«Όταν ποθείς κάποιον, κορίτσι μου, θέλεις να του φας τη σάρκα, να την κάνεις δική σου» μού ‘χε πει η θεία μου πριν αρκετά χρόνια. Τότε τη θεώρησα τουλάχιστον υπερβολική, ανατρίχιασα και λίγο απ’ την τόσο παραστατική φράση. Πιο πολύ με φόβισε το έντονο βλέμμα της και που ακούμπησε το χέρι στο στήθος με δύναμη καθώς μου μιλούσε. Ένιωσα πόσο πολύ εννοούσε και βίωνε το συναίσθημα αυτό. Συναίσθημα άγνωστο για μένα μέχρι τότε. Μέχρι που ήρθε κι η σειρά μου.
Κάθε εξάρτηση δηλώνει αδυναμία. Κάθε αδυναμία σε κάνει λίγο-πολύ υποτακτικό της. Όταν θεμιτά ή αθέμιτα –κι ας μη γελιόμαστε, αθέμιτα είναι πάντα– αποφασίζεις να αποτοξινωθείς από κάτι που έχει μεγάλη επιρροή πάνω σου, τότε, πριν το αποχαιρετήσεις για πάντα, έχεις ανάγκη από μια τελευταία γερή δόση. Πρέπει να πάρεις αρκετό απόθεμα την τελευταία φορά που θα απολαύσεις το καθετί «απαγορευμένο» για να ξεγελιέσαι πως πορεύεσαι ευκολότερα στη στέρηση. Όταν μιλάμε για εθισμό σε άνθρωπο δε, τότε τα πράγματα γίνονται περιπλοκότερα.
Εκείνο το βράδυ ήξερα πως θα τον δω. Δε ξέρω αν ήταν διαίσθηση, τεράστια επιθυμία ή απλώς ελπίδα, αλλά το ένιωθα. Ήμασταν αρκετό καιρό μαζί για να γνωρίζω τα στέκια του, δε χρειάστηκε να ψάξω και πολύ. Βγαίνω με την παρέα μου και πριν καλά τακτοποιηθούμε, τον εντοπίζω στο χώρο. Δε με χαιρετάει, όμως οι κλεφτές ματιές δίνουν και παίρνουν για ώρες. Δεν αντέχω άλλο στον ίδιο χώρο μαζί του και αποφασίζω να φύγω.
Καθ’ όλη τη διαδρομή προς το σπίτι, αισθάνομαι την ηλεκτρισμένη αύρα, την ενέργεια που με γρονθοκοπούσε επί ώρες και φυσικά του στέλνω μήνυμα. «Σπίτι θα ‘μαι μόνη μου». «Έρχομαι» μου απαντάει χωρίς τελείες ή θαυμαστικά, γιατί σ’ αυτό που θ’ ακολουθούσε δε χωράγανε σημεία στίξης, αφού όλα χαράχτηκαν για πάντα πάνω μας. Όσο τον περίμενα, έβαλα την αγαπημένη μας μουσική, έστρωσα το μονό μου κρεβάτι και σκεφτόμουν.
Σκεφτόμουν πως έκανα καλά, πως και ‘κείνος το ήθελε. Κανείς δε θα το μάθαινε, ούτε εκείνη που έχει τώρα δίπλα του. Φτάνει που θα το ζούσαμε και θα το γνωρίζαμε εμείς. Όλα έχουν επίσημα τελειώσει μεταξύ μας, αλλά αποζητώ μια τελευταία διαδρομή στο μεγαλύτερό μου πάθος. Θέλω να περπατήσω για ύστατη φορά στα συντρίμμια της γέφυρας που κάψαμε και μετά ας τη δω να γίνεται κουρνιαχτός.
Χτυπάει το κουδούνι και βιαστικά μπαίνει στο σπίτι. «Μας το χρωστάμε» μου λέει και δε θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο. Ξαπλώνει στο κρεβάτι μου και μοιάζει πια γεμάτο, γεμίζοντας μαζί το κενό που νιώθω τόσο καιρό.
Καθώς ερχόμαστε πιο κοντά με πλημμυρίζει ανακούφιση και πληρότητα, σαν ένα σφουγγάρι να απαλύνει και ταυτόχρονα να καθαρίζει τις πληγές της απώλειας. Μία-μία οι χορδές του σώματός μου ξαναζωντανεύουν, παίζουν μια μελωδία απαγορευμένη, ξεχασμένη, μα συνάμα τόσο αναγκαία, γνώριμη και θεραπευτική. Μόνο αυτός ξέρει να πατάει τα σωστά πλήκτρα ενός ανασφαλούς κορμιού και να παράγει την πιο αληθινή ωδή από ένα κατά τ’ άλλα βουβό όργανο.
«Θέλω να σε ξανανιώσω» ψιθυρίζει και καθώς τα ρούχα φεύγουν και το μόνο κάλυμμα είναι τα μπλεγμένα μεταξύ τους γυμνά σώματά μας, έρχομαι να θυμηθώ τα λόγια εκείνα που με φόβισαν πριν χρόνια. «Θέλεις να του φας τη σάρκα, να την κάνεις δική σου». Νιώθω πως δε χορταίνω. Σε κάθε άγγιγμα, κάθε ανάσα, κάθε ματιά που μοιραζόμαστε με πιάνει φρενίτιδα και δε μου φτάνει που είμαστε ένα. Παλεύουμε κάτω απ’ τα σκεπάσματα σαν να συστηνόμαστε για πρώτη φορά, σαν λιμασμένα αγρίμια που θέλουν να κατασπαράξουν το ένα το μεδούλι του άλλου.
Ξέρει πως με τρομάζει οτιδήποτε βγάζει τη βίαιη φύση στον άνθρωπο, γιατί τότε αποποιείται των αναστολών του και προβαίνει σε πράξεις ανεξέλεγκτες. Και μισώ να χάνω τον έλεγχο, το φοβάμαι. «Είμαι δικός σου, κάνε με ό,τι θες» μου λέει, και τότε γίνομαι όσα φοβόμουν. Δεν υπάρχουν αναστολές και συντηρητισμοί όταν η μαστούρα σού παραδίδεται άνευ όρων.
Όλες μου οι αισθήσεις είναι σε πλήρη επαγρύπνηση. Βολτάρω με μανία, γραπώνοντας κάθε σπιθαμή του κορμιού του, σαν να’ ναι η πρώτη φορά, κι ας ξέρουμε κι οι δυο πως είναι η τελευταία. Πρέπει να χορτάσω κάθε κομμάτι της σάρκας του, ώστε όταν θα φύγει για τα καλά να έχω να συντηρούμαι.
Αυτή η λεπτή γραμμή ανάμεσα στην απόλυτη ευτυχία της επανένωσης και την απόλυτη θλίψη του παντοτινού χωρισμού, με οδηγούν σε δάκρυα. Κλάμα και χαμόγελο μαζί. Οι στιγμές αυτές που περνάω μαζί του είναι συνώνυμες της αθανασίας. Σ’ ένα κόσμο που όλοι μιλάνε για μετά θάνατον απολαβές, η τελευταία νύχτα μαζί του είναι ο παράδεισος στην επίγεια κόλασή μου. Το κοντινότερο που θα ζήσω ποτέ σε θέωση είναι αυτή η νύχτα υπερδοσολογίας κοντά του. Από τη στέρηση, στην απογείωση και αντίστροφα.
Καθώς χαράζει, το φως της ημέρας θα λιώσει τις χθεσινοβραδινές μνήμες που ανήκουν πια στο παρελθόν. Ποτέ δεν του ζήτησα τίποτα και δε χρειάζεται να το κάνω ούτε τώρα. Όσα περάσαμε έχουν εντυπωθεί ανεξίτηλα στη μνήμη αλλά και στα σώματά μας. Και να μη θέλει να το θυμάται, τα σημάδια, οι γρατσουνιές κι οι μελανιές θα μας συντροφεύουν για καιρό.
Ποτέ κανένα βράδυ δεν ήταν όπως αυτό. Όνειρα μικροσκοπικά και όνειρα κυκλώπεια, όλα τα έζησα μαζί του σε τρεις ώρες. Πήρα τη στερνή μου δόση από εκείνον, κι αποχωρώ πριν προλάβει να ξυπνήσει.