«Για πάντα μαζί, σ’ ό,τι κι αν γίνει, στις χαρές και στις λύπες, στα καλά και στα άσχημα». Έτσι δε λέμε συνήθως για τον σύντροφό μας, το άτομο αυτό με το οποίο κάνουμε όνειρα για τη ζωή, κάνουμε πλάνα για το μέλλον; Βλέπετε, ενώ θεωρητικά μ’ αυτήν τη φράση αναφερόμαστε και στα καλά και στα κακά, όλα όσα φανταζόμαστε και προγραμματίζουμε να γίνουν στην πράξη, εμπεριέχουν μόνο το θετικό στοιχείο μέσα. Διότι πιστεύουμε πως τα άσχημα και τα κακά, ενώ είναι μέρος της ανθρώπινης ζωής, μπορούν να τύχουν σ’ όλους τους άλλους πλην των εαυτών μας. Δε φανταζόμαστε να αγγίζουν εμάς, δεν αναμένουμε να αντιμετωπίσουμε μια κακουχία ή κι αν το κάνουμε, τα μόνα δύσκολα που κάνουμε εικόνα είναι όσα αναπόφευκτα θα έρθουν σε πολύ κατοπινό στάδιο και σχετίζονται με τα γηρατειά. Τι γίνεται όμως όταν τα άσχημα χτυπήσουν την πόρτα μας γρηγορότερα απ’ ό,τι ίσως φανταζόμασταν και μας ανατρέψουν κάθε όμορφο πλάνο που είχαμε στο μυαλό μας; Τι γίνεται στην περίπτωση που ο άνθρωπός μας, το άτομο με το οποίο κάναμε όνειρα μαζί για οικογένεια, ανακαλύπτει πως οι πιθανότητες απόκτησης ενός δικού του παιδιού είναι αρκετά μειωμένες;

Σοκ κι άρνηση. Δύο λέξεις που χαρακτηρίζουν αρχικά την ψυχοσυναισθηματική κατάσταση, τόσο του συντρόφου μας όσο και τη δική μας. Δεν μπορούμε να πιστέψουμε πως αυτό συμβαίνει σ’ εμάς, δε θέλουμε να πιστέψουμε πως κάτι τέτοιο είναι πραγματικότητα και μάλιστα η δική μας. Δεν ξέρουμε πώς να αντιδράσουμε, τι να πούμε, πώς να δώσουμε παρηγοριά την ίδια στιγμή που κι εμείς οι ίδιοι ψάχνουμε από πού να κρατηθούμε. Ένα «γιατί σ’ εμάς» πλανάται διαρκώς στο κεφάλι μας. Γιατί όχι όμως; Όταν τα ποσοστά λένε πως ένα στα έξι ζευγάρια στη χώρα μας αντιμετωπίζει θέμα υπογονιμότητας, όταν ανά το παγκόσμιο υπολογίζεται πως ογδόντα με εκατό εκατομμύρια ζευγάρια είναι υπογόνιμα, αυτό μας λέει ότι το πρόβλημα είναι πολύ πιο κοντά μας απ’ ό,τι πιστεύαμε. Η πιθανότητα λοιπόν να είμαστε εμείς εκείνο το ένα ζευγάρι δεν είναι απομακρυσμένη, είναι αντιθέτως στατιστικά πολύ ρεαλιστική.

Μια τέτοια ανακάλυψη αδιαμφισβήτητα ταράζει τα νερά της σχέσης ενός ζευγαριού και τους φέρνει αντιμέτωπους με πολλά ψυχολογικά κομμάτια, τόσο σε ατομικό επίπεδο (τον καθένα από διαφορετική οπτική) όσο και σε συντροφικό. Κομμάτια που είναι καλό να αναλυθούν, προτού κάποιοι σπεύσουν να προδικάσουν και να καταδικάσουν τη σχέση. Για αρχή ας τονιστεί πως η βαρύτητα που δίνεται σ’ αυτό το θέμα είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό επηρεασμένη από το σκοπό τον οποίο πιστεύεται -και στηρίζεται θερμά από την κάθε κοινωνία- πως έχει ένας άνθρωπος ερχόμενος σ΄ αυτόν τον πλανήτη. Και δεν είναι άλλος από αυτόν της διαιώνισής του και της βιολογικής αναπαραγωγής του. Η πίεση λοιπόν και οι προσδοκίες είναι τόσο μεγάλες, που όταν ένας άνθρωπος μαθαίνει πως δεν μπορεί να κάνει παιδιά, αυτόματα θεωρεί τον εαυτό του «ελαττωματικό». Πιστεύει πως απέτυχε, αφού αυτό για το όποιο προοριζόταν δεν είναι σε θέση να το εκπληρώσει. Κι επειδή ζούμε σε κοινωνίες που απαρτίζονται από ανθρώπους έτοιμους να κρίνουν ανά πάσα ώρα και στιγμή, λογικό είναι να υπάρχει και η σκέψη πως θα τον κοιτούν, θα τον λυπούνται, θα τον σχολιάζουν κι αναλόγως και των ατόμων απέναντί του καθώς και του πνευματικού τους επιπέδου και να τον χλευάζουν. Λες κι είναι το μοναδικό πράγμα για το οποίο ένας άνθρωπος μπορεί να αισθάνεται περήφανος και ικανός. Λες κι όλες οι άλλες ιδιότητές του δε μετράνε, όλα τ’ άλλα επιτεύγματά του εκμηδενίζονται. Λες κι αυτόματα θεωρείται ένας άνθρωπος ελλιπής, που ολοκληρώνεται μόνο όταν κάνει δικά του παιδιά. Και τότε είναι που έχοντας αυτά κατά νου, τα άτομα μπαίνουν σε μια λούπα ψυχοφθόρων σκέψεων και πράξεων.

Από την πλευρά του, το υπογόνιμο άτομο νιώθει ντροπή, ενοχές και πως απογοητεύει τον σύντροφό του μην μπορώντας να του προσφέρει αυτό το οποίο επιθυμεί τόσο πολύ, για κάτι μάλιστα που πληγώνει και τον ίδιο και για το οποίο δε φέρει ευθύνη. Κάτι που δείχνει πως αυτόματα γίνεται η υπόθεση πως το ίδιο το άτομο δεν έχει άλλη αξία μέσα στη σχέση παρά μόνο αυτήν της αναπαραγωγής. Επειδή ακριβώς το άτομο θεωρεί πως αυτός είναι η αιτία που δημιουργείται θέμα στη σχέση, βάζει αυτόματα από μόνο του τον εαυτό του σε δεύτερη μοίρα λες κι δεν έχει το ίδιο δικαίωμα έκφρασης λύπης ή στεναχώριας που έχει το άλλο άτομο, ενώ το οξύμωρο είναι πως παρ’ όλο που μπορεί να φοβάται τη μοναξιά, εν τέλει την επιδιώκει θέλοντας να απομονωθεί και να κλειστεί στον εαυτό του.

Το δε γόνιμο άτομο, καταβάλλεται από αντικρουόμενα συναισθήματα προς τον σύντροφό του. Από τη μία στεναχωριέται  και πονά για τον άλλο, θέλει να του σταθεί, να τον παρηγορήσει. Όμως από την άλλη δεν ξέρει πώς να το κάνει ακριβώς, αφού την ίδια ώρα χρειάζεται κι ο ίδιος παρηγοριά και στήριξη γιατί είναι ένα θέμα που τον αφορά άμεσα. Πονά κι ο ίδιος κι ο δικός του πόνος μπορεί να μετατραπεί και σε θυμό απέναντι στον αγαπημένο του, στη σκέψη πως δε φταίει ο ίδιος σε κάτι αλλά αναπόφευκτα επηρεάζεται. Μάλιστα αν δε γίνει σωστή διαχείριση αυτού του, δικαιολογημένου από τη μία, θυμού, ο τρόπος έκφρασής του ίσως εκτροχιάσει ακόμη περισσότερο την κατάσταση, στην περίπτωση που παρουσιαστεί υποτιμητική μεταχείριση προς τον σύντροφο και καταλογισμός ευθυνών, κάτι που κι ο άλλος ίσως και να «δέχεται» στωικά επειδή μπορεί να πιστεύει πως του αξίζει κάτι τέτοιο, αφού η αυτολύπηση κάνει δυναμική εμφάνιση.

Γι’ αυτό κι από πλευράς του υγιούς προσώπου, ψυχολόγοι σχέσεων υπογραμμίζουν πως χρειάζεται να επιδειχθεί στήριξη και κατανόηση κι επ’ ουδενί κριτική όποιας μορφής. Είτε ως προς το θέμα που αντιμετωπίζεται, είτε ως προς τη σημασία που δίνεται στα μειονεκτικά συναισθήματα που γεννιούνται στο άτομο. Η ύπαρξη των συναισθημάτων αυτών δεν υποδηλώνει σε καμία περίπτωση αυτόματη διάλυση μιας σχέσης. Όλο αυτό το συναισθηματικό κομμάτι είναι ένα στάδιο από το οποίο σίγουρα θα περάσουν τα άτομα στη σχέση αφού είναι φυσιολογικά συναισθήματα και μια αντίδραση που συναντάται συχνά σε περιπτώσεις απώλειας και πένθους, στην προκειμένη πένθους για το βιολογικό παιδί που δε θα έρθει, ή που δύσκολα θα έρθει.

Όσο κι αν το άτομο γνωρίζει για την ύπαρξη άλλων επιλογών, όσο κι αν το στηρίζει ο σύντροφός του σ’ αυτό, δεν παύει να είναι μια μορφής απώλεια την οποία πρέπει να δουλέψει μέσα του, να πάρει το χρόνο του να πενθήσει, ώστε να μπορεί με καθαρό μυαλό και ψυχή να κοιτάξει τα επόμενα βήματα, τα οποία υπάρχουν και είναι σημαντικό να αναγνωριστούν. Η μεταξύ τους επικοινωνία, η άμεση και ειλικρινής έκφραση συναισθημάτων και η επίδειξη σεβασμού προς τον άλλον, είναι τα κλειδιά διαχείρισης της όλης κατάστασης και της εξέλιξής της. Οπόταν το ζευγάρι μετά το πρώτο σοκ συνίσταται πέραν από ιατρική βοήθεια στο πρακτικό θέμα της υπογονιμότητας κι απόκτησης παιδιού, να λάβει και ψυχολογική υποστήριξη ώστε να μπορεί να βρει υγιείς τρόπους αντιμετώπισης των ποικίλων συναισθημάτων τους που ενδεχομένως και να είναι επιβλαβή για τη σχέση τους.

Με τις τεχνολογικές εξελίξεις και παρεμβατικές επιλογές που υπάρχουν, δίνονται διάφορες εναλλακτικές λύσεις, οι οποίες όμως πρέπει να μελετηθούν από το ίδιο το ζευγάρι ώστε να πορευθούν με αυτήν που είναι η καταλληλότερη για τους ιδίους, τόσο από πλευράς σωματικής όσο και ψυχολογικής υγείας. Διότι ενώ επιλογές υπάρχουν, αναλόγως και του προβλήματος που αντιμετωπίζεται, δεν πρέπει να θεωρείται πως αυτές είναι αυτόματα εύκολες και αποδεκτές από κάθε άνθρωπο, αφού υπάρχουν διάφοροι άλλοι παράγοντες όπως το οικονομικό, η ηλικία, τα θέλω, ή η ψυχολογία οι οποίοι επηρεάζουν την απόφαση. Αν για παράδειγμα για ένα ζευγάρι υπάρχουν έντονες κτητικές και βιολογικές έννοιες γύρω από την απόκτηση παιδιού, τότε ενδεχομένως αρκετές από τις λύσεις να μην είναι εφικτές για τους ίδιους, χωρίς όμως αυτό να πρέπει να είναι κατακριτέο.

Σε τέτοιες περιπτώσεις μη εύρεσης μιας λύσης, ή μη επιτυχούς λειτουργίας μιας εξ αυτών, το ενδεχόμενο του χωρισμού ίσως είναι ένα πιθανό σενάριο· κι από τις δύο πλευρές όμως. Τόσο από την πλευρά του γόνιμου ατόμου που ενδέχεται να μην μπορεί να δεχτεί ή να δουλέψει την πιθανότητα του να μην αποκτήσει ένα βιολογικά δικό του παιδί, ή να μην μπορεί να συμβιβαστεί με άλλες τεχνητές μεθόδους και συνεπώς να προτιμά να χωρίσει. Αλλά κι από την πλευρά του υπογόνιμου ατόμου, που μπορεί να αισθάνεται σε τέτοιο βαθμό τύψεις και να επιθυμεί τη διάλυση της σχέσης πιστεύοντας πως έτσι δίνει στον άλλο τη δυνατότητα να φτιάξει τη ζωή του μ’ έναν άλλον άνθρωπο που να μπορεί να του προσφέρει αυτό που ο ίδιος αδυνατεί.

Ακόμη και σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο όμως, καλό είναι ο χωρισμός να γίνεται με σεβασμό και προς τα δύο άτομα. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να κρίνεται κάποιος για την απόφασή του.  Κανείς δεν μπορεί ελαφρά την καρδία να σπεύσει να τονίσει με ύφος παντογνώστη πως «ήταν αναμενόμενο», ή να κατηγορήσει τέτοια ζευγάρια πως δεν προσπάθησαν αρκετά, ή πως ο χωρισμός τους υποδηλώνει πως δεν αγαπιούνταν αρκετά ή ακόμη πως το άτομο που εγκαταλείπει πράττει εγωιστικά. Δεν μπορούν να ξέρουν πόση δύναμη ψυχής μπορεί να χρειάζεται για να τερματίζει κάποιος μια μέχρι πρότινος υγιέστατη σχέση, ξέροντας πως αυτό που επιθυμεί ή αυτό που επιθυμεί ο σύντροφός του είναι σε τέτοιο βαθμό σημαντικό για τον ίδιο ή τον άλλον, που γνωρίζουν πως αν απλά επιμείνουν σε κάτι που πάει τόσο κόντρα σε θεμελιώδη θέλω και πιστεύω τους, στο τέλος θα επιφέρει ρήξη στη σχέση γενικότερα.

Εν κατακλείδι, ακριβώς εξαιτίας της βαρύτητας που δίνεται στο θέμα απόκτησης παιδιών από την κοινωνία, τις πλείστες των περιπτώσεων ένα ζευγάρι αντιμετωπίζει μια ήδη αδιαμφισβήτητα ψυχοφθόρα διαδικασία, με πολύ μεγαλύτερο πανικό, άγχος, απογοήτευση και φόβο απ’ ό,τι αν το αντιμετώπιζε σαν ένα από τα ποικίλα ιατρικά πρόβλημα που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας άνθρωπος στη ζωή του και το οποίο χρίζει επαγγελματικής βοήθειας, χωρίς επ’ ουδενί αυτό να σημαίνει πως δεν το παίρνει στα σοβαρά. Η προστασία της ψυχολογικής ακεραιότητας των ατόμων πρέπει να είναι πρώτιστο μέλημά τους, γι’ αυτό και χρειάζεται το ζευγάρι να κλείνει τα αυτιά και τα μάτια προς τον περίγυρό του και να πορεύεται με μοναδικό γνώμονα τα μεταξύ και ατομικά τους θέλω.  Μόνο εκείνοι γνωρίζουν τι είναι το καλύτερο γι’ αυτούς και γιατί, κάτι που μπορούν να ανακαλύψουν μέσα από την ανοιχτή επικοινωνία, την κατανόηση, την ειλικρινή έκφραση συναισθημάτων και τον αλληλοσεβασμό. Κι οποιοδήποτε κι αν είναι το αποτέλεσμα, αν αυτό γίνεται μέσα στα παραπάνω πλαίσια, θα είναι και πολύ ευκολότερο στη διαχείρισή του.

 

Συντάκτης: Άννα Μετόχη
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη