζωή και τα δεδομένα αλλάζουν.
Υπάρχει λοιπόν περίπτωση, ένας άνθρωπος που για αρκετό καιρό, μήνες ή και χρόνια ήταν αυτό που κούμπωνε στις ανάγκες και τα «θέλω» σου, είχες αληθινά συναισθήματα για ‘κείνον, περνούσατε καλά, πίστευες σε σας και ξαφνικά συνειδητοποιείς πως σου τελείωσε. Ναι, συμβαίνει, και το γεγονός αυτό δεν αναιρεί το ότι κάποτε ένιωσες πραγματικά γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Οπότε, η ατάκα του πρώην άλλου σου μισού «δε μ’ αγάπησες ποτέ» είναι απλώς ο τρόπος του να γίνει «drama queen» στην τελευταία πράξη του έργου αυτού.
Το μεγαλύτερο βάρος εκείνου που χωρίζει κάποιον είναι αρχικά ο ίδιος του ο εαυτός αλλά και όλες οι συνέπειες που θα έχει η πράξη του αυτή. Προφανώς και πονάει γι’ αυτόν που αφήνει πίσω, προφανώς και «ματώνει» κάθε φορά που κλείνει μέσα του μία μία τις σελίδες των κεφαλαίων που γράψανε μαζί.
Πέρα λοιπόν του ότι θα πληγώσει κάποιον που εξακολουθεί να νοιάζεται ως άνθρωπο, έχει ν ’αντιμετωπίσει οικογένειες και φίλους. Ατέλειωτη λασπολογία προς το πρόσωπό του και επικριτικά βλέμματα που καταλήγουν στο συμπέρασμα πως ακόμη και για την τρύπα του όζοντος, φταίει αυτός που αποχωρεί.
Ο «φταίχτης», μετατρέπεται σ’ ένα ανθρωπόμορφο τέρας που κατασπάραξε το σύντροφό του, προκαλώντας του πόνο. Αυτό βλέπουν αυτοί. Κανείς όμως δε σκέφτηκε το ζόρι που τράβηξε εκείνος για να πει το «τέλος».
Επειδή λοιπόν, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι φτιαγμένοι από ξύλο, αλλά έχουν συναισθήματα, συνείδηση, και φυσικά νοιάζονται για ‘κείνον που ήταν μαζί, κι ας μη τον θέλουν πια στη ζωή τους με την ιδιότητα του συντρόφου, μέσα τους παλεύουν.
Πόσο εύκολο θεωρούμε πως είναι να ανακοινώσεις σε κάποιον που έχεις μοιραστεί στιγμές, κομμάτια του εαυτού σου και φυσικά συναισθήματα, πως δε βρίσκεσαι πια στο ίδιο σημείο μ’ εκείνον;
Αυτός που χωρίζει τον άλλο, μάχεται κόντρα στην αβεβαιότητα που έχει σπαρθεί στο μυαλό του, σπρώχνει στη πιο σκοτεινή και ξεχασμένη γωνία του τη λεξούλα «φύγε», λέει ψέματα στον ίδιο του τον εαυτό. Αρνείται και ο ίδιος πεισματικά πως έχει χαθεί η ερωτική έλξη για το άτομο που έχει δίπλα του. Και να’ ξερες σε πόσο αλκοόλ έχει πνίξει τη φωνή που του τρελαίνει το κεφάλι, πόσο την έχει ζαλίσει με τον καπνό τον αποτσίγαρων που βρίσκεις στο τασάκι.
Σε ακουμπάει, μα δε σε αισθάνεται, και σιχαίνεται τον εαυτό του γι’ αυτό, όπως και για όλα τα βράδια που ήταν σκεπτικός και πάλι κρύφτηκε τραυλίζοντας μια χαζή δικαιολογία.
Σκάει μέσα του, γιατί όσο δεν το αποδέχεται, τόσο το αίσθημα της φυγής δυναμώνει και δεν τολμάει να το μοιραστεί, ν’ ακουμπήσει για λίγο το φορτίο του, με αποτέλεσμα αυτό να γίνεται αβάσταχτο. Είναι σπαρακτικό να «ουρλιάζεις» μέσα σου και να υποχρεώνεσαι σε εξωτερική σιωπή. Όταν ο σύντροφός σου δε σου δίνει κάποια απτή αφορμή για ν’ απομακρυνθείς, όπως για παράδειγμα να σε απατήσει, τότε φαινομενικά είσαι παράλογος που θέλεις να τον αφήσεις.
Σας έχω νέα όμως. Κανείς, ποτέ δεν μπορεί να ξέρει τι βιώνει ένας άνθρωπος μέσα σε μια σχέση.
Μπορεί να νιώθει πως πνίγεται, μπορεί μεγαλώνοντας ν’ άλλαξαν τα «θέλω» και οι προτεραιότητες του, μπορεί ν’ άλλαξε και ο άψογος για τους απ’ έξω παρατημένος και στην τελική, ζωή του είναι ό,τι θέλει την κάνει. Αν μη τι άλλο, εκείνοι που έχουν τα κότσια ν’ αποχωρήσουν από κάτι τελειωμένο, δε κοροϊδεύουν ούτε το σύντροφο, ούτε και τον εαυτό τους. Συνεπώς, είναι πολύ τιμιότεροι και εξηγημένοι από εκείνους που συμβιβάζονται και βολεύονται σε τελειωμένες καταστάσεις.
Κριτές και δήμιοι υπάρχουν παντού. Πάντα μπαίνουμε στη θέση εκείνου που μας «κλαίγεται» περισσότερο.
Ε λοιπόν κι εκείνοι που φεύγουν έχουν ψυχή και ενίοτε πονάνε περισσότερο, αντιστρέφοντας το ρόλο θύτη-θύματος, αφού πριν διαλύσουν συναισθηματικά τον άλλον, έχουν πρώτα διαλυθεί οι ίδιοι. Οι άνθρωποι δεν είναι κτήματά μας ούτε υπεύθυνοι για το πώς εμείς νιώθουμε γι’ αυτούς.
Την επόμενη φορά που θα αποκαλέσεις εκείνον που χωρίζει αναίσθητο, σκέψου πρώτα πόσα πέρασε μέχρι να πει το «φεύγω».