Μεσάνυχτα Σαββάτου. Περπατάω σε ασφυκτικά γεμάτο δρόμο στα άδυτα των μπαρ. Βρίζω και γελάω. Όλα τέλεια. Γνωστές φάτσες περνάνε, γυρνάω ψυχαναγκαστικά το βλέμμα μου. Σε ξεχωρίζω ανάμεσα στους πολλούς. Πάλι έτρεχες. Μια ζωή έτρεχες να προλάβεις τα πάντα. Συναντήθηκαν τα βλέμματά μας, έφυγες σαν να σε κυνηγούσαν. Γύρισα να σε ξανακοιτάξω, αλλά εσύ με κοιτούσες ήδη. Ό,τι ήθελες να μου πεις, το είπες αυτές τις φορές που γύρισες να με κοιτάξεις. Ό,τι ήθελα να σου πω εγώ δε στο είπα ποτέ.
Ακόμη και σήμερα δεν ξέρω αν σε είχα μπροστά μου τι θα ήθελα να σου πω. Ή τι θα άντεχα. Γιατί τα συγκεντρώνω τόσο γαμημένα άρτια στο μυαλό μου και κάνω την συζήτηση από μέσα μου είκοσι φορές όμως όταν έρχεται η στιγμή να μιλήσω μουδιάζει το στόμα μου και δεν μπορώ να σου πω ούτε τα μισά από αυτά που έχω προετοιμάσει.
Τόσος κόσμος τριγύρω και όμως υπήρχαμε μόνο εμείς. Τόσος κόσμος τριγύρω και όμως υπήρχες μόνο εσύ για μένα κι εγώ για σένα. Τόσα τοπία τριγύρω και όμως έβλεπες μόνο το πρόσωπό μου. Τόσα βλέμματα και όμως κοιτούσες μέσα στα μάτια μου. Τόσα μπλε μάτια τριγύρω, και όμως τα δικά σου είχαν το καλύτερο μπλε χρώμα. Όταν οι ματιές σύγκλιναν, δεν υπήρχε χρόνος, τόπος, χώρος, άνθρωποι. Όλα ήταν μια κακόγουστη παραίσθηση στο φάσμα του έρωτα. Δεν υπήρχε τίποτα, μόνο εμείς και οι ανάσες μας.
Σταμάτησε ο χρόνος. Οι δείκτες καρφώθηκαν τη στιγμή που τα μάτια συναντήθηκαν. Όλα γύρω κινούνταν κανονικά, όλοι γύρω συνέχιζαν την πορεία τους, κι εμείς δεν είχαν κάνει ούτε μισό βήμα. Μία ώθηση μας έσπρωχνε προς τα πίσω να το ξαναζήσουμε. Οι υπόλοιποι ήταν τόσο ασήμαντοι, σχεδόν αόρατοι. Τόσο λίγοι, μπροστά στο πολύ μας.
Ο χρόνος ξεκόλλησε και ο καθένας πήγε εκεί που του άρμοζε. Έστριψες βιαστικά την γωνία με την ίδια ταχύτητα που έστριβες τσιγάρο. Δεν πρόλαβες να το καπνίσεις και χάθηκες στην βουή του κόσμου όταν η σκιά σου έγινε ένα με το κράσπεδο. Σαν να μην πέρασες ποτέ από εκει. Σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε που σε είδα να περνάς το κωλόστενο.
Ποτέ κανείς μας δε μίλησε γι’ αυτό. Και τι να πει άλλωστε; Ότι παλεύουμε μια ζωή για τον τίτλο του εγωιστή; Ότι κρύβουμε τα θέλω μας; Ότι για ακόμη μια φορά αυτό το «γεια» ήταν τόσο βαρύγδουπο; Δεν πειράζει μάτια μου, τα μάτια κάνουν τους καλύτερους διαλόγους.
Η σιγή είναι ο καλύτερος απόηχος στο φάσμα του ήχου. Αυτή ορίζει το φινάλε. Τύφλα να ‘χουν οι συζητήσεις. Και η όραση γίνεται παλαίμαχος στον αγώνα των αισθήσεων. Άσε τις πολύωρες συζητήσεις, μία λέξη είναι τόσο αρκετή. Κοίτα. Άσε τους άλλους να συζητάνε με τις ώρες, εσύ απλά πες μου μία λέξη με τα μάτια. Άσε το στόμα, το βλέμμα έχει να πει πιο πολλά. Άκουσε πώς μιλάει.
Επιμέλεια Κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά