Αν έπρεπε να απαντήσουμε στην ερώτηση «ποιος είναι ο πιο συνήθης δρόμος για να επιλέξεις δουλειά», τι θα λέγαμε; Αναλογιζόμενοι και το πώς είναι δομημένο το εκπαιδευτικό σύστημα, θα απαντούσαμε πως το άτομο επιλέγει κάπου στα 16-18 τον ευρύτερο κλάδο που επιθυμεί να δραστηριοποιηθεί, έπειτα ακολουθούν οι σπουδές στο αντικείμενο, στη συνέχεια έρχεται ένα μάστερ ή ένας επαγγελματικός τίτλος, που κατά κύριο λόγο αφορούν περαιτέρω εξειδίκευση στο αντικείμενο και τέλος η απόλυτη πρόκληση όπου με πολλή επιμονή και ταλέντο αποκτάται ένα διδακτορικό. Τι μας δίνουν όλα αυτά; Έναν πραγματικό ειδικό στο είδος του.
Αν δεν είναι όμως κάποιος ειδικός τότε τι είναι; Αν δεν ακολουθήσει μια γραμμική πορεία κι αν βρίσκει τον εαυτό του ανάμεσα σε διαφόρων ειδών δουλειές, αν του αρέσει να καταπιάνεται με ποικίλα πράγματα, αν έχει πολλά ενδιαφέροντα, διαφορετικά πτυχία, αν κατέχει ένα ευρύ φάσμα γνώσεων και δεξιοτήτων, χωρίς να φαίνεται να εξειδικεύεται εκούσια σε κανένα από αυτά, τότε τι σημαίνει για το ίδιο το άτομο; Μήπως το ότι δεν ξέρει τι θέλει; Μήπως το ότι είναι αναποφάσιστος, αχόρταγος; Ότι δεν είναι ικανός για εξειδίκευση κι έτσι ακολουθεί την «εύκολη οδό»; Ότι χάνει το χρόνο του και δεν μπορεί να κάνει μια επιλογή και να κατασταλάξει κάπου; Διότι άλλωστε αν δεν είναι ειδικός τότε απλώς πετάει σαν πουλί από καμάρα σε καμάρα (κι όχι κανάρα) χωρίς να καταλήγει κάπου, χωρίς ουσιαστική γνώση κι εμβάθυνση.
Κάποιος λοιπόν που δεν είναι «specialist» και φέρει την πιο πάνω χαρακτηριστική συμπεριφορά, τότε ανήκει στην κατηγορία των «generalist». Μια κατηγορία που πολύ λίγος κόσμος γνωρίζει την ύπαρξη και τη σημασία της, ακόμη κι άτομα τα οποία ανήκουν σ’ αυτήν. Επειδή όμως δεν είναι όλος ο κόσμος φτιαγμένος για γραμμικές πορείες κι εξειδικεύσεις, επειδή το να είναι κανείς «specialist» δεν είναι μονόδρομος και δεν είναι ο μόνος επιτυχημένος δρόμος -αν και επικρατεί αυτή η άποψη-, είναι απαραίτητο να αποσαφηνιστούν ορισμένα πράγματα γύρω από αυτήν και κατ’ επέκταση γύρω από τα άτομα που εμπίπτουν σ’ αυτήν, ώστε να πάψει να υποτιμάται τόσο και να αναγνωρισθεί η αξία του είναι κάποιος «generalist».
Θα ξεκινήσω αναφέροντας πως ο Bill Gates σε συνέντευξή του τον Δεκέμβριο του 2020, έκανε αναφορά και πρότεινε το βιβλίο του David Epstein, με τίτλο «Range: Why Generalists Triumph in a Specialized World», στο οποίο ο συγγραφέας αναλύει τα πλεονεκτήματα του να έχει κανείς εύρος γνώσεων αντί για βάθος, της απόκτησης διαφορετικών εμπειριών μέσα από φαινομενικά ασύνδετα επαγγέλματα και του πολύπλευρου τρόπου σκέψης, ως προς την εξεύρεση λύσεων σε προβλήματα που αντιμετωπίζονται ανά το παγκόσμιο. Μάλιστα, ο ίδιος ο Gates, απόδωσε την επιτυχία της Microsoft στο γεγονός πως η ομάδα απαρτίζεται από πολλούς «generalists» οι οποίοι έχουν ευρείες εμπειρίες και γνώσεις. Το να ακούς κάτι τέτοιο από έναν από τους πιο επιτυχημένους αυτοδημιούργητους δισεκατομμυριούχους επιχειρηματίες στον κόσμο, σε βάζει τουλάχιστο σε μια διαδικασία προβληματισμού. Τι μπορεί να εννοεί λοιπόν και πώς κάτι τέτοιο ισχύει;
Καταρχάς οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως ζούμε σε μια εποχή που η πολυπλοκότητα των πραγμάτων όσον αφορά τον επαγγελματικό τομέα είναι γεγονός. Η γνώση λοιπόν σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι χρυσός. Όχι όμως απαραίτητα η αυστηρά ακαδημαϊκή και σε βάθος γνώση. Όχι αποκλειστικά τα λεγόμενα «hard skills», αλλά και τα «soft skills», δηλαδή χαρακτηριστικά προσωπικότητας, ευρηματικού τρόπου σκέψης κι ελεύθερου/δημιουργικού τρόπου λειτουργίας μέσα σε μια ομάδα, ικανότητας να σκέφτεται κανείς «out of the box», να μπορεί να δει ευκαιρίες, να αναλύσει καταστάσεις, να προτείνει διαφορετικές προσεγγίσεις, να μπορεί να σκεφτεί και να μελετήσει εναλλακτικές λύσεις και να μπορεί να εμπνεύσει και να ηγηθεί ενός συνόλου ατόμων.
Χαρακτηριστικά που κατά κύριο λόγω διαθέτει ένας «generalist» ακριβώς λόγω και της πολύπλευρης εμπειρίας του, της τριβής του με διαφορετικά πράγματα, λόγω του πιο ανοιχτού μυαλού του, της ικανότητας αποστασιοποίησης κι όχι της εκ βαθέως προσέγγισης από πλευράς της στεγνής γνώσης. Το να έχει κάποιος μια αρκετά καλή κατανόηση για το πώς λειτουργούν τα πράγματα είναι σίγουρα μεγάλο πλεονέκτημα κι ας μην μπορεί να επεξηγήσει επακριβώς τη λειτουργία των εσωτερικών γραναζιών γύρω απ’ αυτά.
Επιπλέον, τα γεγονότα αλλάζουν με ραγδαίους ρυθμούς που κάνουν επιτακτική την ανάγκη των μεταβιβάσιμων δεξιοτήτων. Δηλαδή δεξιοτήτων που αποκτώνται κατά τη διάρκεια εργασίας. Άτομο το οποίο δραστηριοποιείται σε διάφορους τομείς, συλλέγει και ποικίλες δεξιότητες από το κάθε ένα από αυτά, αφού κάθε ένας τομέας, κάθε τι με το οποίο καταπιάνεται έχει και κάτι διαφορετικό να του διδάξει. Την ίδια ώρα ένας ειδικός, κατά πάσα πιθανότητα, έχει «εκπαιδευτεί» σ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης που δεν είναι τόσο ευέλικτος κι εύκαμπτος πέραν από το αντικείμενο σπουδής και γνώσης του. Ερχόμενος και συνεχώς σε τριβή με το ίδιο πράγμα, ενώ σίγουρα βελτιώνεται πνευματικά κι επαγγελματικά κι αποκτά κι αυτός νέες δεξιότητες, το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να αναπτύξει αυτές νέες δεξιότητες είναι πιο στενό και περιορισμένο αφού θα φτάσει μέχρις ενός συγκεκριμένου σημείου.
Πλεονέκτημα αποτελεί επίσης και η ευελιξία που έχει ένας «generalist» στην επιλογή επαγγέλματος. Έχοντας ευρύτερη κατανόηση θεμάτων, έχοντας μεγαλύτερο αριθμό μεταβιβάσιμων δεξιοτήτων, μπορεί κι ευκολότερα να τα εφαρμόσει αυτά σε αρκετά εργασιακά περιβάλλοντα. Συνεπώς δεν είναι τόσο περιορισμένες οι επιλογές του όσο ενός ειδικού, ο οποίος σίγουρα θα μπορεί να πετύχει καλύτερη μισθολογική συμφωνία, αλλά οι τομείς στους οποίους μπορεί να απευθυνθεί είναι πολύ πιο περιορισμένοι κι έχουν και πολύ περισσότερο ανταγωνισμό, αν σκεφτούμε πως υπάρχουν περισσότεροι ειδικοί να διεκδικούν την ίδια θέση απ’ ότι ένας «generalist». Κατά παρόμοιο σκεπτικό, είναι και καλύτερα εξοπλισμένοι στο να επιβιώνουν σε καταστάσεις αβεβαιότητας αφού μπορούν να προσαρμοστούν σαν χαμαιλέοντες.
Παρ’ όλο που όταν μιλάμε για «specialists» και «generalists» αναφερόμαστε συνήθως στον εργασιακό τομέα, αξίζει να σημειωθεί πως ένας τέτοιος χαρακτηρισμός βρίσκει εφαρμογή και στις ευρύτερες επιλογές και συμπεριφορές ενός ατόμου στη ζωή του. Όπως για παράδειγμα τα ενδιαφέροντα ενός ατόμου και το κατά πόσο αυτά είναι ποικίλα και πιο «επιφανειακά» ή αν είναι ένα ή δύο αλλά με πολύ καλή εμβάθυνση σ’ αυτά. Ή όπως οι συμπεριφορές του ατόμου στην καθημερινότητά του, η ευελιξία του, το πόσο «open minded» είναι, πόσο δεκτικός στην αλλαγή, στη διαφορετικότητα. Σίγουρα υπάρχει μια κοινωνική πίεση ως προς το να ακολουθήσει κάποιος το δρόμο της ειδίκευσης, αφού προσδίδεται σ’ αυτήν περισσότερο κύρος κι αξιοπιστία λόγω της βαθιάς γνώσης που αποκτάται στο θέμα, όμως δεν πρέπει να παραγκωνίζονται και οι δεξιότητες και ικανότητες που έχουν οι «generalists», οι οποίοι παρεμπιπτόντως διαφαίνεται πως τείνουν να έχουν περισσότερες διευθυντικές και ηγετικές θέσεις σ’ έναν οργανισμό.
Αν και λέγεται πως και οι δύο κατηγορίες είναι εφικτές για όλο τον κόσμο, η πραγματικότητα είναι πως υπάρχει μια μόνο κλίση προς μια από αυτές. Το ποια από τις δύο θα επιλέξει το άτομο να ακολουθήσει στη ζωή του, πρέπει να γίνεται συναρτήσει και του χαρακτήρα του, την ιδιοσυγκρασία του, τα θέλω του και τον ευρύτερο τρόπο ζωής του και τρόπο σκέψης του. Σωστό ή λάθος δεν υπάρχει, νικητής και χαμένος δεν υφίσταται, διότι και το να είναι κανείς ειδικός στο θέμα του έχει τα δικά του πλεονεκτήματα- γνωστά κι αποδεκτά, εξίσου σημαντικά. Αυτό που αισθάνεται κανείς ως το «σωστό» κι αβίαστο για τον ίδιο, αυτό είναι και που του ταιριάζει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου