Περίεργο πράγμα η μνήμη. Εγώ την αποκαλώ, το σατανικότερο όπλο όλων των εποχών.
Αν σκεφτεί κανείς πως η μνήμη μας είναι μία τεράστια σακούλα, όπου αυτόματα τοποθετούνται όλες μας οι εμπειρίες, οι εικόνες και οι στιγμές μα αυτή η πανούργα σακούλα έχει άπειρο, άφθονο χώρο για να φιλοξενήσει το κάθετι, χωρίς ποτέ εσύ να ερωτηθείς αν θες να αποθηκευτεί η οποιαδήποτε ανάμνηση ή όχι Γιατί ό,τι μπαίνει εκεί, δε βγαίνει ποτέ ξανά.
Έτσι λοιπόν, υπάρχουν φορές που προσπαθώ -με όλο το είναι μου να θυμηθώ- και το μυαλό μου απλά αντιστέκεται, μα υπάρχουν και αυτές οι φορές πού από το πουθενά, την ώρα που τρέχω να προλάβω το μετρό, παίζει ένα τραγούδι στα ακουστικά που είναι αρκετό να στήσει μπροστά στα μάτια μου μία καλοσχεδιασμένη παράσταση απ’τα παλιά και να με κολλήσει με φόρα στον τοίχο. Για την ακρίβεια, την ώρα που με κολλά στον τοίχο, κάποιος με όλη του την δύναμη, μου κλείνει το στόμα με ένα τεράστιο αφράτο μαξιλάρι και το πιέζει με τόση δύναμη που δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Έτσι λοιπόν, αρκούν λίγα δεύτερα για να καρφωθείς για ώρες ξανά μέσα στο μυαλό μου. Αυτές οι ώρες συνήθως κυλούν δύσκολα, το άδειο μου δωμάτιο βυθίζεται στο κρύο, με την αγρυπνία συντροφιά να αντηχά σα κακόφωνο όργανο. Είναι οι ίδιες ώρες που οι αναμνήσεις, μου φέρνουν ημικρανία και δεν υπάρχει κανένα χάπι στον κόσμο, να πάρει τον πόνο μακρυά.
Χθες λοιπόν είχα μια τέτοια εμπειρία και θυμήθηκα την μέρα ή μάλλον την νύχτα που επάνω στην μηχανή, μου φώναξες «όλα πολύ». Πολλές φορές την έχω ονειρευτεί αυτήν μας τη στιγμή. Κι ας είναι η κάθε μας ανάμνηση, μαχαίρι στα σωθικά μου, κι ας ήταν τελικά σπατάλη τα ταξίδια μας στα αστέρια, εμένα η θύμησή της και μόνο μου προκαλεί μια μυστήρια ταραχή.
Θυμάμαι με περίσσια ακρίβεια τα ρούχα σου εκείνο το βράδυ, το αστείο σου κράνος, τόσο που σχεδόν ζωντανεύεις δίπλα μου και μπορώ να σε μυρίσω -μεγάλο θέμα η μυρωδιά και το πως μπορεί να αποτυπωθεί μέσα μας- όταν φέρνω στο μυαλό τις δύο αυτές, κατά τα άλλα τόσο απλές, λέξεις. Όλα. Μία μόνο λέξη ταυτόχρονα τόσο μεγάλη, που όλα τα χέρια της γης μαζί, δεν μπορούν να την αγκαλιάσουν. Πολύ. Σε όποια λέξη βάλεις αυτό το επίρρημα, κατευθείαν τη στοιχειώνεις.
Έμεινα καιρό με αυτές τις δύο λέξεις συντροφιά. Περάσαμε μαζί πολλά άγρυπνα βράδια και ακόμα περισσότερα ξημερώματα. Τα γρανάζια του μυαλού μου, αυτής της ηλίθιας μηχανής που καιρό τώρα δε δουλεύει σωστά, να ήξερες πόσα παιχνίδια πονηρά και βρώμικα έχουν παίξει κατά καιρούς. Άραγε πόσα έχω στο νου μου να σου πώ; Υπάρχουν φορές που φοβάμαι μην ξεχάσω. Φοβάμαι γιατί δεν ξέρω. Δεν ξέρω που πηγαίνουν άραγε οι σκέψεις όταν κουράζομαι και τις χάνω. Κάποιος από τους δύο πρέπει να τις κρατήσει ζωντανές.
Κλείνω τα μάτια για μια στιγμή και σε βλέπω πάλι. Εκεί, στον τελευταίο φάρο δίπλα στο αγαπημένο μου παγκάκι, στο πιο όμορφο και σκοτεινό σημείο του νησιού να στέκεσαι μπροστά μου με το σοβαρό σου ύφος, που σπάνια έπαιρνες. Δε μίλησες για ώρα. Θυμάμαι να σου διαβάζω αυτά που είχα γράψει την προηγούμενη μέρα στην θάλασσα.
Έμεινες για ώρα να με ακούς σιωπηλός.
«Δυο ψυχές είμαστε που συγχρονίστηκαν σε τούτο το μίζερο κόσμο, σπάνια το σύμπαν συμφωνεί σε τέτοιου είδους συνωμοσίες»
Για εμάς το είχα γράψει.
Θυμάμαι να με παίρνεις μέσα στην αγκαλιά σου και να με σφίγγεις δυνατά. Σταθήκαμε εκεί για μια στιγμή αλλά για εμένα ήταν αρκετή να ευγνωμονώ, μέχρι και τώρα, τη μοίρα που σε έφερε στο διάβα μου. Για ένα λεπτό σχεδόν ένιωσα τον αέρα που με έκανε να ανατριχιάσω, την ώρα που φώναξες πάνω στην μηχανή αυτές τις δύο λέξεις.
Δε θέλω να ανοίξω τα μάτια. Με εκνευρίζει που η φωνή σου όσο πάει και εξασθενεί. Εγώ βλέπεις, πίστευα πως βρεθήκαμε για να καταλήξουμε συνοδοιπόροι. Απλά είναι θλιβερό.
Η βενζίνη μας, μας έφτασε στα μισά του ταξιδιού.