Θα ρωτήσω χωρίς δισταγμό αν είσαι από εκείνους τους ελάχιστους ανθρώπους που ζει χωρίς προκαταλήψεις και στερεότυπα. Ξέρεις, από εκείνους τους σπάνιους ανθρώπους που δεν υποβιβάζουν την υπόσταση της συνείδησής τους. Που ζουν ελεύθερα χωρίς να φοβούνται τι θα πει ο κόσμος και τα κατάλοιπα κάθε απροσάρμοστης κοινωνίας. Που, συνάμα, δε φοβούνται να ξεφύγουν από το δήθεν  κανονικό και να συγκρουστούν με τις αλήθειες τους.

Εγώ θα ήθελα, όμως πολύ φοβάμαι πως πρέπει να παραδεχτώ πως δεν είμαι. Ας το παραδεχτούμε, ο φόβος είναι ένα κυρίαρχο συναίσθημα στη ζωή. Κινείται ύπουλα και καταφέρνει πάντα να επιβάλει αυτό που θέλει. Σε αποθαρρύνει από το να κάνεις αυτό που πραγματικά θέλεις για να μην αντικρίσεις  καμιά αλήθεια κι έρθει αντιμέτωπη με την αψεγάδιαστη εικόνα που δημιούργησες. Ζορίζεσαι να χωρέσεις σε κουτάκια κι αρκείσαι στη μετριότητα για να είσαι αρεστός από ανθρώπους που δεν έχουν την παραμικρή ιδέα της άπιαστης ομορφιάς σου. Κρύβεσαι πίσω από σχήματα και προσωπεία, τα οποία δεν αντιπροσωπεύουν ούτε στο ελάχιστο αυτό που είσαι. Εξυπηρετείς λανθασμένα ιδανικά κι ακολουθείς κάθε μόδα για να μην ξεχωρίσεις και παρεξηγηθείς, γιατί φοβάσαι. Καταφεύγεις σε πράγματα και καταστάσεις που νομίζεις πως σε ικανοποιούν, επειδή φοβάσαι. Και κάπως, έτσι αποφεύγεις ν’ αντιμετωπίσεις την κατά μέτωπο σύγκρουση με τις αλήθειες σου κι η φωνή σου γίνεται σιωπή.

 

 

Στη ζωή απομνημονεύσεις έναν ρόλο που σου κληροδότησαν κι αποφάσισαν πώς πρέπει να τον εκτελείς. Ο καθένας μας πιστεύει πως είναι πρωταγωνιστής στο δικό του θεατρικό έργο, έτσι κι εσύ, ωστόσο με σύνεση απορρίπτεις τώρα οποιαδήποτε αλλαγή στο σενάριο κι αρνείσαι να μοιραστείς τη σκηνή, μην τυχόν και τολμήσει κανείς κι αυτοσχεδιάσει. Αυτό που δεν αντιλαμβάνεσαι όμως, είναι πως όταν πέσει η αυλαία και σβήσουν τα φώτα, όλοι είμαστε κομπάρσοι σε μια μεγαλύτερη σκηνή.

Ξέρεις πως ο ρόλος αυτός δε σου ταιριάζει κι ας θεωρείς πως σου κρατάει ατσαλάκωτη την υποτιθέμενη εικόνα που ικανοποιεί τους γύρω σου. Καταλήγεις πως τελικά δεν υπάρχει διαφυγή κι έτσι συνεχίζεις να εκτελείς τον ρόλο σου με το τίμημα πως δε θα είσαι πότε πραγματικά ευτυχισμένος με τις επιλογές σου. Εγκλωβισμένος μέσα στις ίδιες σου τις σκέψεις κι επιθυμίες δεν καταφέρεις πότε ν’ αναλογιστείς όλες σου τις πτυχές. Μέρα παρά μέρα θ’ αναρωτιέσαι πώς βρέθηκες σ’ αυτή τη θέση και θα δυσκολεύεσαι ν’ απαλλαχθείς. Θα κατακλύζεσαι από ερωτηματικά που δειλά-δειλά θα έρχονται στην επιφάνεια διότι τ’ απέφευγες για καιρό. Δε θ’ αργήσουν οι αρνητικές σκέψεις κι οι συνειρμοί πως δε σου επαρκεί αυτό που είσαι.

Ήρθε η μέρα όμως που αυτός ο μηρυκασμός καλό θα ήταν να σταματήσει. Ήρθε η μέρα να συνειδητοποιήσεις πως πρέπει να αλλάξει το εργάκι. Γιατί η λύτρωση του καθενός  ξεφυτρώνει από τις ενορμήσεις που αναζητούμε. Τις απολαύσεις και τις διεγέρσεις που αφενός είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης. Τις έμμονες ιδέες που σαν χερουβική μελωδία αποτυπώνονται στο βαθύ ασυνείδητο. Κάθε αλληλεπίδραση, καλή ή κακή, που οδεύει προς τα δύσβατα μονοπάτια του νου, αφήνοντας μια γλυκιά μα συνάμα φαρμακερή γεύση. Μέσα σου είναι η αλήθεια σου κι η ύπαρξή σου βρίσκεται στο παρόν- δε σε καθορίζει κανένα παρελθόν και προπάντων, δεν ελέγχεις κανένα μέλλον. Μην κρύβεσαι άλλο. Η ψυχή σου δεν είναι απτή αλλά δεν παύει να πρέπει να είναι ζωντανή και ν’ αναπνέει. Αλλιώς, τι μένει;

Συντάκτης: Μυρτώ Στυλιανού
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου