Ο Μιχάλης Λεβεντογιάννης είναι αδιαμφισβήτητα ένας ταλαντούχος, γοητευτικός ηθοποιός, ιδιαίτερα αγαπητός και στους συναδέλφους του, που προκαλεί ντελίριο ενθουσιασμού σε κάθε του εμφάνιση. Έχει πλήθος τηλεοπτικών και θεατρικών συμμετοχών και ειδικότερα τα τελευταία δύο χρόνια, κατάφερε από την πρώτη στιγμή να αιχμαλωτίσει κυριολεκτικά το τηλεοπτικό κοινό και ειδικότερα το γυναικείο, για προφανείς λόγους, υποδυόμενος τον εισαγγελέα Δημήτρη Μαρκέτο, στη δημοφιλή σειρά του ΑΝΤ1 «Παγιδευμένοι».
Εκείνος, τηρεί χαμηλό προφίλ, αναρτώντας δημοσιεύσεις κοινωνικής ευαισθητοποίησης για ζητήματα ευάλωτων ομάδων, χωρίς να διστάζει να ασκήσει πολιτική κριτική, ενώ είναι πάντα ενεργός υποστηρικτής σε κάθε δράση προστασίας των ζώων και του περιβάλλοντος. Κάθε σκηνή του επεισοδίου που πρωταγωνιστεί, τρεντάρει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με τις θαυμάστριές του να σχολιάζουν ότι είναι ο εισαγγελέας της καρδιάς τους.
Δεν είναι μόνο οι συγκλονιστική ερμηνεία του που συνεπαίρνουν τους Έλληνες τηλεθεατές, αλλά και η ιδιοσυγκρασία του προτύπου του ρόλου που υποδύεται. Ο Δημήτριος Μαρκέτος είναι ένας καταξιωμένος εισαγγελέας, με υψηλό δείκτη ευφυΐας, υπόδειγμα επαγγελματία που υπηρετεί τη δικαιοσύνη με αυταπάρνηση, εντιμότητα κι ηθική που σπανίζουν. Μεγάλωσε με αρχές και αξίες από τις οποίες πιστεύει ότι δε θα παρεκκλίνει ποτέ, ενώ το πάθος του για την απονομή της δικαιοσύνης τον οδηγεί σε σύγκρουση με την ίδια την οικογένειά του αλλά και τον έρωτά του, τη δικηγόρο Άννα Ροδίτη. Για το Δημήτρη, ο νόμος και η Δικαιοσύνη ταυτίζονται απόλυτα ενώ ακόμη και η οικογένειά του όταν εμπλέκεται σε απίθανες νομικές περιπέτειες, όχι μόνο δε λαμβάνει ποτέ ειδική μεταχείριση, αλλά αντιθέτως τους παραδίδει ο ίδιος στην αστυνομία. Για εκείνη αντίθετα, ο σκοπός είναι αυτός που καθορίζει το αίσθημα δικαίου και τη χρήση των μέσων για να φτάσει κανείς στην αλήθεια. Το συναίσθημα έχει πρωτεύοντα ρόλο και η αίσθηση δικαίου φιλτράρεται μέσα από τα ανθρώπινα όρια γι’ αυτό κι επηρεάζεται από συναισθηματικά διλήμματα. Η σύγκρουσή τους είναι προδιαγεγραμμένη. Άλλωστε κι ο ίδιος παλεύει εσωτερικά ανάμεσα στην τρυφερότητα και την ανάγκη του να προστατέψει τα αγαπημένα του πρόσωπα και στον επαγγελματικό ρόλο της ευθύνης επικράτησης του δικαίου.
Αναρωτιόμαστε τι θα συνέβαινε στην αληθινή ζωή εάν οι εισαγγελείς λειτουργούσαν όπως ο κεντρικός μας ήρωας. Εκ πρώτης όψεως είναι η ιδανική ενσάρκωση του αδέκαστου υπερασπιστή του νόμου. Είναι όμως η πιστή τήρηση του νόμου και κάθε λεπτομερούς διαδικαστικής ενέργειας, ο μοναδικός δρόμος για την απονομή της δικαιοσύνης; Μπορούν όλες οι περιπτώσεις των υποθέσεων που προκύπτουν να κατηγοριοποιηθούν πάντα με απόλυτο αίσθημα δικαίου βάσει της νομοθεσίας; Ακούγεται ουτοπικό και ίσως η τόσο ψυχρή εφαρμογή των νομικών κανόνων, οδηγεί τελικά σε μια αποξενωμένη από την αληθινή έννοια του δικαίου προσέγγιση. Άλλωστε, οι νόμοι είναι προϊόντα ανθρώπινης δημιουργίας και συχνά, όταν διαπιστώνεται κάποια πρακτική αδυναμία τους, τροποποιούνται ή ακόμη και καταργούνται από τους νομοθέτες. Η ερμηνεία της εφαρμογής τους έχει συχνά διαφοροποιημένες προσεγγίσεις γι αυτό και πολλές δικαστικές διαμάχες είναι αμφίρροπες καθώς επιχειρούν οι διάδικοι να δώσουν εντελώς διαφορετικό πρόσημο, ενώ εφαρμόζουν στις ίδιες νομικές διατάξεις.
Συνεπώς, πόσο αντικειμενικά είναι δυνατόν να λειτουργήσει πάντα ένας εισαγγελέας, ο οποίος πρέπει άμεσα, βάσει στοιχείων να οδηγήσει έναν άνθρωπο στην προφυλάκιση και την παραπομπή σε δίκη; Άραγε ό,τι είναι νόμιμο, είναι απαραίτητα και ηθικό ή δίκαιο; Το ρητορικό αυτό ερώτημα ίσως βρίσκει απάντηση λαϊκή ρήση «Η δικαιοσύνη είναι τυφλή». Τι είναι όμως τελικά η έννοια της δικαιοσύνης την οποία καλείται να απονείμει ο εκάστοτε δικαστικός λειτουργός;
Σύμφωνα με τον Χανς Κέλσεν «Κανένα άλλο ερώτημα δεν έχει συζητηθεί με τόσο πάθος, για κανένα άλλο ερώτημα δεν έχει χυθεί τόσο πολύτιμο αίμα, τόσα πικρά δάκρυα, κανένα άλλο ερώτημα δεν έχουν στοχαστεί τόσο βαθιά τα πιο φωτεινά πνεύματα, από τον Πλάτωνα μέχρι τον Καντ. Κι όμως, το ερώτημα αυτό παραμένει μέχρι σήμερα αναπάντητο. Ίσως, γιατί είναι ένα από εκείνα τα ερωτήματα για τα οποία λέγεται, με μια στάση στοχαστικής παραίτησης, πως ο άνθρωπος δε θα βρει ποτέ μια οριστική απάντηση, μπορεί μόνο να προσπαθεί διαρκώς να τα απαντήσει καλύτερα.»
Ίσως, όμως, η ουσία του ρόλου ενός εισαγγελέα να μην είναι η απαρέγκλιτη τήρηση των νόμων, όσο το να λειτουργεί ανεξάρτητα από κάθε είδους πίεση που σχετίζεται με οικονομικά, πολιτικά ή ιδιωτικά συμφέροντα. Οι Εισαγγελείς και οι Δικαστικοί Λειτουργοί γίνονται συχνά αποδέκτες όχι μόνο πιέσεων με οικονομικά ανταλλάγματα αλλά ακόμη και απειλών. Στα τελευταία επεισόδια που προβλήθηκαν ο «Εθνικός» μας Εισαγγελέας δέχεται απειλές για τη ζωή του ώστε να κλείσει μία υπόθεση δολοφονίας ως αυτοκτονία. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση δεν υποκύπτει στον εκβιασμό. Άραγε, πόσο εύκολο θα ήταν στην πραγματική ζωή να προστατευτεί ουσιαστικά ένας εισαγγελέας που επιδιώκει να επιτελέσει το έργο του; Ακόμη και εάν υποθέσουμε ότι η πολιτεία μπορεί να του εγγυηθεί την ασφάλεια του, πόσες εσωτερικές ηθικές αλλά και ψυχολογικές «δικλείδες ασφαλείας» πρέπει να έχει χτίσει ώστε να εκπληρώσει σε ακέραιο βαθμό τον ρόλο του;
Είναι βέβαιο πάντως πως οι περιπτώσεις δωροδοκίας για τη συγκάλυψη εγκλημάτων επισύρουν δικαίως τη λαϊκή κατακραυγή κι αναιρούν την αξία του κομβικού του ρόλου στη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης. Εμείς απλώς ευχόμαστε οι εισαγγελείς μας να έχουν την ακεραιότητα του κου Δημήτρη Μαρκέτου, όπως αρμόζει σε ένα ευρωπαϊκό κράτος δικαίου. Να λειτουργούν με γνώμονα την προστασία των αδυνάτων και να ενσαρκώνουν το “κοινό περί δικαίου αίσθημα” δηλαδή να εφαρμόζουν τους κανόνες δικαίου σύμφωνα με τις αρχές της ηθικής και της δικαιοσύνης.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου