Πόσες φορές ακούσαμε ή και είπαμε σε ανθρώπους που αγαπάμε και μας αγαπούν, ότι θα έκαναν τα πάντα για εμάς και αντίστοιχα θα κάναμε κι εμείς τα πάντα για εκείνους; Σκεφτήκαμε ποτέ αν μέσα σ’ αυτό το αόριστο και εκ πρώτης πολλά υποσχόμενο και εξωπραγματικό «τα πάντα», θα μπορούσε να περιληφθεί και κάτι μεμπτό; Θα μπορούσαμε δηλαδή να φτάσουμε μέχρι και στην παρανομία για να σώσουμε για παράδειγμα κάποιον που αγαπάμε;
Αν θα έπρεπε να απαντήσουμε με απόλυτο γνώμονα τη λογική και καθαρά και μόνο με την ύπαρξη του αντικειμενικά και κοινωνικά σωστού και λάθους, του άσπρου και του μαύρου, η απάντηση θα ήταν πάντα η ίδια και θα ήταν όχι. Έλα όμως που όταν μιλάμε για τέτοια θέματα, θέματα καρδιάς και συναισθημάτων είναι λες και οι νευρώνες επεξεργασίας της λογικής βραχυκυκλώνουν. Είναι λες και φοράμε κάποια ειδικά γυαλιά που μας κάνουν να βλέπουμε τα πράγματα όχι τόσο απόλυτα, που μας αφήνουν να δούμε όχι μόνο άσπρο και μαύρο αλλά και γκρίζο, και μάλιστα όχι απλά να το δούμε, αλλά να κατανοήσουμε και την ύπαρξη και σημασία του. Μια ύπαρξη που προηγουμένως δεν ήμασταν σε θέση να αναγνωρίσουμε και να αντιληφθούμε.
Το κλειδί εδώ είναι πως αν υπό άλλες κανονικές συνθήκες αναγνωρίζαμε πως αυτό που πρόκειται να κάνουμε αντικειμενικά, κοινωνικά, ηθικά και νομικά είναι λάθος, βλέποντας τον εαυτό μας στη θέση αυτού που πρόκειται να το κάνει, έχουμε και την ανάγκη να γνωρίζουμε πως αυτό δεν απέχει και πολύ από τη λογική. Αλλιώς δε θα διαφέραμε από τους οποιουσδήποτε άλλους εγκληματίες κάθε μορφής που κυκλοφορούν γύρω μας οι οποίοι προβαίνουν σε αντίστοιχες παρανομίες. Κάτι που ο οργανισμός μας δεν μπορεί να επεξεργαστεί και να δεχτεί.
Οπότε, το τι κάνουμε συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις είναι να περνάμε από μια διαδικασία εκλογίκευσης της κατάστασης, ώστε να καταλήξουμε πως κάτω από τις συγκεκριμένες καταστάσεις στις οποίες εμείς βρισκόμαστε, βάσει των ξεχωριστών και ιδιαίτερων δεδομένων (πάντα είναι) που έχουμε, βάσει του πώς νιώθουμε απέναντι στο άλλο άτομο και πόσο σημαντικό είναι στη ζωή μας, αυτό που πάμε να κάνουμε έχει μια λογική. Μια δική του λογική. Διαφορετική από τη γενικά αποδεχτή ναι, αλλά και πάλι το εκλογικεύουμε. Το κατά πόσο μπορεί εν τέλει κάποιος να προβεί σε κάτι παράνομο, εναπόκειται στο πόσο καλά το έχει δουλέψει μέσα στο μυαλό του ώστε να πείσει τον εαυτό του, πως η πράξη του κάνει νόημα και είναι λογική κάτω από ένα διαφορετικό πρίσμα απ’ ότι θα ήταν αν τοποθετείται κάτω από τον απόλυτο φακό του λογικού. Και το κάνει.
Εύλογα κάποιος θα διερωτηθεί τι γίνεται με τις συνέπειες. Το θέμα είναι ότι πολύς κόσμος δε θεωρεί ότι θα υπάρχουν συνέπειες, γιατί μέσα στο σενάριο του μυαλού του, μέσα στη διαδικασία αυτή της εκλογίκευσης έχει ήδη δικαιολογήσει τον εαυτό του εστιάζοντας στο σκοπό της πράξης του, το γιατί το κάνει. Ότι είναι για να σώσει κάποιον που αγαπά. Γιατί δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Γιατί αν δεν το κάνει αυτός, κανένας άλλος δε θα το κάνει. Γιατί δε θα μπορούσε να συγχωρήσει τον εαυτό του αν άφηνε τον άνθρωπό του να πάρει την κατηφόρα χωρίς να βοηθήσει με όποιο τρόπο μπορεί, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε να παρανομήσει ο ίδιος. Γιατί το ίδιο θα έκανε και ο άλλος για τον ίδιο. Άρα είναι το αναγκαίο κακό που χρειάζεται να γίνει, ώστε να επιτευχθεί ένα καλό. Κι αυτό το σκεπτικό, αμέσως αφαιρεί από το όποιο βάρος θα είχε υπό άλλες συνθήκες μια τέτοια πράξη αν την κοίταζε μεμονωμένα.
Με λίγα λόγια είναι μια απόφαση στην οποία έρχονται έντονα σε σύγκρουση η καρδιά και το μυαλό. Το άτομο που είναι διατεθειμένο να διαπράξει κάποια παρανομία, έχει ήδη ακολουθήσει το συναίσθημα, την καρδιά. Κι αφού έκανε αυτή την επιλογή, ύστερα προβαίνει και στην επιλογή των κατάλληλων δικαιολογιών που θα μπορούν να μετατρέψουν αυτή την καθαρά συναισθηματική πράξη και σε μιας μορφής λογική. Με βάση αυτό το σκεπτικό λοιπόν, δε θεωρεί ότι κάνει λάθος, άρα και στο μυαλό του είναι πολύ απομακρυσμένη η πιθανότητα να βρεθεί αντιμέτωπος με τις όποιες συνέπειες. Δε συνειδητοποιεί πως αυτό είναι πιθανό και γιατί άλλωστε να υπάρχουν συνέπειες για κάτι που είχε καλό σκοπό;
Τι γίνεται όμως όταν η «τύχη» δε βοηθήσει; Όταν το άτομο χρειαστεί να έρθει αντιμέτωπο με όποιες ηθικές ή/και νομικές συνέπειες των πράξεών του; Ποια είναι η αντίδρασή του όταν πλέον δε βρίσκεται στη δική του φανταστική σφαίρα όπου είναι και προστατευμένος αλλά έρχεται αντιμέτωπος με αυτό που έκανε; Ποια και η συμπεριφορά του απέναντι στο άτομο για χάρη του οποίου το έκανε ευθύς εξαρχής; Ακόμη κι αν κάτι που έγινε ήταν μελετημένο, συνειδητοποιημένο κι ως ένα βαθμό υποθέσουμε πως είχαν ληφθεί κάποιες λογικές παράμετροι κι αξιολογήθηκαν οι πιθανές συνέπειες, ακόμη και τότε, τη στιγμή της αλήθειας θα υπάρχει ένα μεγάλο ταρακούνημα, μια αφύπνιση. Αφού πλέον αυτό που θεωρούνταν μέχρι χθες απομακρυσμένο, είναι τώρα η άμεση πραγματικότητά του.
Πολλές φορές οι άνθρωποι, σαν μηχανισμό άμυνας όταν είναι να κάνουμε κάτι για το οποίο μπορεί ένα κομμάτι μέσα μας να κλοτσάει για τους όποιους λόγους, αποστασιοποιούμαστε από τον ίδιο μας τον εαυτό. Δηλαδή είναι λες και δεν είμαστε εμείς αυτοί που κάνουμε αυτό το κάτι εκείνη την ώρα ή εκείνο το διάστημα. Λες και είμαστε παρατηρητές του ίδιου μας του εαυτού, ως ένας τρίτος. Έτσι μας είναι και πιο εύκολο να δούμε και να νιώσουμε ή να μη νιώσουμε κάποια πράγματα ώστε να διαχειριστούμε και την όλη κατάσταση καλύτερα. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να πει, πως με την αφύπνιση και την προσγείωση στην πραγματικότητα, το τι γίνεται είναι η ταύτιση του πραγματικού εαυτού του, με τον «εικονικό» εαυτό του, αυτόν τον οποίον παρατηρούσε μέχρι πρότινος να κάνει ό,τι έκανε και να τον δικαιολογεί.
Κι εκεί είναι που θα συνειδητοποιήσει και πόσο βαθιά έχει χωθεί μέσα σ’ αυτό το πράγμα. Πώς αυτό που θεωρούσε «απλό» κι «αναγκαίο» να γίνει, εν τέλει έχει προξενήσει τόσα άλλα γεγονότα, έχει αλλάξει τόσο τον ίδιο, τη ζωή του, του άλλου ανθρώπου, που πλέον έμοιαζε και αδύνατο να μπορεί να ξεφύγει από αυτό. Πως χωρίς να το καταλάβει έγινε κομμάτι του. Ένα κομμάτι που τώρα τον φέρνει αντιμέτωπο με σοβαρές κυρώσεις.
Όταν λοιπόν η λογική θα του κτυπήσει για τα καλά την πόρτα, τα αρνητικά συναισθήματα που θα τον κατακλύσουν, όπως πρωτίστως ο θυμός προς τον εαυτό που αφέθηκε να παρασυρθεί, ίσως κλονίσουν και την αγάπη, την πίστη και την αφοσίωση που έχει για τον άνθρωπο που αγαπά. Θα καταλήξει να επιρρίπτει προς τον εαυτό του που δεν κατάφερε να ελέγξει τα συναισθήματά του, ίσως ακολουθήσει και ο θυμός και ο καταλογισμός ευθυνών προς το άλλο άτομο: Που δε φάνηκε ο άλλος αρκετά δυνατός να αντιμετωπίσει της συνέπειες των δικών του πράξεων και δεν του άφησε του ιδίου άλλο περιθώριο, που δεν ήταν αρκετά δυνατός να διαχειριστεί μια κατάσταση μόνος του κι αναγκάστηκε ο άλλος να πάρει τον έλεγχο στα χέρια του, που έπραξε τόσο εγωιστικά και δε σκέφτηκε τον ίδιο καθόλου, αφού φυσικά και ήταν δεδομένο πως θα έκανε τα πάντα για να προστατεύσει τον άλλο.
Αρχίζει λοιπόν σ’ αυτή τη φάση μια τεράστια εσωτερική μάχη. Αφού το να έρχεται αντιμέτωπος κάποιος με τις συνέπειες είναι κάτι άμεσο που αλλάζει ραγδαία τη μετέπειτα πορεία και ζωή του και δεν είναι το ίδιο με το πώς έχει ήδη αλλάξει τη ζωή του η απόφαση που πήρε να παρανομήσει για χάρη αυτού που αγαπά. Το πόσο μπορεί αυτή η εσωτερική μάχη να φθείρει το ίδιο το άτομο και τη σχέση του με τον άλλο, εξαρτάται από πάρα πολλά πράγματα. Δεν έχουν όλα την ίδια κατάληξη, αφού τεράστιο ρόλο παίζει το πόσο μπορεί το άτομο να ξεφύγει από αυτήν την αρχική αντίδραση, πώς και ποια θα είναι η συμπεριφορά κι αντιμετώπιση του άλλου ατόμου απέναντί του, πόσο αληθινά κι έντονα ήταν αυτά που ένιωθε, βάσει των οποίων έκανε και ό,τι έκανε, πόσο δυνατή ήταν η σχέση τους και η αγάπη τους ευθύς εξαρχής.
Ίσως πάλι κάποιος αν είναι σε τέτοιο βαθμό συνειδητοποιημένος να δεχτεί στωικά τις συνέπειες. Γιατί ξέρει πως άξιζε αυτό που έκανε. Και θα το ξανάκανε αν χρειαζόταν. Κι ίσως αυτό το σκεπτικό και η πίστη σ’ αυτό που έχει κι αισθάνεται για το άλλο άτομο, να είναι αρκετά για να μπορεί να ζήσει και να δεχτεί τις συνέπειες. Ναι, δε θα είναι ιδανικές, αλλά με μια διαφορετική προσέγγιση, κάποιος μπορεί να το κάνει για να προστατέψει και τον ίδιο από τον πόνο που θα ένιωθε αν γνώριζε πως μη πράττοντας καθ’ αυτό τον τρόπο θα πρόδιδε το άλλο άτομο. Αν απλώς ακολουθούσε το τι του έλεγε η λογική του, τότε θα ήταν που δε θα άντεχε τον εαυτό του που αποφάσισε να μη βοηθήσει, να στηρίξει τον άνθρωπο που αγαπά, να προσφέρει με τον τρόπο του ακόμη κι αν αυτός είναι παράνομος. Κι ένας τέτοιος πόνος, μια τέτοια πραγματικότητα, ίσως να μη συγκρίνονται με τον πόνο που θα του προκαλέσουν οι όποιες συνέπειες. Γι΄αυτό πάντα θα παραμένει ο άνθρωπος ένα αλλόκοτα υπέροχο μυστήριο. Γιατί όλα όσα τον καταστρέφουν ταυτόχρονα τον λυτρώνουν κιόλας, καμιά φορά.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου