Έχεις βρει ένα σπίτι, όμορφο και συμπαθητικό. Καιρό με τον καιρό το διακόσμησες, του έδωσες κάτι από εσένα και σιγά-σιγά το νιώθεις πια οικείο. Φιλοξενεί το κορμί σου όταν το σέρνεις μετά από δέκα ώρες δουλειά, όταν το μόνο που θες είναι απλά να ξεκουράσεις την ταλαίπωρη σάρκα σου κάπου. Έχεις τις μουσικές σου –την καλύτερη συντροφιά όταν έχεις στερέψει από παρέα ή απλώς όταν δε σε χωράει ο τόπος και δε θες να δεις κανέναν– να σε βοηθούν να ταξιδεύει το μυαλό όταν το σώμα είναι παγιδευμένο στην ίδια σου την πόλη που κάπου-κάπου μοιάζει με φυλακή.
Έχεις τη δουλειά σου, δεν είναι ακριβώς αυτό που θες αλλά τη συνήθισες και νιώθεις μια ασφάλεια οπότε δεν ψάχνεις να βρεις άλλη που να σε γεμίζει περισσότερο ή να τη γουστάρεις πραγματικά. Τυχερός είσαι που δουλεύεις, σου λένε κάποιοι. Κι έτσι, περνάνε τα χρόνια κι εσύ παραμένεις εκεί, στο καβούκι σου να προσπαθείς να αγαπήσεις κάτι που δε σου ταιριάζει και πολύ. Το ξέρεις μα το αγνοείς.
Στο δρόμο για τη δουλειά συναντάς μια μικρή σχολή χορού. Θέλεις μήνες να μπεις να ρωτήσεις αλλά δεν προλαβαίνεις. Λίγο η δουλειά, λίγο η κούραση, όλο το αφήνεις για κάποια άλλη στιγμή. Το σκέφτεσαι λίγο. Τελικά πάνε δύο χρόνια από τότε που την πρωτοείδες. Πως περνάει ο καιρός έτσι, αναρωτιέσαι και συνεχίζεις το γνωστό δρόμο για το σπίτι.
Τις Παρασκευές, το πρόγραμμα σου αλλάζει λιγάκι και πας για ποτό μετά τις δέκα ώρες στο γραφείο, παρότι είσαι κουρασμένος από όλη την εβδομάδα. Μαζεύεστε όλη η παρέα στο στέκι και συζητάτε τα νέα σας. Κάθε φορά ορκίζεσαι πως δε θα μιλήσεις για τη δουλειά και τα προβλήματά της μα κάθε φορά αυτοαναιρείσαι και καταλήγετε ημιμεθυσμένοι να κοντράρεστε ποιος περνάει πιο δύσκολα και ποιος τη μισεί περισσότερο. Κάθε Παρασκευή η ίδια κόντρα. Είναι φοβερό πόση ενέργεια βρίσκετε για να φωνάξετε τα επιχειρήματά σας, για να πείσετε τους άλλους ότι η δική σας θέση είναι η χειρότερη όλων. Πέρασε η ώρα, νύσταξες. Επιστροφή στο σπίτι.
Στο ρεπό σου, προγραμματίζεις όσα δεν κάνεις τις καθημερινές. Ψώνια, σούπερ μάρκετ, επίσκεψη στους γονείς σου, θα καθαρίσεις το σπιτικό σου και θα κανονίσεις μια βόλτα με φίλους. Πρόγραμμα εντατικό κι αυστηρό για να τα προλάβεις όλα. Όχι και τόσο ρεπό λοιπόν, ε; Θες να τα παρατήσεις όλα και να πας μια βόλτα στη θάλασσα. Κοιτάς το ψυγείο σου, είναι άδειο. Παίρνεις τα κλειδιά σου και φεύγεις για την αγορά.
Έχεις κι ωραίες στιγμές, διακοπές και ξενύχτια, πιο λίγα από όσα θα ήθελες αλλά δεν έχεις χρόνο. Κάπου-κάπου όταν το σκέφτεσαι σου κόβεται η αναπνοή. Τόσα όνειρα, τόσες επιθυμίες, περιμένουν καταπιεσμένα καιρό. Πιστεύεις πως θα ζουν έτσι ήρεμα μέσα σου. Πόσο λάθος κάνεις. Δεν κοιμούνται, περιμένουν να αποκτήσουν δύναμη και να έρθουν να τα κάνουν όλα άνω-κάτω. Δεν έχεις ιδέα όμως για τα σχέδια τους.
Οι άνθρωποι έχουν την μαγική ιδιότητα να αλλάζουν τη σκοπιά και την άποψή τους αναλόγως σε ποια πλευρά της κατάστασης βρίσκονται. Φυσικά κι ο συνάδελφός σου που βρίσκεται παγιδευμένος στη μίζερη ζωή του είναι για εσένα δυστυχής. Ευτυχώς εγώ είμαι καλά, πείθεις τον εαυτό σου. Κι ας χτύπησε το κινητό σου από έναν παλιό σου φίλο που έχεις χρόνια να δεις –ενώ μένετε στην ίδια πόλη– μα δεν έχετε χρόνο ρε γαμώτο να βρεθείτε. «Άντε, να κανονίσουμε να τα πούμε», λέτε τόσο καιρό. Το σκέφτεσαι λίγο. Περίπου τρία χρόνια έχεις τελικά να τον δεις. Μπορεί και παραπάνω.
Υπάρχεις από πείσμα. Περιμένεις, υπομένεις, ελπίζεις. Να αλλάξει κάτι, να βγάλεις περισσότερα χρήματα, καλύτερη δουλειά, να είσαι πιο ξεκούραστος, να κάνει καλύτερο καιρό. Και τελικά οι μήνες φεύγουν σαν νερό και όνειρα και απωθημένα φτιάχνουν φράγμα μέσα σου ώσπου μια μεγάλη καταιγίδα να σπάσει και να τα πάρει παραμάζωμα όλα μαζί της. Κρατιέσαι, φοβάσαι να πονέσεις, να αφεθείς, να υποταχθείς. Και απλά περιφέρεσαι. Για πόσο ακόμα θα περνάς από τη σχολή χορού και θα την προσπερνάς; Πόσο καιρό θα αφήσεις ακόμα να περνά χωρίς τον φίλο που τόσο αγαπάς; Πόσο καιρό θα λικνίζεσαι μέσα στη θλίψη σου;
Τα όνειρα σου είναι εκεί και φτάνει ένα μόνο σάλτο για να τα πιάσεις και να τα κατακτήσεις. Μεταμορφώσου. Χρωμάτισε τη ζωή σου. Βγες από τα καλούπια που χρόνια έχτιζες. Ναι, ακόμα προλαβαίνεις. Μην το αφήσεις όμως για αύριο. Ήδη έχουν περάσει τόσα αύριο κι εσύ δε ζεις όπως θες. Για την ακρίβεια, δε ζεις. Τακτοποιημένη ζωή με άτακτα συναισθήματα.
Η μαγεία όμως βρίσκεται στον αντίθετο συνδυασμό. Το ‘χεις. Ξεκίνα! Η κατάληξη, άγνωστη. Όπως και να έχει, αυτή είναι η δική σου ζωή. Τα όνειρα σου είναι εκεί. Σε περιμένουν. Ιππεύουν ένα από τα άστρα σου. Ντύνουν το σκοτάδι σου με μουσικές και σε περιμένουν. Αν κάνεις ησυχία θα τα ακούσεις κι εσύ.