Το ότι ζούμε σε μια εποχή όπου κατακλυζόμαστε από διάφορα ήδη άγχους στη ζωή μας είναι πλέον τόσο δεδομένο όσο και τραγικό. Άγχος για τη δουλειά, το μέλλον, το εισόδημα, τα παιδιά, την υγεία μας, την απόδοσή μας, τις εξετάσεις, άγχος για τα πάντα, you name it. Δε θα γινόταν λοιπόν να μην είχαμε άγχος κι όταν η συζήτηση ερχόταν στον τομέα σχέσεις. Εκεί μάλιστα κι αν υπάρχουν άγχη. Ένα σχετικά νέο είδος όμως, είναι ο λεγόμενος φόβος του DTR (define the relationship), το άγχος δηλαδή που έρχεται όταν είναι η στιγμή να ορίσουμε τι είναι ακριβώς αυτό που έχουμε με τον άνθρωπο απέναντί μας. Τι είναι όμως αυτό το άγχος και γιατί  να δημιουργείται όταν είναι να έρθει εκείνη η στιγμή; Τι είναι αυτό που φοβόμαστε, σκεφτόμαστε, ή μας ανησυχεί και στην ιδέα και μόνο του να δώσουμε έναν «τίτλο» στη σχέση αυτή, μας λούζει κρύος ιδρώτας;

Αν μιλήσουμε αντικειμενικά, είναι ασφαλές να πούμε πως γενικά οι σχέσεις είναι αδικημένες, καθώς στην πλειοψηφία των απόψεων που επικρατούν στον κόσμο, είναι η στερεοτυπική αντίληψη πως σχέση ισούται βαρεμάρα, ρουτίνα, έλλειψη διασκέδασης, έλλειψη ελευθερίας, ανεξαρτησίας, πως ισούται με μια προδιαγεγραμμένη πατριαρχική πορεία που μπορεί να μη βρίσκει τόσο σύμφωνο ένα άτομο. Λες και με το που μπούμε, ή αναγνωρίσουμε πως μπαίνουμε σε σχέση, είναι σαν να ανεβαίνουμε σ’ ένα τρενάκι τρόμου στο οποίο δεν έχουμε κανένα έλεγχο, καμία επιλογή, παρά μόνο να δεχτούμε την πορεία που ακολουθεί κι εμείς να βρούμε απλά τον καλύτερο δυνατό τρόπο να διαχειριστούμε τα ερεθίσματα και συναισθήματα που μας προκαλεί.

 

Μήπως δυσκολεύεστε να το βαφτίσετε «σχέση» γιατί έχει στοιχεία του «σχεδόν»; Μάθε με ένα κλικ εδώ!

 

Ένα άτομο που βλέπει αυτήν την οπτική, είναι πολύ πιο πιθανό να φέρει αντίσταση στο να βάλει μια ταμπέλα, στο να της δώσει περισσότερη υπόσταση, διότι τοποθετώντας έναν τίτλο σημαίνει πως την ορίζει σαν κάτι αρνητικό. Ο τρόπος που το αναγνωρίζει το μυαλό του ατόμου είναι πως αφού υπάρχει η ταμπέλα, υπάρχει και η σχέση κι έτσι αρχίζουν να δημιουργούνται αυτοί οι ρόλοι μέσα στη δυάδα που φέρνουν τα ασφυκτικά αισθήματα που φοβάται.

Αυτό που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο όμως, είναι πως δε χρειάζεται σχέση να σημαίνει τίποτα άλλο πέρα από αυτό που εμείς νιώθουμε εντάξει να σημαίνει. Δεν είναι ένα πρότυπο μοντέλο που άπαξ και μπούμε μέσα του θα έχουμε όλοι την ίδια πορεία. Εμείς επιλέγουμε το πώς θέλουμε να την κινήσουμε. Τώρα αν η πλειοψηφία ακολουθεί ένα συγκεκριμένο μοντέλο είναι και πάλι καθαρά επιλογή τους, ή ίσως και αδυναμία τους να καταφέρουν να επιβάλουν το δικό τους τρόπο έναντι του ήδη γνωστού. Δε σημαίνει πως αυτό πρέπει να κάνεις κι εσύ, εγώ ή όποιος άλλος. Το να υπάρξει μάλιστα και μια συζήτηση μεταξύ των ατόμων, στην οποία θα τοποθετηθούν ανοιχτά οι όποιες έγνοιες, τα όποια όρια και θέλω, αφαιρεί πολύ μεγάλο βάρος και φόβο από αυτό το «άγνωστο-γνωστό» και προδιαγεγραμμένο και δίνει μια ανάσα στο άτομο πως ναι μεν είναι σε σχέση αλλά έχει τον έλεγχο, ξέρει πού οδεύει κι αυτό συνάδει με τα θέλω του.

Μια άλλη πιθανότητα είναι να έχει υποσυνείδητα κάποιος συνδέσει την έννοια σχέση με μια κακή εμπειρία, μια αρνητική προηγούμενη κατάσταση. Είναι σαν να βλέπει τη σχέση ως ένα σκοτεινό μέρος, όπου αφού έχει την επιλογή, δεν πρόκειται να πλησιάσει. Ποιος άλλωστε θα πήγαινε οικειοθελώς στο δρόμο με τα φαντάσματα; Μη ορίζοντάς την ως τέτοια λοιπόν, είναι σαν να μην ανοίγει αυτήν την πόρτα καθόλου. Αναμενόμενη επίδραση σ’ αυτό το κομμάτι σίγουρα παίζουν οι εμπειρίες του ατόμου, το οικογενειακό περιβάλλον και το τι έβλεπε κι άκουγε ως παιδί, το οποίο με τα χρόνια θεώρησε ως φυσικό, ως η νόρμα δηλαδή των σχέσεων.

Όταν είναι το μόνο πράγμα το οποίο είχε ως προσωπικό του βίωμα, καταλήγει να του είναι δύσκολο να φανταστεί και πόσο μάλλον να δεχτεί, ότι υπάρχει και κάτι άλλο, τελείως διαφορετικό, από αυτό. Μπορεί πάλι να μην ευθύνεται καθαρά ή και καθόλου το οικογενειακό περιβάλλον, αλλά οι κακές σχέσεις που έτυχε να έχει το άτομο από νωρίς στην ενήλικη ζωή του. Όταν στο ενεργητικό του έχει μία ή δύο αποτυχημένες και δύσκολες σχέσεις να σηματοδοτούν την αρχή της ζωής, τότε το προσωπικό του βίωμα είναι άσχημο και συνεπώς εγείρεται ο φόβος πως αρχίζει να δημιουργείται ένα μοτίβο από το οποίο νιώθει ανήμπορος να βγει.

Άλλος φόβος που σχετίζεται με την ιδέα του να ορίσει κανείς τη σχέση του, είναι φυσικά η δέσμευση που έρχεται μαζί της. Όταν δεν έχει ορίσει κανείς τι είναι ακριβώς αυτό που έχουν μεταξύ τους, είναι θεωρητικά πιο εύκολο για ένα άτομο να κάνει ό,τι θέλει, να μην έχει υποχρεώσεις απέναντι στο άλλο άτομο αφού δε θα υπάρχει κάποιος τίτλος που θα επιτρέπει απαιτήσεις. Του δίνει συνεπώς και πιο εύκολα το πάσο των λαθών, της εξαφάνισης, της αδιαφορίας, της απιστίας κτλ.

Κι αυτός ο φόβος δεν έχει να κάνει καθαρά με το τι ορίζεται ως σχέση. Ό,τι κι αν είναι αυτό που έχουν, όπου κι αν επιλέξουν οι ίδιοι να το κατατάξουν, δεν παύει να είναι μια άτυπη, προφορική «συμφωνία» μεταξύ τους, μέσα στην οποία και οι δύο έχουν κάτι να δώσουν και να πάρουν. Ο φόβος λοιπόν έχει καθαρά να κάνει με την αδυναμία ανάληψης της ευθύνης για την απόφαση. Ευθύνης απέναντί σ’ αυτήν τη «συμφωνία». Άρα καταλήγει να κάνει πίσω στο συναίσθημα ώστε να μην είναι και υπόλογος αυτής.

Ίσως πάλι αυτό το άγχος να προέρχεται από δικές του ανασφάλειες και φόβους. Ίσως ένα μέρος να έχει  να κάνει μ’ ένα πιθανό αίσθημα κατωτερότητας συγκριτικά με το άτομο που έχει απέναντί του, ή αισθήματος πως δεν αξίζει να είναι σε σχέση, πως δεν του αξίζει το άλλο άτομο και πως όταν κι ο άλλος το συνειδητοποιήσει, όταν και ο άλλος δει αυτό που ο ίδιος βλέπει από τώρα, τότε πιθανότατα να θελήσει να φύγει, να τον παρατήσει, να διαλύσει τη σχέση. Απέναντι στο φόβο εγκατάλειψης κι απόρριψης, κάποιος μπορεί να δειλιάζει να κατευθύνει αυτό που έχει προς κάποιο είδος σχέσης. Διότι αν δεν υπάρχει η σχέση, δεν μπορεί να διαλυθεί, δεν μπορεί να προδοθεί και να πληγωθεί σωστά;

Αναλόγως βέβαια και του σταδίου της όποιας σχέσης και των θέλω του κάθε ατόμου που τον οδήγησαν σε αυτήν τη σχέση ευθύς εξαρχής, ενδέχεται να υπάρχει και η περίπτωση του να μην είναι σίγουρος κάποιος τι ακριβώς νιώθει απέναντι στο άλλο άτομο. Ίσως για εκείνον να χρειάζεται περισσότερος χρόνος ώστε να μπορεί να αισθανθεί περισσότερη σιγουριά, να καταλάβει καλύτερα μέσα του τι είναι αυτό που αισθάνεται, τι θέλει πραγματικά από τον άλλο και τότε να είναι σε θέση να το ορίσει. Μπορεί να μην ξέρει καν αν επιθυμεί να έχει κάτι με το συγκεκριμένο άτομο, αλλά δεν του είναι ξεκάθαρο ακόμη. Φυσικά και δικαιούται, απλά αν τεθεί όποιο θέμα από το άλλο άτομο οφείλει να κατανοήσει με τη σειρά του και την ανάγκη του άλλου να ξέρει πού βρίσκεται και όχι να το θεωρήσει μια πίεση ή προσπάθεια ένταξής του σε κάποιο «τριπάκι σχέσης» και να αντιδράσει αρνητικά. Σε μια τέτοια περίπτωση είναι καλύτερα να εκφράσει ειλικρινά αυτό που αισθάνεται και τα πράγματα θα πάρουν τη ροή τους ανάλογα. Το να μην πει τις σκέψεις του και να αντιδράσει επιθετικά σε μια προσπάθεια αυτοάμυνας, δεν πρόκειται να βοηθήσει την κατάσταση.

Ό,τι είδους σχέση κι αν υπάρχει μεταξύ των εμπλεκομένων είναι λογικό να έρχεται μια στιγμή που θα διερωτηθούν αμφίπλευρα (άσχετα αν το εκφράσει ανοιχτά κάποιος ή όχι) σε ποια φάση βρίσκονται. Είναι η ανάγκη του ανθρώπου να ξέρει πού βρίσκεται, τι αναμένεται από αυτόν, τι να περιμένει από το άλλο άτομο και τι προσδοκίες να έχει γενικότερα από αυτό που έχουν μεταξύ τους. Η ψυχοθεραπεύτρια και ειδική σχέσεων Nikita Banks, υποστηρίζει πως κάτι τέτοιο είναι απόλυτα φυσιολογικό. Μάλιστα παρομοιάζει την ανάγκη αυτή με τη συμφωνία που κάνουμε όταν είναι να πάρουμε μια νέα δουλειά. Συγκεκριμένα λέει το εξής «Θα έπαιρνε κάποιος μια δουλειά αν δεν ήξερε την περιγραφή της δουλειάς που θα έκανε; Όχι. Αν δεν έχεις κάποιο τίτλο, κάποια περιγραφή της δουλειάς σου, δεν ξέρεις τι να περιμένεις, τι αναμένεται από εσένα να κάνεις και δεν μπορείς να ξέρεις αν συνάδεις με τις προσδοκίες κι αν κάνεις καλή δουλειά ή όχι. Το ίδιο ισχύει και στις σχέσεις».

Δεν είναι όμως ότι αυτό πρέπει να γίνεται μ’ έναν αυστηρό κι άκαμπτο τρόπο ανάθεσης ρόλων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αλλά χρειάζεται να υπάρχει ένα πλαίσιο, μέσα στο οποίο να λειτουργεί κανείς ανάλογα. Διότι όπως κι αν το κάνουμε, διαφορετικά συμπεριφερόμαστε αν είμαστε σε αποκλειστική ερωτική ή και συναισθηματική σχέση, διαφορετικά αν είμαστε «friends with benefits», διαφορετικά αν έχουμε σχεδόν σχέση, κ.ο.κ. Και η αλήθεια είναι πως όταν έρθει αυτή η στιγμή, του να αναγνωρίσουμε τι έχουμε, πολλά περνούν από το μυαλό μας. Ακόμη και η έγνοια του αν ο άλλος βρίσκεται στο ίδιο σημείο που είμαστε εμείς, αν θέλει τα ίδια πράγματα, κάτι που είναι λογικό να μας δημιουργεί άγχος. Όταν όμως αυτή η ανάγκη (είτε από μέρους μας είτε από μέρους του άλλου ατόμου) χτυπήσει την πόρτα μας, δεν μπορούμε να την αγνοούμε, ούτε να τη φοβόμαστε. Μια οριοθέτηση δεν αλλάζει αυτό που ήδη έχουμε, απλά το βάζει σ’ ένα πλαίσιο. Ένα πλαίσιο που κάνει τα πράγματα από άυλα κι αόριστα, υλικά και πραγματικά. Ένα πλαίσιο το οποίο εμείς μπορούμε να κάνουμε όσο ελαστικό ή άκαμπτο, ευρύ ή στενό επιθυμούμε, ώστε να ταιριάζει σ’ εμάς και στο άτομο απέναντί μας.

 

Συντάκτης: Άννα Μετόχη
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη