«Σ’ αγαπώ, δε θέλω να σε βλέπω, μού λείπεις, τι όμορφο, τι γλυκό, είσαι χαζός, α να χαθείς». Τι καταλαβαίνετε απ’ αυτές τις λέξεις/φράσεις; Μπορείτε να βγάλετε κάποιο συμπέρασμα απλώς και μόνο αν σας τις παραθέσω έτσι «άδειες και μόνες» εδώ; Ή, μπορείτε να βγάλετε ένα και μόνο κοινό συμπέρασμα; Φαίνεται τόσο απλό και προφανές στο κάτω κάτω. Δεν είναι όμως. Στοίχημα πως καθένας που τις διάβασε, τις εξέλαβε με διαφορετικό τρόπο, τόν τοποθέτησαν σε διαφορετικές καταστάσεις μυαλού και σώματος και τού έχουν γεννήσει διαφορετικά συναισθήματα. Κι εδώ είναι που γίνεται η διαπίστωση πως μια λέξη, μια φράση από μόνη της, δεν μπορεί να προδώσει πολλά πράγματα, αν δεν κοιτάξουμε πρώτα και τους συνοδούς της.
Τι είναι όμως αυτό που παίζει ρόλο για το πώς θα εκληφθεί μια λέξη από τον παραλήπτη της; Οι λέξεις παίρνουν μορφή αναλόγως της συναισθηματικής μας κατάστασης και της πρόθεσης με την οποία τις λέμε εμείς και οι συνομιλητές μας. Όλα εξαρτιόνται από το πλαίσιο στο οποίο αυτές χρησιμοποιούνται, το θέμα της συζήτησης, την αύρα της στιγμής, την ατμόσφαιρα, τον τόνο της φωνής, τις εκφράσεις στο πρόσωπο και τις κινήσεις των υπόλοιπων μελών του σώματος, αλλά και την ταυτότητα και σχέση των ατόμων που συνομιλούν τη δεδομένη στιγμή. Αντιλαμβάνεστε τώρα, πως μια λέξη μπορεί να έχει διαφορετικές εκφάνσεις αναλόγως των ποικίλων συνδυασμών των παραμέτρων αυτών.
Πρώτιστο ρόλο παίζει η πρόθεση και με τη λέξη αυτή νοείται το τι επιθυμούμε να επιτύχουμε και να επικοινωνήσουμε στον ή στους παραλήπτες των λεγόμενών μας. Ένα πρακτικό παράδειγμα να το αντιληφθούμε καλύτερα αυτό, είναι αν φέρουμε στο μυαλό μας ηθοποιούς, ή άτομα που απαγγέλνουν επί σκηνής. Το τι συναισθήματα θα προκληθούν στο κοινό, δεν εξαρτάται από αυτά που θα ακούσει, αλλά από τα αισθήματα που θα συνοδεύσουν αυτά που θα ακούσει. Η χροιά της φωνής του, η ταχύτητα με την οποία θα ειπωθεί κάτι, η έμφαση με την οποία θα τονιστούν κάποιες λέξεις και θα προσπεραστούν άλλες, οι παύσεις που θα γίνουν, το ύφος του ηθοποιού, όλα αυτά μαζί παίζουν καθοριστικό ρόλο ώστε να πείσει το θεατή πως βρίσκεται σε κατάσταση θυμού, έκπληξης, αγανάκτησης, απόγνωσης, χαράς, στεναχώριας. Χρειάζεται λοιπόν να πείσει τον θεατή να εισπράξει αυτά τα αισθήματα και ο μόνος τρόπος να το πετύχει είναι ντύνοντας τις λέξεις και χρησιμοποιώντας το σώμα του.
Ας το προβάλουμε τώρα στην καθημερινότητά μας, παίρνοντας σαν παράδειγμα τη λέξη «σ’ αγαπώ», που μπορεί να την πούμε απευθυνόμενοι σ’ ένα δικό μας άτομο. Αν προφέροντας τη λέξη αυτή πραγματικά το αισθανόμαστε, θέλουμε να το πούμε, θέλουμε να εκφράσουμε στο απέναντι πρόσωπο πώς νιώθουμε, θέλουμε να μεταφέρουμε αυτή τη θετική ενέργεια, το νοιάξιμο, τη ζεστασιά που πηγάζει από μέσα μας, τότε αυτό το «σ’ αγαπώ» στο άκουσμά του θα είναι φωτεινό, ζωντανό, ατελείωτο, έντονο, προστατευτικό, παθιάρικο. Κι αυτό θα ενισχυόταν με τη ζωηράδα και αμεσότητα στο τόνο της φωνής, τον ενθουσιασμό, το λαμπερό πρόσωπο, τα μάτια που μιλάνε κι αυτά καθώς συνοδεύουν τη λέξη και τη στάση του σώματος που θα ήταν ανοιχτή, με αυτοπεποίθηση και σιγουριά, προσκαλώντας ουσιαστικά τον άλλο. Αν ήταν να το αποτυπώσουμε στο χαρτί, αυτό θα ήταν με κεφαλαία έντονα γράμματα, υπογραμμισμένα, με 5 6 ωμέγα στο τέλος και καμιά δεκαριά θαυμαστικά επίσης.
Υπάρχει όμως και το άλλο «σ’ αγαπώ», το οποίο λέγεται με κάποια υποτονικότητα που υποδηλώνει βαριεστιμάρα, απροθυμία, λες και η χρήση του γίνεται με μισή καρδιά, λες και δεν το νιώθουμε 100%, λες και το λέμε επειδή πρέπει να το πούμε, ή επειδή εξαναγκαζόμαστε, επειδή έχει γίνει συνήθεια. Αν αυτή ήταν η πρόθεσή μας, να το πούμε δηλαδή τυπικά, επειδή πιστεύουμε λανθασμένα πως απλά και μόνο ξεστομίζοντάς το, πείθουμε τον άλλον, ενώ αγνοούμε πλήρως τη χροιά της φωνής, το άδειο βλέμμα, τη διστακτικότητα, τη μαζεμένη κλειστή στάση σώματος, τότε αδυνατούμε να συνειδητοποιήσουμε πως ένα τέτοιο «σ’ αγαπώ» θα ήταν άτονο, μουντό σε χρώμα, χωρίς φωνή, καμπουριασμένο και δειλό. Μια αντίστοιχη αναπαράσταση στο χαρτί θα ήταν να το δούμε γραμμένο με μικρά, κολλημένα, ανασφαλή, μη σίγουρα και μη ευανάγνωστα γράμματα, χωμένα σε μια γωνία της κόλλας, όπου τα τελευταία γράμματα θα τα βλέπαμε ξεθωριασμένα από την έλλειψη ενέργειας και δύναμης να γραφτούν. Ακόμη κι αν ένα τέτοιο «σ’ αγαπώ» λεχθεί 10 ή και 100 φορές, αν το πλαίσιο παραμένει ως πάνω, δεν πρόκειται με τίποτα να πείσει τον παραλήπτη του.
Με αντίστοιχο τρόπο υπάρχει το «σ’ αγαπώ» που θε ξεστομίσει κάποιος έτσι απρόοπτα αλλά η χρήση του θα αποδιδόταν καθαρά στο γεγονός πως μόλις κατάφερε να το βοηθήσει σε μια δυσκολία που είχε. Είναι σαν να χρησιμοποιείται δηλαδή στη θέση του «ευχαριστώ». Εφόσον λοιπόν αυτή είναι η πρόθεση, το συγκεκριμένο «σ’ αγαπώ» για να μεταμφιεστεί σε «ευχαριστώ», θα ήταν πιο ελαφρύ, πιο παιχνιδιάρικο, πιο αστείο, πιο χαριτωμένο, θα εμπεριείχε ευγνωμοσύνη και θα στερούσε οποιουδήποτε αισθήματος, καθώς ή πρόθεση θα ήταν μόνο να ευχαριστήσει το συνάδελφο. Αν αφαιρούσε κάποιος το πλαίσιο στο οποίο είχε λεχθεί, δηλαδή το τι προηγήθηκε, τις δυσκολίες που συζητήθηκαν, τη βοήθεια που ζητήθηκε, αν αφαιρούσε και τη σχέση μεταξύ των δύο αυτών συναδέλφων που επιτρέπει ένα τέτοιο αυθόρμητο και οικείο τρόπο έκφρασης, τότε άνετα η λέξη από μόνη της θα άφηνε ανοιχτά περιθώρια για μια άλλη διαφορετική ερμηνεία, που ουδεμία σχέση θα είχε με την πραγματικότητα.
Οι λέξεις λοιπόν, είναι σαν την πλαστελίνη, εύπλαστες, με δυνατότητα να πάρουν οποιαδήποτε μορφή εμείς τους δώσουμε μέσω των μη λεκτικών συμπεριφορών. Η σημασία τους και η ιστορία τους, μεταβάλλεται καθώς επηρεάζεται από κάποιες συγκεκριμένες παραμέτρους. Χρειάζεται συνεπώς, να γίνεται συνειδητή χρήση όλων των παραμέτρων που επηρεάζουν τη σημασία τους, ώστε να μεταδίδουμε ακριβώς το μήνυμα και το συναίσθημα που επιθυμούμε- πόσο μάλλον σε κάτι τόσο σπουδαίο, όπως την έκφραση της αγάπης. Είναι και ο κύριος λόγος που πολλές φορές βλέπουμε να μην ταυτίζεται το λεκτικό με το μη λεκτικό κομμάτι που εισπράττουμε, ή να δημιουργούνται παρεξηγήσεις μεταξύ του τι θεωρεί πως είπε ένα άτομο και πώς αυτό εκλήφθηκε στην πραγματικότητα από τον άλλον.
Υπάρχει ένα απόφθεγμα της Αφροαμερικανίδας ποιήτριας Μάγια Αγγέλου, το οποία σίγουρα όλοι ακούσαμε ξανά και με το οποίο αδιαμφισβήτητα ταυτιστήκαμε και λέει το εξής: «Οι άνθρωποι μπορεί να μη θυμούνται τι τους είπες, αλλά πάντα θα θυμούνται πώς τους έκανες να αισθανθούν». Αυτόματα αυτό προσδίδει μεγάλη βαρύτητα όχι στις λέξεις καθ’ αυτές, αλλά στον τρόπο που αυτές χρησιμοποιήθηκαν και συνεπώς στα συναισθήματα που προκάλεσαν. Έχοντας αυτό κατά νου, να θυμάσαι πάντα να διαλέγεις σοφά τα ρούχα με τα οποία θα ντύνεις τις λέξεις και τις φράσεις σου, ώστε να είσαι σίγουρος πως το μήνυμα και τα συναισθήματα που λαμβάνονται από τον παραλήπτη, ταυτίζονται με τη δική σου αρχική πρόθεση.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου