«Να απαθανατίζεις αυτό που σε κάνει να νιώθεις κάτι κι όχι οτιδήποτε φαίνεται εντυπωσιακό». Αυτή ήταν η καλύτερη συμβουλή που πήρα όταν άρχισα να ασχολούμαι με τη φωτογραφία και την ενστερνίστηκα στο έπακρο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή μπορεί να μην το είχα συνειδητοποιήσει αλλά η αλήθεια είναι πως αυτό που πρωτίστως τραβούσε το βλέμμα μου και μου δημιουργούσε έντονη επιθυμία να απαθανατίσω με τον φωτογραφικό μου φακό ήταν κάτι που μου δημιουργούσε έντονα αισθήματα. Έτσι λέω πως κάθε φωτογραφία μιλά πρώτα στην καρδιά και στην ψυχή κι έπειτα στα μάτια.
Δεν είναι όμως αυτή η δύναμη και η μαγεία της φωτογραφίας; Μας δίνεται η δυνατότητα να εκφράσουμε με μια εικόνα αυτό που οι λέξεις αδυνατούν. Να αποκαλύψουμε με μια απεικόνιση αυτό που αισθανόμαστε, το οποίο δύσκολα μπορεί να μεταφραστεί σε λόγια και πράξεις. Και το καλύτερο απ’ όλα είναι ότι το κλειδώνουμε αναλλοίωτο στον χρόνο και κάθε φορά που το κοιτάμε αισθανόμαστε το ίδιο δέος και σαν χείμαρρος μας κατακλύζουν τα ίδια πρώτα αισθήματα που βιώσαμε όταν το πρωτοαντικρίσαμε.
Το δέος αυτό είναι ακόμη μεγαλύτερο κι έντονο όταν κοιτάμε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Μια τέτοια φωτογραφία σε καθηλώνει με το μυστήριο που εκπέμπει. Είναι σαν τις μυθικές σειρήνες του Οδυσσέα, μόνο που αντί με τη φωνή τους σε μαγεύουν με την αύρα τους, τη διαχρονικότητά τους και μια απόκοσμη ζωντάνια. Σου δίνουν την αίσθηση πως ο χρόνος σταμάτησε. Όχι στο τώρα αλλά σ’ έναν απροσδιόριστο παρελθοντικό χρόνο, δίνοντάς σου τη δυνατότητα να επιλέξεις πόσο μακρινός ή κοντινός θα είναι. Η αίσθηση του παλιού αποκτά διαφορετική έννοια κι αξία στα μάτια κάθε παρατηρητή αφήνοντας περιθώριο για αμέτρητες στάσεις στον χρόνο.
Μια ασπρόμαυρη φωτογραφία θα σου δείξει τη γύμνια της απεικόνισης. Δεν υπάρχουν φίλτρα, δεν υπάρχει επεξεργασία. Αυτό που βλέπεις είναι πιο αγνό, πιο αληθινό, πιο φυσικό. Δεν επεμβαίνει το ανθρώπινο χέρι. Εναπόκειται καθαρά στο μάτι του φωτογράφου, στις δεξιότητές του να φωτογραφίζει υπό σωστές γωνίες, τη σωστή χρονική στιγμή, με τον κατάλληλο φωτισμό, τη σωστή απόσταση, την ιδανική τοποθέτηση στο φωτογραφικό κάδρο. Όλα αυτά προσδίδουν στη φωτογραφία περισσότερη αξία και την ανεβάζουν στα μάτια μας.
Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες είναι ελεύθερες από όποιους περισπασμούς. Χρώματα, ρούχα, ανθρώπους κι αντικείμενα στον περίγυρο. Όλα ξαφνικά χάνουν τον πολυδιάστατο χαρακτήρα τους και μοιάζουν να είναι πιο επίπεδα. Παίρνουν δευτερεύοντα ρόλο και σου επιτρέπουν να εστιάσεις την προσοχή σου σε κάτι πιο ουσιαστικό, όπως την ενέργεια του ανθρώπου στη φωτογραφία, το τι λένε τα χείλη του, τα μάτια του, η προσωπικότητά του, τα χέρια του και γενικά η κίνηση και στάση του σώματός του. Εισπράττεις την αύρα της φωτογραφίας, αγγίζεις την ψυχή της.
Αν παρομοιάζαμε την ασπρόμαυρη φωτογραφία με άνθρωπο θα λέγαμε πως είναι πιο δυναμική, αποφασιστική, πιο άμεση, χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς φόβους. Οι σκιές είναι πιο ευδιάκριτες, οι γραμμές πιο αισθητές, το βάθος πιο μεγάλο, οι αντιθέσεις πιο έντονες. Όλα αυτά που μπορεί να διακρίνεις σε μια έγχρωμη φωτογραφία, στην ασπρόμαυρη είναι λες και πολλαπλασιάζονται. Εκλαμβάνεις στο πολλαπλάσιο την ένταση της στιγμής ή την ηρεμία που εκπέμπει, σου μεταδίδει το αίσθημα της ελευθερίας, της χαράς, της λύπης, του πόνου, του θυμού, της αγανάκτησης, κι όλα αυτά δίχως όρια, δίχως τέλος. Ασχέτως του συναισθήματος, υπάρχει κάτι μόνιμα δραματικό. Κάτι πιο σοκαριστικό. Κι όχι κατ’ ανάγκη με αρνητική έννοια. Σε κάνει να μένεις να την κοιτάς περισσότερο απ’ ότι μια έγχρωμη, σαν να μην μπορείς να τη χορτάσεις, λες και κάθε δευτερόλεπτο παραπάνω που ξοδεύεις, ανακαλύπτεις και κάτι καινούριο κι αυτό γίνεται εθιστικό.
Η Αμερικανίδα φωτογράφος Jennifer Price είπε το εξής «Αυτό που αγαπώ στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες είναι ότι μοιάζει περισσότερο σαν να διαβάζω το βιβλίο αντί να βλέπω την ταινία». Πόσο ταυτίζομαι μαζί της. Γιατί όπως διαβάζοντας ένα βιβλίο σού δίνεται η δυνατότητα να πλάσεις εσύ την εικόνα των χαρακτήρων, να δημιουργήσεις τον χώρο στον οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα, να επιλέξεις το εξωτερικό περιβάλλον, έτσι κι η ασπρόμαυρη φωτογραφία σε αφήνει να φανταστείς τα χρώματα. Μπορεί να είναι όσο ζωηρά ή μουντά θέλεις, αναλόγως με το τι εισπράττεις από την εικόνα. Μπορεί να είναι μια πανδαισία χρωμάτων ή αντίθετα η παλέτα σου να περιορίζεται μονάχα στα βασικά χρώματα ή να είναι απλώς μια παραλλαγή αποχρώσεων. Σε μια τέτοια διαδικασία αναπόφευκτα αφιερώνεις πιο πολύ χρόνο στη φωτογραφία και μελετάς περισσότερο τις λεπτομέρειες σε μια προσπάθεια να φανταστείς τι χρώμα θα μπορούσαν να είχαν και πώς θα φαίνονταν. Έτσι συμμετέχεις σ’ αυτό που βλέπεις και συνεπώς το αφομοιώνεις καλύτερα γιατί το κάνεις δικό σου.
Το γεγονός πως όλοι μας έχουμε ανά καιρούς μετατρέψει μια έγχρωμη φωτογραφία σε ασπρόμαυρη, χωρίς να μπορούμε ιδιαίτερα να εξηγήσουμε το γιατί, λέγοντας απλώς «μου κάνει κάτι διαφορετικό, μ’ αρέσει περισσότερο» είναι αρκετό. Το ανάποδο απίθανο να το έχουμε κάνει ποτέ κι αυτό είναι αξιοσημείωτο. Μια έγχρωμη φωτογραφία που γίνεται ασπρόμαυρη, αναβαθμίζεται. Παίρνει άλλη διάσταση. Μια ασπρόμαυρη όταν αποκτήσει χρώμα το πιο πιθανό είναι να μας απογοητεύσει, διότι θα χάσει τον μοναδικό χαρακτήρα και τη μαγεία της.
Προσωπικά ερωτεύομαι με την πρώτη μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, διότι δε με απογοητεύει ποτέ ή για να μην είμαι απόλυτη πολύ σπάνια συμβαίνει κάτι τέτοιο. Τη βλέπω λίγο σαν το γνωστό «little black dress» στη γλώσσα της μόδας. Όπως αυτό σε σώζει σε πολλές καταστάσεις και φάσεις αναποφασιστικότητας, έτσι και μια μαυρόασπρη φωτογραφία. Αν δεν είσαι σίγουρος για τις ρυθμίσεις που πρέπει να επιλέξεις, επέλεξε μαυρόασπρη, κι αυτόματα έχεις ήδη μεγαλουργήσει και καθηλώσει τις ματιές.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.