Όσο έχεις κεφάλι στεγασμένο, αχνιστό φαγητό στο πιάτο, φουσκωτό καναπέ και φορτισμένο κινητό είναι οξύμωρο να επαναστατείς για την προσφυγιά που μαστίζει και ταυτόχρονα κλονίζει τις ζωές μας. Εννοείται θα δεχόμουν την επανάσταση, μόνο όπως της αρμόζει. Με σάρκα κι οστά. Όσο τα likes κι οι κοινοποιήσεις στα μέσα δικτύωσης αποτελούν συμπόνια, ας προτιμήσουμε τη σιωπή απ΄τη διαδικτυακή εξέγερση.
Μιλώντας πάντα εκ του ασφαλούς και χωρίς να εκπατρίζεται κανένας από μας, έχουμε φτιάξει ένα ηλεκτρονικό κουτάκι ανθρωπιάς, που εκεί στριμώχνουμε με status όλα τα κακοποιημένα όνειρα των ανθρώπων που γίνονται έρμαια του πολέμου και της αναμφίλεκτης καταστροφής. Συνειδησιακά εφησυχασμένοι πια -μετά από τόσες κοινοποιήσεις- βάζουμε το φορτιστή στην υποδοχή του ρεύματος και ξαπλώνουμε στα ζεστά μας σκεπάσματα.
Εμείς ανεξαιρέτως, τα θύματα μιας διαδικτυακής προπαγάνδας και μιας στυγερής αδράνειας, καλούμαστε να συμβάλουμε στο κοινό καλό των ξεριζωμένων ψυχών κι οικογενειών. Λίγο ειρωνικό κι άβολο ακούγεται, αν το εξετάσουμε πιο διεξοδικά. Με μια ιστορική αναδρομή στο χρόνο, υπήρξαμε θύματα πολλών παρομοίων και μη χτυπημάτων, υπήρξαμε πρόσφυγες και μετανάστες, για να επιβιώσουμε απ’ τον τυφώνα των όπλων. Αδαείς κι έκπληκτους στην ιδέα του ξεριζωμού, δηλαδή, δε θα μας αποκαλέσει κανένας. Συνεπώς, οι προσδοκίες γι’ αλληλεγγύη κι ανιδιοτελή προσφορά, θεωρούνται κάτι σαν αναγκαίο κακό. Θ’ αναρωτηθούμε γιατί συνετάχθη ως αναγκαίο κακό και θα εξηγήσω κάπως θαρραλέα.
Όσο κι αν βαυκαλίζεσαι πως δε διατρέχεις κίνδυνο, γιατί είσαι ασφαλής πίσω απ’ την οθόνη του υπολογιστή σου, στο αναγνωρίζω, γιατί κι εγώ με το πληκτρολόγιο έχω να κάνω. Ήθελα να ‘ξερα, πόσα likes χρειάστηκε να κάνεις, για ν’ ανοίξει ο φράχτης κλειστών συνόρων στην Ειδομένη; Πόσα κέντρα φιλοξενίας άνοιξες, για να γλιτώσουν απ΄τις βροχές και το κρύο τα κατατρεγμένα μωρά; Πόσους καταυλισμούς καθάρισες από τόνους σκουπιδιών, για ν’ αναπνεύσουν λίγο οξυγόνο, όταν η θερμοκρασία διαβίωσής τους, αγγίζει τους 40 βαθμούς; Πόσα πιάτα φαγητού γέμισες; Πόσες καθαρές από λάσπη κουβέρτες προσέφεραν οι κοινοποιήσεις σου;
Σ’ αυτό το σκηνικό ντροπής, εκεί όπου βουλιάζουν τα λιμάνια απ’ απόγνωση, εκεί που οι σταθμοί των τρένων καταπνίγονται με ζητιανιά για ζωή, εκεί που τα σύνορα νιώθεις να μη γειτονεύουν, αλλά να επαιτούν παράταση παραμονής, εκεί λοιπόν, βγες απ΄την οθόνη σου κι άντε βρες στο κομοδίνο σου καμιά ξεχασμένη φιλανθρωπία. Όχι απ’ αυτές τις πλασματικές, που κατευνάζουν την προσφυγιά με την αναδημοσίευση φωτογραφιών, που επικαλούν κάποιο αόρατο συναίσθημα, αλλά με την αρπαγή των εκτελεστικών όπλων απ’ τους φονιάδες.
Μην ταράζεσαι, αλληγορικά το έθεσα. Δε θα ματώσουν τα γόνατά σου. Τα όπλα σου, τα όπλα μου, η δύναμή μας, είναι η ίδια μας η παλάμη. Όχι αυτή που θα κάνει κλικ για like, χρησιμοποίησε την άλλη, δύο έχεις. Άνοιξε λοιπόν την άλλη κι άσε να πέσει από ‘κει ό,τι σου περισσεύει. Φάρμακα, κουβέρτες, ένα κομμάτι ψωμί, μισό κιλό αγκαλιά, μια χούφτα παρηγοριάς, κάτι τέλος πάντων. Κάτι, που να σπρώξει το χαμόγελο σ’ ένα πιτσιρίκι. Αυτά δεν καταλαβαίνουν όσα εμείς κι ίσως να σου επιστρέψουν το ένα τέταρτο άπ’ το μισό κιλό της αγκαλιάς, για ευχαριστώ. Βλέπεις; Πάλι κερδισμένος θα ‘σαι αν το καλοσκεφτείς. Δε θα λιγοστέψει κάτι απ’ όσα είχες ήδη, ρε εγωιστή. Ίσως μάλιστα ν’ αναπτυχθεί λίγο η συνείδησή σου και το βράδυ να μη στριφογυρίζεις κάτω απ’ τα σεντόνια σου.
Άσυλο για να ζήσουν ζητούν, όχι για να μας στερήσουν την πολυτέλειά μας. Άσυλο για να μη φοβούνται, αν ακουστεί κρότος, πως θα πεθάνουν. Άσυλο για τα μωρά τους, που αντί για μπάλες και παιχνίδια, παίζουν με πεταμένες συσκευασίες και διαβάζουν μόνο αγωνίες σε μάτια, αντί βιβλίων.
Βέβαια, όταν γνωρίζουμε πως οι δικοί μας άνθρωποι ζουν ικανοποιημένοι από ύλη κι αγάπη, αυτά είναι ψιλά γράμματα. Ό,τι δε συμβαίνει όμως μες στο σπίτι σου, μην το αποποιείσαι, υπάρχει. Αν βγεις στο μπαλκόνι, αν πας στο κέντρο μια βόλτα, θα το δεις. Εθελοτυφλείς λανθασμένα. Σε λάθος ανθρώπους, που δε σ’ έβλαψαν. Το έλεός σου ζητούν κι εσύ καλείσαι να διακόψεις την ασύρματη σύνδεσή σου στο δίκτυο και να προσφέρεις. Να σηκωθείς απ’ τον καναπέ που ‘χεις βουλιάξει χρόνια κι επικρίνεις και να ενεργοποιήσεις τη ρύθμιση αρωγής κι ανόθευτης συμπαράστασης.
Κανένα προσωπάκι παιδιού δε θα σ’ αντιμετωπίσει με υστεροβουλία και καχυποψία. Να ‘σαι σίγουρος πως θα σε θυμάται μια ζωή, εσένα και την παλάμη σου. Το like σου ίσως χαθεί με την ανανέωση του διακομιστή, αλλά η αφή του χεριού σου θα μείνει ανάγλυφη σ’ όποιο χεράκι τη χαρίσεις.
Η πεμπτουσία δεν είναι να σε πουν «ήρωα», δε θα σώσεις την ανθρωπότητα έτσι, όμως θα ιχνηλατήσεις σ’ ένα πεδίο μάχης, με τρομερό θάρρος, σχεδόν ηρωικά, όταν η μάζα πληκτρολογεί υπνωτισμένη. Θα ‘χεις αφαιρέσει απ’ το μίγμα ένα κουταλάκι βολέματος απ’ τον καναπέ και τον υπολογιστή και θα το ‘χεις μετουσιώσει σ’ ένα τεράστιο βαρέλι ανθρωπισμού. Το αντάλλαγμά σου θα ‘ναι μάτια που θα σ’ ευγνωμονούν για το δικό σου τίποτα, που για ‘κείνα θα’ ναι μια απύθμενη θάλασσα, σαν εκείνη που τα ξέβρασε. Εις το επανιδείν, λοιπόν, πρέπει να κλείσω κι εγώ το λάπτοπ, γιατί τελειώνει η μπαταρία ανθρωπιάς.
Επιμέλεια Κειμένου Μένιας Ντελαβέγκα: Ιωάννα Κακούρη