Πόσες φορές έχεις φωνάξει σαν κακομαθημένο νιάνιαρο «δε θέλω», ενώ μέσα σου σκέτο το «θέλω», χωρίς αρνητικά μόρια, σε σκουντάει να το ξεστομίσεις; Εννοείται και θες και παραθές. Κι ας λες πως δε θες. Δε θέλεις να πεις ότι θέλεις, αυτή είναι όλη η ιστορία.
Κάπως ανεξήγητα αυτή η άρνηση -σχεδόν πάντα- κρύβει την ισχυρότερη κατάφαση. Αυτό γίνεται λόγω αντιδραστικότητας, λόγω εγωισμού ή κάποιες φορές λόγω ευγένειας.
Ναι, αντιδραστικότητα. Σε κάτι το οποίο θες πολύ και το ξέρουν όλοι, όταν ερωτηθείς δίνεις εντελώς αυθόρμητα την αρνητική απάντηση. Η αντίδραση αυτή συνήθως γίνεται για χάριν εντυπωσιασμού ή έκπληξης. Γίνεται γιατί θέλεις να ταράξεις τα νερά, θέλεις λίγη σημασία παραπάνω. Περιμένεις να σε ρωτήσουν «Αφού ήθελες, τώρα γιατί δε θέλεις»; Με μια αρνητική απάντηση λοιπόν που στην ουσία δεν εννοείς, έχεις τραβήξει όλα τα βλέμματα πάνω σου.
Άλλος λόγος που αυταπαρνείσαι το «θέλω» σου απαντώντας αρνητικά, είναι αυτός ο κακός διαβολάκος που ζει μέσα σ’ όλους, ο εγωισμός. Δε θέλεις να δώσεις την ικανοποίηση ότι είσαι εύκολη λεία κι ακολουθείς το ρεύμα των πολλών, αρνείσαι την ανάγκη σου για να μη «σε καταπατήσουν» με λίγα λόγια. Θεωρείς ότι αν πεις στρογγυλά και καθαρά «ναι, θέλω», χάνεις το απρόσιτο στοιχείο του χαρακτήρα σου, που σε κατατάσσει ως μια αυστηρή και στυγνή φιγούρα. Λες κι οι φιγούρες αυτές δε θέλησαν ποτέ κάτι ή δε το δήλωσαν ευθέως. Κακά τσιτάτα προς αποφυγή είναι αυτά, κατάλαβέ το.
Μια άλλη περίπτωση που κρύβουμε το «θέλω» μετά από ένα «δεν», είναι όταν μας τρώει τη σάρκα η ευγένεια. Θεωρούμε αγένεια να πούμε ότι θέλουμε κάτι. Ντρεπόμαστε και δειλιάζουμε λες κι αυτό το ρήμα δηλώνει καταδικαστικά, κάποια αδυναμία μας. Σαν να ξεσκεπάζει τις ευαίσθητες πτυχές μας μια απλή αποδοχή κάποιας ανάγκης μας. Ένα απλό ρήμα είναι, δεν κρύβει καμιά συνωμοσία από πίσω του με σκοπό την εξόντωσή μας.
Πόσες φορές θέλησες να δεχτείς δανεικά όταν καιγόσουν από προθεσμίες; Πόσες φορές ένα σου «δε θέλω» κόστισε ανθρώπους και σχέσεις ζωής με κάποιους ανθρώπους; Άλλες πόσες φορές έχεις παραχωρήσει τη θέση σου, το ρεπό σου σε κάποιον που θεωρούσες ότι το ‘χει παραπάνω ανάγκη και γι’ αυτό αρνήθηκε το θέλω σου να διατυπωθεί;
Αν κάτσεις να το σκεφτείς τις περισσότερες φορές που εννοείς το «δε θέλω» είναι όταν έχεις νευριάσει ή όταν το ήθελες παλιότερα και το ‘χεις χορτάσει πια. Που και πάλι αν παρατηρήσεις, η άρνηση ήρθε ενώ το είχες θελήσει προηγουμένως. Οπότε και πάλι δεν το εννοείς όσο κι αν τονίζεις το «δεν». Πόσο αδικημένο ρήμα είν’ αυτό!
Μια τόσο δυνατή λέξη που από μόνη της βγάζει παραδοχή, ειλικρίνεια, σθένος κι αμεσότητα, να την αρνούμαστε συνειδητά κι ευθαρσώς. Λες κι είναι τίποτα μολυσματικό που πρέπει ν’ αποφύγουμε.
Πόσα πράγματα θα ήταν αλλιώς και πόσες καταστάσεις θα είχαν άλλη τροπή· αν σταματούσαμε να στουμπώνουμε σε μια τόσο φρεσκοπλυμένη λέξη αυτήν τη μαυρίλα της λασπωμένης άρνησης;
Δεν είπε κανείς πως όλες οι λέξεις πριν από ένα «θέλω» απαγορεύονται. Αντωνυμίες κι άρθρα είναι ευπρόσδεκτα κι αποδεκτά για οποιαδήποτε ριζική αλλαγή προκαλέσουν. Πόσο ωραίο είναι να πεις «σε θέλω», «τη θέλω», «θα το ήθελα» -σε περίπτωση που η ευγένειά σου σ’ ακολουθεί παντού. Ακόμα πιο όμορφο κι άκρως σπανιότατο είναι το «με θέλω». Αν αυτό το ξεστομίσεις κάποια στιγμή και τολμήσεις να εκτεθείς σε σένα, η αντιδραστικότητα κι ο εγωισμός που σε σκουντάν ν’ απαντήσεις αρνητικά, σ’ έχουν κιόλας εγκαταλείψει.
Αυτή είναι η πιο όμορφη εγκατάλειψη που θα μπορούσες να βιώσεις για ν’ απελευθερώσεις δεσμά που σου στερούσαν ανθρώπους που έχανες πίσω από αρνητικά πρόσημα. Σχέσεις, έρωτες, συντρόφους και φίλους, στιγμές κι αναμνήσεις που τώρα περήφανα θα κατέγραφες στη λίστα με ό,τι θετικό έζησες.
Να θες, να τον θες, να τη θελήσεις, να το πεις. Μη χάνεις άλλο την ουσία σπαταλώντας παραπάνω λέξεις. «Θέλω να σε παντρευτώ», «θέλω να μ’ αγαπάς», «θέλω να το λύσουμε», «θέλω να χωρίσουμε». Ένα «θέλω» αλλάζει ζωές κι αθροιστικά τα «θέλω» δημιουργούν τη ζωή.
Επιμέλεια Κειμένου Μένιας Ντελαβέγκα: Πωλίνα Πανέρη