Χαρακτηριστική έκφραση όλων κάθε φορά που επιστρέφουμε από ένα ταξίδι είναι η εξής: «Σαν την πατρίδα, το σπίτι μας δεν έχει». Κι αυτό γιατί καταλαβαίνεις πόσο πολύ αγαπάς και λησμονείς τον δικό σου τόπο, τον δικό σου χώρο. Αντιλαμβάνεσαι την αξία που έχει ένα σταθερό μέρος όπου νιώθεις πως βρίσκεις τον εαυτό σου, την ασφάλειά σου κι ας εμπεριέχει μέσα και στοιχεία της ρουτινιασμένης καθημερινότητάς σου. Δε σε νοιάζει, δε σε ενοχλεί, αρκεί που ξέρεις ότι έτσι ανήκεις κάπου.

Υπάρχουν όμως και άτομα που δεν έχουν κάπου συγκεκριμένα να επιστρέψουν, δεν έχουν μια βάση, δεν έχουν «ρίζες». Άτομα που, είτε από προσωπική ανάγκη και φιλοσοφία είτε λόγω εργασιακών υποχρεώσεων, επέλεξαν να ζουν παντού. Μακριά από το «σπιτικό» τους, μακριά από φίλους και συγγενείς, μακριά από τη ζωή που είχαν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Μια κατάσταση που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας νομαδικός τρόπος ζωής. Κι αν σου ακούγεται δύσκολο να το κατανοήσεις και κάπως μοναχικό, θα σου φαινόταν καλύτερα αν μιλούσαμε για ζευγάρια; Αν μιλούσαμε για δύο συντρόφους που συνειδητά θα αποφάσιζαν να ζήσουν κατ’ αυτό τον τρόπο τη ζωή τους; Ίσως αυθόρμητα να πεις ναι, καθώς θα σκεφτείς πως έτσι τουλάχιστο θα έχουν ο ένας τον άλλο. Θα έχουν το ταίρι τους, τον άνθρωπό τους κι αυτό αρκεί. Με μια δεύτερη και τρίτη σκέψη όμως, αρχίζεις να προβληματίζεσαι. Είναι όντως αρκετό; Είναι αρκετό να έχεις σαν μόνη βάση σου τον άνθρωπό σου; Ή μήπως χρειάζεται το ζευγάρι μια βάση, μια μονιμότητα; Μπορεί να στεριώσει μια τέτοια σχέση ή μήπως είναι καταδικασμένη να αποτύχει;

Το ότι μια νομαδική ζωή ακούγεται και φαντάζει συναρπαστική, δελεαστική και πολλά υποσχόμενη είναι κατανοητό. Επηρεαζόμενοι άλλωστε κι από την μποέμ, χίπικη ζωή των «παιδιών των λουλουδιών», που όλοι γνωρίσαμε λίγο-πολύ μέσα από ταινίες, βιβλία και ιστορίες, δε θα μπορούσαμε παρά να πλάθουμε στο μυαλό μας -με μια δόση υπερβολής πάντα- ονειρικές εικόνες μιας τέτοιας ζωής. Γεμάτη με πάθος, χρώμα, ζωντάνια, ενέργεια, θετικότητα. Να μπορείς να γεύεσαι καθημερινά το συναίσθημα του ενθουσιασμού, της ανυπομονησίας του να ανακαλύπτεις και να μαθαίνεις διαρκώς καινούργια πράγματα, να εξερευνήσεις νέους πολιτισμούς, διαφορετικές κουλτούρες, γεύσεις, να συνδιαλεχτείς με άτομα ενός άλλου πνευματικού και κοινωνικού επιπέδου. Να έχεις την τύχη και ευλογία, χάρη σε αυτά, να ξεφεύγεις από τη βαρετή καθημερινότητα στην οποία ζει ο υπόλοιπος κόσμος και να είσαι διπλά τυχερός να τα ζεις όλα αυτά με το σύντροφό σου.

Ως άνθρωποι όμως που είμαστε, έχουμε μέσα μας αρχέγονο το αίσθημα της ασφάλειας και της ανάγκης να καταφεύγουμε σε κάτι γνώριμο. Λογικό είναι συνεπώς ακόμη και τα ζευγάρια αυτά να αποζητούν να νιώσουν το συγκεκριμένο αίσθημα. Και τι πιο αναμενόμενο, να το βρουν στο πρόσωπο του συντρόφου τους, στην αγκαλιά τους, καθώς είναι το μόνο σταθερό και γνώριμο μέσα σ’ όλη αυτή την κατάσταση.

Ένα το ερώτημα. Το αν αυτό προκαλεί εσωτερική αναστάτωση σε κάποιον άνθρωπο, που συνειδητοποιεί ότι διατρέχεται ο κίνδυνος υπερβολικής εστίασης σ’ ένα μόνο πρόσωπο και πιθανής αλληλεξάρτησης, κάτι που με την πάροδο του χρόνου ενδεχομένως να προκαλέσει και ρήξη μέσα στη σχέση, ή αν αντίθετα κάτι τέτοιο εκλαμβάνεται σαν ευκαιρία για το ζευγάρι να έρθει ακόμη πιο κοντά και να δυναμώσει τα θεμέλια της σχέσης του, εναπόκειται στην ψυχοσύνθεση και τη δυναμική τόσο των ατόμων ως ζευγάρι όσο και ατομικά.

Για να μπορέσει κανείς να ζήσει μια νομαδική ζωή με το ταίρι του, προϋποθέτει ότι έχουν πρώτα βρει τον εαυτό τους, ξέρουν τα πραγματικά θέλω τους, έχουν θέσει τις προτεραιότητές τους και γνωρίζουν τις ανάγκες τους, πράγματα που αποτελούν την πυξίδα τους στην πορεία αυτή. Όσο δελεαστικό και συναρπαστικό κι αν ακούγεται, δεν μπορεί να ζήσει κάποιος μια τέτοια εναλλακτική ζωή με το ταίρι του αν συναισθηματικά δε νιώθει πλήρης χωρίς τους φίλους και τους γονείς του, ή αν γι’ αυτόν το να έχει ένα δικό του σταθερό χώρο όπου θα βρίσκει τον εαυτό του είναι  αδιαπραγμάτευτο. Σε μια τέτοια περίπτωση, το να έχει σαν μόνη βάση τον άνθρωπό του, όσο ρομαντικό και γλυκό κι αν ακούγεται, δε θα ήταν  αρκετό, καθώς ο σύντροφος λογικά θα αδυνατεί να καλύψει όλους τους ρόλους που έχει ανάγκη στη ζωή του το άλλο άτομο.

Στον αντίποδα, αν οι συνθήκες, ο συνήθης τρόπος ζωής του ατόμου και η ιδιοσυγκρασία του, τού επιτρέπουν να μπορεί- χωρίς όποιους ενδοιασμούς, συναισθηματικά δεσίματα και δεύτερες σκέψεις- να ζήσει μια τέτοια ζωή με το σύντροφό του, τότε μπορεί ελεύθερα να το πραγματοποιήσει χωρίς ίχνος φόβου για το αν αυτό πρόκειται να λειτουργήσει ή όχι. Και ο κύριος λόγος μιας τέτοιας περίπτωσης, είναι καθαρά η φιλοσοφία, ο τρόπος σκέψης και προσέγγισης των καταστάσεων από το ίδιο το άτομο, καθώς αυτά θα το οπλίσουν και με τα απαιτούμενα ψυχολογικά εφόδια για να αντεπεξέρχεται στις δυσκολίες που θα παρουσιάζονται. Στη χειρότερη, ξέρουν ότι ακόμη κι αν αυτό το εγχείρημά τους αποδειχθεί λάθος, έχουν πάντα την επιλογή να αλλάξουν πορεία. Αναγνωρίζουν το τέλμα που επέρχεται, το δέχονται και αναπροσαρμόζουν την κατάσταση βάσει των νέων δεδομένων και θέλω αυτών και των συντρόφων τους. Ακόμη κι αυτό όμως, προϋποθέτει κάποιος να είναι εντάξει σε μια τέτοια ιδέα και πιθανή εξέλιξη των γεγονότων από την αρχή.

Εν ολίγοις, η απάντηση στο ερώτημα αν μια σχέση οn the road μπορεί να λειτουργήσει ή αν είναι καταδικασμένη να αποτύχει, δεν είναι μονόπλευρη. Αδιαμφισβήτητα δεν είναι για όλους, αλλά δεν πρέπει να είναι κατακριτέα. Η φράση «Αρκεί να έχω εσένα, κι όλα τα άλλα δεν έχουν σημασία», για κάποιους ανθρώπους είναι τόσο αληθινή που πραγματικά αποκτά σάρκα και οστά, ώστε στ’ αλήθεια να μπορούσαν να ζήσουν έχοντας μονάχα σαν βάση τους τον άνθρωπό τους, χωρίς να νιώθουν πως κάτι λείπει. Αν αμφότερα και οι δύο λειτουργούν μ’ ένα τέτοιο σκεπτικό, τότε όχι μόνο μια τέτοια σχέση και τρόπος ζωής θα λειτουργήσει, αλλά κάλλιστα θα βρει τρόπο και να ακμάσει.

 

Συντάκτης: Άννα Μετόχη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου