«Το δικό μου», φωνάζει κι όλοι έχουν καταλάβει ποιος ήρθε. Πρόκειται για εκείνον τον τύπο που ξεδιψάει πίνοντας το ποτό του. Σίγουρα η τεκίλα δε σου παίρνει τη δίψα, ξέχνα το. Για το ρούμι, ούτε λόγος. Οπότε στρέφεσαι στην παρεξηγημένη αγκαλιά του τζιν. Ξέρει αυτός πώς ξεδιψάει.

Ο λάτρης του τζιν, ο υποστηρικτής του ή ο «αλκοολικός» όπως συχνά τον φωνάζουν, έχει λόγο που φανατίζεται μ’ αυτό το ποτό. Ίσως φταίει η λουλουδάτη του γεύση που το κάνει να ξεχωρίζει απ’ τα υπόλοιπα αλκοολούχα, ίσως ότι έχεις συνηθίσει τις πίκρες της ζωής κι αυτό το λεμονάτο και βοτανικό άρωμα σε κάνει να ξεχνιέσαι. Όποιος κι αν είναι ο λόγος, κανένας καταναλωτής του τζιν δεν άλλαξε ποτέ προτίμηση.

Ούτε σόδες, ούτε λεμόνια και χυμούς. Τόνικ. Ίσως επειδή τελικά προτιμάς την ίδια γεύση με τις προαναφερόμενες «πίκρες της ζωής», από συνήθεια. Το τόνικ έρχεται να σε βοηθήσει. Κι επίσης να δέσει τα μάγια που σου ‘χει κάνει το τζιν.

Κι αν γίνεται και με λιγότερο πάγο μήπως και κερδίσουμε καμιά σταγόνα τζιν, ακόμα καλύτερα. Δε φταίω εγώ, ούτε εσύ, κανείς μας δεν ευθύνεται που η κατάποσή του είναι σαn δροσερό νεράκι. Να μη νίωθεις άβολα όταν οι φίλοι σου παραγγέλνουν μπίρες ή όταν ψάχνουν ποια φιάλη βότκα ν’ ανοίξουν. Εσύ το τζιν τονάκι σου να ‘χεις στο χέρι κι ό,τι θέλουν ας πιουν.

Ωστόσο, έλαβαν χώρα έρευνες για να δηλώσουν πως όσοι προτιμούν την πικρή γεύση του τζιν τόνικ (μεταξύ κι άλλων πικρών γεύσεων εμείς εστιάζουμε στο τόνικ στην προκειμένη), θεωρούνται άνθρωποι σαδιστές και ψυχικά ασθενείς. Είναι λογικό. Πώς γίνεται να είσαι φυσιολογικός άνθρωπος και ν’ απολαμβάνεις κάτι πικρό; Οι έρευνες φαίνονται βάσιμες και λογικότατες.

Όσο όμως κι αν αυτές σε βγάζουν ψυχοπαθή, ο ουρανίσκος έχει πάρει τις αποφάσεις του και σίγουρα δε θ’ αλλάξει χούγια λόγω κάποιων πειραμάτων. Τι άλλο θα βρουν να ερευνήσουν για να μας βγάλουν άρρωστους; Πικρό – ξεπικρό το πίνεις και λες κι ένα τραγούδι. Καλά, ξεπερνάς το ένα.

Επίσης αν ψάξεις, θα βρεις πως το τζιν δημιουργήθηκε για ιατρικούς λόγους, προοριζόταν για φάρμακο. Κι εσύ ως φάρμακο το βλέπεις, αλλά γι’ άλλους θεραπευτικούς λόγους. Αυτά γιατί δεν τα διαδίδουν οι ερευνητές;

«Άλλο ένα φίλε». Μισό λεπτό. Μην πνιγείς. Εσύ δε στράβωσες ποτέ τη μούρη σου, όταν κάποιοι καταπίνουν αυτό το οινόπνευμα που λένε βότκα. Συνεπώς να μη δίνεις σημασία όταν σε ρωτάνε: «Μα πώς το πίνεις αυτό τo πράγμα»; «Έτσι» να λες πίνοντάς το μονορούφι, όπως του αρμόζει εξάλλου. Εσύ πικραίνεσαι, αυτοί γιατί σκοτίζονται τέλος πάντων;

Αν κάποιοι το βλέπουν σαν ένα απλό ποτό της μάζας, εσύ το βλέπεις ως ιεροτελεστία. Πονάς μέσα σου όταν πετάνε μες στο ποτήρι τζιν, άπειρο πάγο και ξεθυμασμένο τόνικ. Εννοείται κι έχει μύηση το τζιν τόνικ. Η παρασκευή του απαιτεί αφοσίωση. Όχι πως αν στο δώσουν νερωμένο δε θα το πιεις.

Αρχικά, θέλει λίγο πάγο κι ένα κλειστό μπουκαλάκι τζιν, για να προσθέσεις εσύ όση πίκρα αντέχει το στομάχι σου. Να νιώσεις τις φρέσκες φυσαλίδες του ανθρακικού, να σου γνέφουν μ’ αυτό το «πικρό» χαμόγελό τους. Δεν είναι παίξε-γέλασε, πετάμε ένα καλαμάκι κι άντε πιες το.

Δεν είναι βότκα που πηγαίνει μ’ όλα και σιγά κι αν έληξε ο χυμός πορτοκάλι ή η σόδα ήταν ανοιχτή. Δεν είναι ουίσκι να μουδιάζεις απ’ το κάψιμο και να μη σε νοιάζει αν έχει κόλα ή σμιλεμένο παγάκι. Όλη η πεμπτουσία του ποτού αυτού, κρύβεται στο τόνικ. Αλίμονο αν το σερβίρουν όπως να ‘ναι. Ανοιχτό, χιλιοσερβιρισμένο κι εκτεθειμένο ανάμεσα στ’ άλλα αναψυκτικά. Έγιναν όλα ίσα κι όμοια.

«Ε, ναι το ήπια. Φέρε μου ένα ακόμα». Εκεί βέβαια που νευριάζεις παραπάνω -κατάπιε πρώτα- και δεν κρατιέσαι να μη σχολιάσεις, είναι το θέμα με τα σφηνάκια. Όλοι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα να πιουν σε σφηνάκι το ποτό τους. Εσύ ούτε αλάτια ζητάς στη χούφτα, ούτε λεμόνια να πιπιλάς, ούτε το γιάγκερ να είναι στους -30.

Ακόμα και οι μπιροφάν, έχουν τα υποβρύχια για να κάνουν «στην υγειά μας». Δεν είναι άδικο να μην μπορείς να πεις στον μπάρμαν «βάλε μου σε παρακαλώ, πέντε σφηνάκια τζιν κι ένα για ‘σένα»; Η βότκα πρέπει να είχε μεγάλο βύσμα τελικά.

Ψυχεδελικός ή αλκοολικός λίγο σε νοιάζει. Αρνήθηκες τα τσίπουρα και τις σαμπάνιες όσο κι αν σε χλεύασαν. Η χολή τους κάποιες φορές ξεπερνούσε και την πίκρα του τόνικ.

Πιες άλλο ένα, άλλα δύο, όσα θες για να «ξεπικραθείς» απ’ αυτούς. Το μόνο περίεργο είναι ότι όσο κι αν σ’ έχει πικράνει το τόνικ, ποτέ δε σ’ έχει κάνει να κλάψεις. Ίσως γιατί όντως κάτι μέσα μας δεν πάει καλά, αγαπητοί «τζιντονικάκηδες».

«Γιατρέ, τα δεύτερα δικά σου».

 

Επιμέλεια Κειμένου Μένιας Ντελαβέγκα: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Μένια Ντελαβέγκα