Όπως συνέβη σε πολλές γυναικείες μορφές περασμένων αιώνων που έζησαν στη σκιά των επιφανών συζύγων τους, η Ελένη Τοσίτσα έγραψε τη δική της ιστορία και συνέβαλλε με ουσιαστικό τρόπο στην επιμόρφωση του Έθνους του 19ου αιώνα, παρόλο που η ίδια δεν ήταν μορφωμένη. Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο έλαβε το όνομά του με νόμο το 1914, από τη γενέτειρα της ευεργέτιδάς του, το Μέτσοβο, μια ιστορική κωμόπολη στην Ήπειρο. Ας μάθουμε πώς κατάφερε μια γυναίκα που δεν πήγε σχολείο, να της αποδοθεί η τιμή να ονοματοποιήσει ένα από τα καλύτερα Πανεπιστήμια της Ευρώπης.
Σύμφωνα με τον επίσημο ιστότοπο του ΕΜΠ, το πιο διάσημο εκπαιδευτικό ίδρυμα της χώρας μας, στο οποίο σπουδάζουν περισσότεροι από 20.000 φοιτητές όλων των βαθμίδων, ιδρύθηκε το 1837 αρχικά ως Τεχνικό Σχολείο με περιορισμένη λειτουργία μόνο σε Κυριακές και αργίες, με το βασιλικό διάταγμα «περί εκπαιδεύσεως εις την αρχιτεκτονικήν». Τρία χρόνια μετά, λόγω της μεγάλης ανταπόκρισης των μαθητών και με την υποστήριξη των καθηγητών, απέκτησε καθημερινή λειτουργία, στην οικία του Γ. Βλαχούτη, στην οδό Πειραιώς. Μετά το σύνταγμα του 1844, το σχολείο διαμορφώθηκε σε ίδρυμα, όπου η παράδοση μαθημάτων ήταν, πια, καθημερινή. Ο Νίκος Στουρνάρης οραματίστηκε τη μετεγκατάστασή του Πολυτεχνείου σε νέα κτήρια στην οδό Πατησίων που να ανταποκρίνονται στην επιμήκυνση του προγράμματος σπουδών αλλά και στις εθνικές ανάγκες ανοικοδόμησης. Μάλιστα, στη διαθήκη του, άφησε αυτή την προτροπή στον Μιχαήλ και την Ελένη Τοσίτσα, συγγενείς και συγχωριανοί του από το Μέτσοβο, το οποίο τελικά αναδείχθηκε σε κοιτίδα εθνικών ευεργετών.
H Ελένη γεννήθηκε στο Μέτσοβο το 1796 με την καθιερωμένη «αγωγή» της εποχής που στόχο είχε να γίνει ενάρετη κι ευσεβής χριστιανή και σύζυγος. Η μόρφωσή της δεν αποτελούσε μέρος αυτής της επιδίωξης, παρόλο που οι γονείς της ανήκαν στους πρόκριτους της περιοχής. Το 1818, σε ηλικία 22 ετών, παντρεύτηκε τον 31 έτους Μιχαήλ Τοσίτσα και δύο χρόνια μετά τον γάμο τους μετακόμισαν στην Αλεξάνδρεια τής Αιγύπτου, όπου ο Μιχαήλ γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθιση ενώ επισήμως τήρησε ουδέτερη στάση προς τον Μεχμέτ Αλή, παρά το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης. Βλέπεις, ο Μιχαήλ όχι μόνο κατάφερε να γίνει σύμβουλος του αντιβασιλέα Μεχμέτ Αλ αλλά κι επικεφαλής της πρώτης κρατικής τράπεζας του Νείλου και διαχειριστής των κτημάτων του.
Ωστόσο, η Ελένη οργάνωσε και λειτούργησε υπό άκρα μυστικότητα, δίκτυο εξαγοράς κι απελευθέρωσης των Ελλήνων αιχμαλώτων από τα σκλαβοπάζαρα της Αιγύπτου. Για χρόνια ολόκληρα, οι αιχμάλωτοι Έλληνες της Χίου, των Ψαρών κι άλλων περιοχών απελευθερώνονταν στην Αίγυπτο από ένα πρόσωπο υπεράνω πάσης υποψίας, τη σύζυγο του συμβούλου τού Μεχμέτ Αλή! Δε σταμάτησε εκεί, όμως, αφού ακόμα κι αν δεν απέκτησε δικά της παιδιά αλλά έγινε «μητέρα» με εξίσου μοναδικό τρόπο, καθώς χρηματοδότησε την ανατροφή ορφανών παιδιών από την Ελλάδα.
Η μοίρα στάθηκε σκληρή για το αγαπημένο ζευγάρι καθώς ο Μιχαήλ Τοσίτσας αρρώστησε βαριά από τη στενοχώρια του, για τον αιφνίδιο θάνατο του ανιψιού του Στούρναρη, ο οποίος ήταν μορφωμένος και δούλεψε αποδοτικά στο πλάι του θείου του, σαν να ήταν γιος του. Η Ελένη, όπως πάντα τον στήριξε με τη φροντίδα και την αγάπη της, ενώ το 1854 επέστρεψαν μόνιμα στην Αθήνα. Έναν χρόνο μετά, σε ηλικία 47 ετών, ο Μιχαήλ πέθανε κι όρισε εκτελεστή της διαθήκης, της τεράστιας περιουσίας του την Ελένη, με την παράκληση να διαθέσει ένα μεγάλο μέρος της, για τις ανάγκες του έθνους.
Μεταξύ άλλων, στη διαθήκη του, έγραφε «Με τα υπόλοιπα χρήματα της καταστάσεώς μου να κτισθή εις Αθήνας εν λαμπρόν Πολυτεχνείον». Εκείνη πράγματι, δώρισε οικόπεδο για την επέκταση του Πολυτεχνείου που στοίχισε 100.000 γαλλικά τάλιρα και παράλληλα προσέφερε στο ελληνικό κράτος το διπλανό οικόπεδο για να κτιστεί το Αρχαιολογικό Μουσείο. Η ίδια, υπέγραψε κάνοντας έναν σταυρό, αφού δεν ήξερε να γράψει ούτε το όνομά της.
Η Κα Τοσίτσα, όχι μόνο συνέχισε τις ευεργεσίες της στα ήδη υπάρχοντα Ιδρύματα αλλά ενίσχυσε το κοινωφελές της έργο με πολλαπλούς τρόπους καθώς πίστευε ότι τα πλούτη της ήταν δώρο θεού για κοινωνική προσφορά κι όχι για προσωπικές πολυτέλειες. Χρηματοδότησε την ανέγερση τής εκκλησίας στο Αμαλίειο Ορφανοτροφείο Αθηνών και του κωδωνοστασίου του ναού της Ζωοδόχου Πηγής. Η αεικίνητη Ελένη, αγόρασε οικόπεδο στη γωνία των οδών Σταδίου και Τυπογραφίας (Αρσάκη) και προσέφερε και τα χρήματα για να κτιστεί το Εξωτερικό Αλληλοδιδακτικό Σχολείο της Φιλεκπαιδευτικής εταιρείας. Το Δ.Σ της εταιρείας, αν και η ίδια ποτέ δεν το ζήτησε, μετονόμασε σε Τοσίτσειο το σχολείο αυτό, ως ελάχιστη ένδειξη ευγνωμοσύνης. Ούτε τον τόπο της στο Μέτσοβο λησμόνησε, αφού κι εκεί οικοδόμησε παρθεναγωγείο.
Η Ελένη Τοσίτσα πέθανε την 1η Απριλίου 1866 δίχως να προλάβει να δει ολοκληρωμένο το κτήριο του Τοσιτσείου. Στην κηδεία της, εμφανίστηκαν μπροστά στο πεζοδρόμιο του σχολείου μαυροφορεμένες οι μαθήτριες, ως ένδειξη απόδοσης φόρου τιμής στην ευεργέτιδά τους.
Τελικά, η Ελένη Τοσίτσα, μας απέδειξε περίτρανα ότι η παιδεία, ο ανθρωπισμός και ο αλτρουϊσμός δεν ταυτίζονται με τη μόρφωση κι ότι ακόμη κι εάν δεν ήξερε να γράφει ούτε το όνομά της, κατάφερε να «γράψει» ιστορία με τις αγαθοεργίες και τις ευεργεσίες της για την προαγωγή της παιδείας του Έθνους, συνεχίζοντας και υλοποιώντας το όραμα των υπόλοιπων εθνικών ευεργετών του Μετσόβου. Χάρη σε μια «αγράμματη» γυναίκα μορφώθηκαν γενιές αγοριών και κοριτσιών σε σχολεία, παρθεναγωγεία, αλλά και οι μετέπειτα φοιτητές του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Παρέχοντας τις αναγκαίες εγκαταστάσεις, έδωσε τη δυνατότητα στο Πολυτεχνείο να αναδειχθεί στο πιο φημισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Ελλάδας στον τομέα της τεχνολογίας και να συνδεθεί με τον αγώνα της Ελλάδας για ανεξαρτησία, δημοκρατία και κοινωνική πρόοδο αφού λειτούργησε ως μοχλός τεχνικής κι οικονομικής ανάπτυξης.
Ελπιδοφόρο να μαθαίνουμε πως υπήρξαν άνθρωποι που χρηματοδότησαν με ανιδιοτέλεια την παιδεία αυτής της πολύπαθης χώρας, εν αντιθέσει με όσους χρησιμοποίησαν τις θέσεις εξουσίας χωρίς αίσθημα ευθύνης και κατασπατάλησαν τη δημόσια περιουσία με γνώμονα τα προσωπικά τους οφέλη κι όχι το δημόσιο συμφέρον.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου