«Τώρα δυό χρόνια πέρασαν που γράφω
κ’ ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Αλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
και απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ ανεβώ ο δυστυχισμένος»
Το πρώτο σκαλί – Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Αυτά ήταν τα λόγια του νέου ποιητή Ευμένη μια ημέρα προς τον Θεόκριτο, κατά το ποίημα του Καβάφη. Λόγια που εκφράζουν ένα παράπονο, μια απογοήτευση, μια συνειδητοποίηση και μια ανησυχία. Παράπονο και απογοήτευση που μάχεται τώρα δύο χρόνια με την ποίησή του και το μόνο που έχει καταφέρει είναι να γράψει ένα μονάχα ποίημα. Συνειδητοποίηση πως η σκάλα, η πορεία για να γίνει ένας καταξιωμένος ποιητής με αναγνώριση, είναι πολύ ψηλή, τόσο που φαίνεται άπιαστη και το όλο εγχείρημα άσκοπο κι ακατόρθωτο. Μια πορεία κοπιαστική, που κοιτάζοντάς την από εκεί που είναι τώρα, του δημιουργεί φόβο κι ανησυχίες για το αν θα καταφέρει ποτέ να μετακινηθεί από το πρώτο σκαλί, αν θα καταφέρει να παραγάγει κάτι πιο μεγάλο και πιο αξιόλογο. Κι όλο αυτό κάτω από το πέπλο της συνεχούς αμφισβήτησης και υποτίμησης της ήδη υπάρχουσας δουλειάς του, αφού με τις σκέψεις και τα λόγια του μειώνει την αξία αυτού που έχει κατορθώσει έως τώρα· την ολοκλήρωση αυτού του ενός ποιήματος.
Αδύνατο να μην ταυτιστεί κανείς με τον συγκεκριμένο ήρωα του Καβάφη, αφού πολύ εύστοχα μέσα σε επτά γραμμές αποτύπωσε τον εσωτερικό κόσμο κάθε φιλόδοξου ανθρώπου, που μάχεται για να πετύχει κάτι στη ζωή του. Διότι ποιος δεν παλεύει, δε θέτει στόχους, δεν κυνηγάει τα όνειρά του και τα θέλω του; Ποιος δεν έρχεται αντιμέτωπος με τους φόβους του και την όποιας μορφής αποτυχία; Ποιος δεν κοπιάζει για να πετύχει κάτι; Δεν κουράζεται και θέλει να τα παρατήσει; Δε μειώνει σε στιγμές αδυναμίας τον ίδιο του τον εαυτό, αμφισβητώντας τις ικανότητές του, τις δεξιότητές του, το τι μπορεί και τι δεν μπορεί να καταφέρει; Σκέψεις και προβληματισμοί που το μόνο που πετυχαίνουν είναι να αλλοιώνουν την οπτική μας, λειτουργώντας ως παρωπίδες που μας εμποδίζουν να δούμε την πραγματικότητα.
Τόσο πολύ ποθούμε να κατακτήσουμε εκείνο το τελευταίο σκαλί που καταλήγουμε να μην κατανοούμε την πραγματική αξία αυτού του πρώτου σκαλιού που έχουμε ήδη ανέβει και καταντούμε έτσι να ζούμε μόνο για το ύστατο, μα ποτέ για εκείνο που ορίζει το ξεκίνημα. Είμαστε τόσο απορροφημένοι από το πόσα σκαλιά θα «έπρεπε» να έχουμε ανέβει, βάσει ίσως ενός ουτοπικού χρονοδιαγράμματος που φτιάχνουμε εμείς στο μυαλό μας ή βάσει ορισμένων προσδοκιών που προέρχονται από εξωτερικούς παράγοντες, ή κοιτάζοντας και συγκρίνοντας το πού βρίσκονται άλλοι άνθρωποι, που απογοητευόμαστε, διαγράφουμε εύκολα το τι κάναμε και σκύβουμε εξίσου εύκολα το κεφάλι. Λες και θα μπορούσε ποτέ κανείς με μία μόνο κίνηση, να φτάσει αυθημερόν στο τελευταίο σκαλοπάτι και εμείς είμαστε οι ανάξιοι που δεν μπορούμε να το καταφέρουμε.
Και το τραγικό κι οξύμωρο, είναι πως είμαστε πολύ πιο πρόθυμοι να μειώσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό, μη αναγνωρίζοντας το τι καταφέραμε μέχρι τώρα, παρά οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο που βρίσκεται κι εκείνος στο ίδιο ακριβώς σκαλί. Είμαστε έτοιμοι να βρούμε χίλια-δυο επιχειρήματα ώστε στα μάτια τα δικά μας και των άλλων να ανεβάσουμε την προσπάθεια και το κατόρθωμα ενός άλλου, ενώ την ίδια στιγμή, την ίδια ακριβώς προσπάθεια, τη δική μας προσπάθεια, τη ρίχνουμε χωρίς δισταγμό στα τάρταρα.
Είμαστε πρόθυμοι να θεωρήσουμε και να πούμε πως ο άλλος ανέβηκε βουνό αλλά εμείς με το ζόρι λόφο. Πως ο άλλος αξίζει την αναγνώριση, τον έπαινο αλλά εμείς, στην καλύτερη, ένα νεύμα αποδοχής της μετριότητας . Διότι πείθουμε τον εαυτό μας πως η πορεία όντως ήταν διαφορετική. Αδυνατώντας να αναγνωρίσουμε πως αυτό που διέφερε δεν ήταν η πορεία καθ’ αυτή, αλλά το περιφερικό τοπίο της, δηλαδή οι κακουχίες, οι δυσκολίες και τα εμπόδια που εγγυημένα αντιμετώπισε ο καθένας. Ο κύριος κορμός της όμως παραμένει ίδιος. Γιατί λοιπόν εκείνοι να αξίζουν να είναι στο «βάθρο των ηρώων» κι εμείς όχι; Κάπου σ’ αυτήν την ερώτηση θα μπορούσε να ακολουθήσει μια ανατροπή στη συνειδητοποίηση. Μήπως επειδή τόσο καλά καταφέραμε εν τέλει να το χειριστούμε, να το αντιμετωπίσουμε, να το πραγματοποιήσουμε που πέρασε απαρατήρητο σ’ εμάς που το βιώσαμε; Μήπως επειδή καταφέραμε να το κάνουμε με τον τρόπο μας να φαίνεται πιο εύκολο κι απλό ενώ δεν ήταν; Μήπως μ’ αυτήν την οπτική αλλάζουν τα πράγματα και να αξίζουμε κι εμείς μια θέση στο βάθρο αυτό;
Όπως συνεχίζει και λέει στο ποίημά του ο Καβάφης και που φτάνουμε στο πρώτο σκαλί θα πρέπει να είμαστε περήφανοι κι ευτυχισμένοι. Δεν είναι λίγο, αφού ακόμη κι αυτό σίγουρα απέχει πολύ από τον κοινό τον κόσμο. Άρα μια άλλη διδαχή είναι πως δεν πρέπει να το θεωρούμε δεδομένο. Δεν πρέπει να πιστεύουμε πως ακόμη και το όποιο λίγο πετύχαμε είναι τόσο εύκολο και κοινό να πραγματοποιηθεί, που θα μπορούσε άνετα να το έχει κάνει ο οποιοσδήποτε και συνεπώς κανένα κατόρθωμα δεν κάναμε. Ακόμη και η μικρή αλλά ποιοτική δουλειά ενός ανθρώπου πάνω σε κάτι, είναι αρκετή για να τον ξεχωρίσει από τον υπόλοιπο κόσμο. Είναι αρκετή για να κάνει αυτό το σκαλί να φαίνεται λες κι απέχει χιλιόμετρα από το έδαφος κι ας είναι ακόμη μόνο το πρώτο. Διότι θέλει αφοσίωση, προσωπικές θυσίες, απύθμενη υπομονή, επιμονή, συναισθηματικό σθένος, κράση, αντίσταση, πειθαρχεία, επίπονες προσπάθειες. Θέλει ιδρώτα, σωματικό και ψυχικό. Κι αν εμείς καταφέραμε να τα δώσουμε όλα αυτά, δε σημαίνει πως κι όλοι θα ήταν στον ίδιο βαθμό και για το ίδιο χρονικό διάστημα διατεθειμένοι να το κάνουν.
Ως οι πρωταγωνιστές σ’ αυτό, τείνουμε να ξεχνάμε το τι υπάρχει πριν από το πρώτο αυτό σκαλί. Το τι περάσαμε για να φτάσουμε σ’ αυτό. Τους δαίμονες με τους οποίους έπρεπε να παλεύουμε μέσα μας ώστε να μπορούμε να συνεχίζουμε να κάνουμε ένα-ένα βηματάκι, ακόμη κι αν για να κάνουμε εκείνο το ένα χρειάστηκε -ουκ ολίγες φορές- να κάνουμε δύο ή και τρία πίσω. Μόλις όμως φτάσουμε σ’ αυτό και κοιτάξουμε ψηλά, το μάτι εστιάζει σ’ αυτό που ακόμη έχουμε να υπομείνουμε, κι έτσι το μυαλό ξεχνάει το μόλις πρόσφατο παρελθόν και το τι έχουμε ήδη υπομείνει. Εξού και η υποτίμηση, είναι θέμα οπτικής.
Στεκόμενοι στο πρώτο σκαλί κοιτάμε πάνω και ψηλά. Όχι πίσω. Το πίσω το ξεχνάμε, χωρίς να το θέλουμε. Το περάσαμε, το αφήσαμε, πάμε για τα επόμενα. Κι ενώ η συγκεκριμένη τακτική μπορεί να αποδεικνύεται σωτήρια σ’ άλλες περιστάσεις στη ζωή μας, όταν η κουβέντα έρχεται σε στόχους, προσπάθειες και φιλοδοξίες δε βρίσκει την ίδια εφαρμογή. Γι’ αυτό κι όταν είναι να μιλήσουμε για τα ίδια ακριβώς κατορθώματα ενός άλλου, τον εξυψώνουμε. Επειδή η οπτική μας ως τρίτοι αλλάζει, αφού μας επιτρέπει εκ της θέσεώς μας ως θεατές από απόσταση, να κοιτάμε και το πίσω της διαδρομής του άλλου και να το αναγνωρίζουμε.
Κι αυτό ακριβώς είναι που μας παροτρύνει να κάνουμε ο Καβάφης. Να κοιτάμε πίσω, όχι μόνο για να δούμε το τι καταφέραμε, αλλά για να δούμε κι άλλους που έχουν απλά μείνει στο ξεκίνημα της διαδρομής, άλλους που τα έχουν παρατήσει στα μισά της διαδρομής. Όχι με το ύφος της χαιρεκακίας, αλλά της υπενθύμισης πως αν είναι να πέσουμε στην παγίδα να κοιτάμε πολύ μπροστά και να συγκρίνουμε αρνητικά τον εαυτό μας μ’ άλλους, μπορούμε κάλλιστα να δούμε λίγο και το καθρέφτισμα αυτής, το οποίο αποτελεί μια ισάξια θετική πραγματικότητα.
Κι όσον αφορά εκείνο το τελευταίο σκαλί, ας αναλογιστούμε πως αυτό ίσως να είναι μια ουτοπία. Σκεφτείτε πως κάθε τομέας της ζωή μας αποτελεί και μια σκάλα, όπου σε κάθε μια βρισκόμαστε και σ’ ένα διαφορετικό σκαλί. Μπορείτε να πείτε με σιγουριά ότι έχετε απόλυτα κι ολοκληρωτικά κατακτήσει το τελευταίο σκαλί σε κάποια; Κατά πάσα πιθανότητα όχι. Όχι γιατί δεν μπορείτε, αλλά γιατί δεν υπάρχει. Ποιο είναι το τελευταίο σκαλί; Ποιος ορίζει ποιο είναι αυτό; Ίσως σκοπός της ύπαρξης της σκάλας να μην είναι το να κατακτήσουμε την όποια κορυφή ενός σκαλιού, αλλά να λειτουργεί σαν ένα κίνητρο που θα μας κάνει να συνεχίζουμε να ανεβαίνουμε, να προσπαθούμε, να βελτιωνόμαστε και να εξελισσόμαστε, κι αυτό να είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμά μας.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη