Πολλά μπορείς να καταλάβεις απλώς παρατηρώντας μια παρέα φίλων και γνωστών που βρίσκονται στην καφετέρια και συζητάνε ώρες ατελείωτες. Βλέπεις χείλη να ανοιγοκλείνουν διαρκώς, άλλα πιο έντονα κι άλλα πιο νωχελικά, με μια εναλλαγή μεταξύ των παρευρισκομένων ή κι ενίοτε ταυτόχρονα. Τη ματιά σου τραβάνε και τα χέρια που κινούνται αδιάκοπα συνοδεύοντας κι ενισχύοντας όσα λέγονται. Ακούς ομιλίες και παρ’ όλο που μπορεί να μην είσαι σε θέση να αντιληφθείς τι λέγεται, μπορείς να διακρίνεις τις ποικίλες φωνές που διακυμαίνονται σε διάφορα επίπεδα ντεσιμπέλ, υποδηλώνοντας και την ένταση με την οποία εκφράζεται ο καθένας. Μόνο και μόνο από αυτά, είσαι σε θέση να διατυπώσεις έστω μια επιφανειακή άποψη για τον πιθανό χαρακτήρα του κάθε ατόμου, να κάνεις μια υπόθεση για τη δυναμική της παρέας, καθώς τους παρατηρείς να συνδιαλέγονται.
Μέσα στην παρέα, θα ξεχωρίσεις αυτό το άτομο που μοιάζει λες και δεν είναι παρόν σε ό,τι διαδραματίζεται γύρω του. Που δε μιλάει, δε συμμετέχει και δεν εκφράζεται. Πιθανότατα και να αναγνωρίζεις στο πρόσωπο αυτό κάποιον δικό σου φίλο, συγγενή, γνωστό, συνάδελφο ή ακόμη και τον ίδιο σου τον εαυτό. Γνώριμη κατάσταση. Είναι σαν να ακούς τις λέξεις να βγαίνουν από το στόμα του, αυτές που του δίνουν και το «πάσο» να αποσυρθεί: «Εγώ δεν ασχολούμαι μ’ αυτό το θέμα, αφήστε με έξω απ’ αυτό».
Θα πει κανείς «πού είναι το πρόβλημα, αν δεν ασχολείται, αν δεν το νοιάζει, αν δεν ταυτίζονται τα ενδιαφέροντά του, τι να κάνει;». Και η αλήθεια είναι ότι λίγο-πολύ ίσως όλοι μας να ‘χουμε βρεθεί σε παρόμοια κατάσταση όπου βρίσκουμε τους εαυτούς μας απρόθυμους να λάβουν μέρους σε μια συζήτηση αν το θέμα της είναι άγνωστο προς εμάς. Και είναι εντάξει ως ένα βαθμό, καθώς σίγουρα δεν μπορούμε να είμαστε γνώστες των πάντων, αλλά είναι αδιανόητο να μην είναι σε θέση κανείς να εκφράσει τη δική του άποψη περί κάποιου θέματος, όποια κι αν είναι, όποιο βάθος κι αν έχει. Τόσες επιρροές έχουμε καθημερινά, τόση έκθεση σε γεγονότα και καταστάσεις, με τα καλύτερα δυνατά μέσα που είχαμε ποτέ μέχρι τώρα για πρόσβαση στις πληροφορίες. Θα έλεγε κανείς ότι χρειάζεται προσπάθεια πλέον για το αντίθετο.
Στον αντίποδα, κάποιος θα μπορούσε κάλλιστα να διαφωνήσει, λέγοντας πως καλύτερα είναι να μη μιλήσει αν δε θέλει και δεν ενδιαφέρεται, παρά να μιλήσει και να μην ξέρει τι λέει. Αυτό είναι κάτι απολύτως δεκτό και σεβαστό. Ας δεχτούμε όμως πως δε θα ήταν ο ιδανικός τρόπος προσέγγισης της κατάστασης. Συμμετέχοντας σε μια συζήτηση με πάσης φύσεως θέματα, ακόμη κι αν δε σε ενδιαφέρει, ή δεν ξέρεις πολλά πάνω σ’ ένα συγκεκριμένο θέμα, «αναγκάζεσαι» να δίνεις περισσότερη προσοχή στους συνομιλητές σου έτσι ώστε να μπορείς να πάρεις τη «σκυτάλη» ανά πάσα στιγμή. Συνεπώς σου δίνεται η δυνατότητα να ακούσεις, να αφουγκραστείς αυτά που οι άλλοι έχουν να πουν, να μελετήσεις την τοποθέτησή τους , τα επιχειρήματά τους και να μάθεις. Ακούγοντας ποικίλες απόψεις από διαφορετικούς ανθρώπους μπορεί να καταλήξεις να βλέπεις ένα θέμα από δύο και τρεις πλευρές που προηγουμένως να μην ήσουν σε θέση να αντιληφθείς μόνος σου. Άρα μπορείς να προβληματιστείς, ίσως και να ψάξεις στη συνέχεια κάτι από μόνος σου, να μελετήσεις, να εμπλουτίσεις τις δικές σου γνώσεις, να διευρύνεις τους ορίζοντές σου, να ενισχύσεις τα δικά σου επιχειρήματα. Έτσι καλλιεργείς και το πνεύμα σου.
Μέσα σ’ όλο αυτό θα διαπιστώσεις ότι θα μπορέσεις να μάθεις και ποια είναι η δική σου άποψη και θέση για κάτι, εκεί που προηγουμένως αδυνατούσες. Θα είσαι σε θέση να έχεις μια πολύπλευρη άποψη, θα μάθεις να είσαι πιο ανοιχτός σε διαφορετικές γνώμες, θα είσαι πιο ευέλικτος σε καταστάσεις, ή ακόμη και θα διαφωνείς τεκμηριώνοντας την άποψή σου. Αν απλώς κάνεις πίσω και λαμβάνεις μέρος μόνο σε συζητήσεις στις οποίες είναι γνώριμο προς εσένα το έδαφος, τότε το μόνο που κάνεις είναι να εμμένεις στη στασιμότητά σου και στην αδράνεια του νου. Διότι ουσιαστικά δεν μπορείς να εξελιχθείς αν απλώς κάνεις κύκλους γύρω από το ίδιο χιλιο-συζητημένο θέμα, αυτό που έμαθες, αυτό με το οποίο νιώθεις βολικά. Άσε που φαίνεσαι και αρνητικός, πιο ρηχός, αδιάλλακτος, άτομο με παρωπίδες και μηδαμινό ενδιαφέρον σε κάτι νέο και διαφορετικό από το «comfort zone» του.
Προσεγγίζοντας το όλο θέμα κι από ψυχολογικής πλευράς, η άρνησή μας να συμμετέχουμε σε μια συζήτηση, πέρα απ’ το ότι γίνεται λόγω απάθειας και έλλειψης ενδιαφέροντος, πιθανότατα να κρύβει κι άλλα πιο βαθιά δικά μας θέματα, δικούς μας φόβους, έγνοιες και ανασφάλειες. Φόβο μήπως αποκαλυφθεί κάποιο κενό γνώσεων που έχουμε και φανούμε χαζοί στα μάτια των άλλων, σ’ έναν κόσμο που κανονικά με τόση ευκολία πρόσβασης στα γεγονότα θα «έπρεπε» να γνωρίζαμε. Ίσως να νιώθουμε μειονεκτικά λόγω του επιπέδου μόρφωσής μας αν τυχόν αυτό δε μας έδωσε τη δυνατότητα τριβής με ποικίλα θέματα ή λόγω του ότι δεν είχαμε την ευκαιρία να ζήσουμε κάποιες εμπειρίες που πιθανότατα να μας έδιναν και περισσότερα πνευματικά εφόδια για να μπορούμε πιο εμπεριστατωμένα να λαμβάνουμε μέρος σε τέτοιες συζητήσεις. Ίσως πάλι και να έχουμε άποψη, αλλά να μην την εκφράζουμε λόγω φόβου απόρριψης. Κανείς δε θέλει να φλερτάρει με αυτήν. Φοβόμαστε την απόρριψη που ενδέχεται να έρθει αν λάβουμε μέρος στην κουβέντα και εκφράσουμε ελεύθερα και ανοιχτά τη δική μας άποψη που μπορεί να μη συμμερίζονται οι υπόλοιποι στην παρέα, κάτι που ενισχύεται και από δική μας αδυναμία υποστήριξης της προσωπικής μας γνώμης, απόρροια και πάλι έλλειψης αυτοπεποίθησης κι αυτοεκτίμησης. Εν τέλη, προστρέχουμε στην εύκολη λύση να πούμε απλώς δεν ασχολούμαστε με το συγκεκριμένο θέμα, παρά να αντιμετωπίσουμε τους όποιους φόβους και κενά μας.
Ξεχνάμε όμως πως οι συζητήσεις δεν είναι αγώνας δρόμου. Σκοπός δεν είναι να ανταγωνιστούμε σε γνώσεις και επιχειρήματα τον άλλον απέναντί μας. Σκοπός δεν πρέπει να είναι η όποια νίκη, αλλά η πρόοδος. Το μόνο που πρέπει να μας νοιάζει είναι να αποκομίσουμε όσα περισσότερα γίνεται ανταλλάσσοντας απόψεις σ’ ένα θέμα, ούτως ώστε να μπορούμε να πούμε πως είμαστε σοφότεροι απ’ ότι ήμασταν. Έτσι θα βγαίνεις πάντα κερδισμένος.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.