Ραβασάκια. Τι ρομαντική λέξη! Σε ποστ-ιτ, σε καθρέφτες, σε χαρτιά, σε τετράδια, σ’ αμάξια, σε κινητά. Γραμμένα με σκόνη, με κραγιόν, με μελάνι, με μολύβι, με κεφαλαία, σκούρη γραμματοσειρά. Ένα κείμενο, μια παράγραφος, μια φράση, μια λέξη ή ακόμα κι ένα γράμμα είναι αυτά που θέλουν να χαράξουν.
Πέρα απ’ το ρομαντισμό, πέρα απ’ την ασθενή μνήμη που σε σπρώχνει να σημειώνεις όπου βρεις, υπάρχουν κι εκείνα τα σημεία που σημειώνεις γιατί αυτά είναι η προσωπικότητά σου. Δε θα μιλήσουμε για τοίχους, ούτε για τζάμια. Αυτοί είναι οι επαναστάτες. Εδώ θα μιλήσουμε για τους περιθωριακούς, τους μυστήριους, τους σκοτεινούς, τους μυστηριώδεις.
Αυτούς που σημειώνουν σ’ ένα κομμάτι της ζωής τους, της καθημερινότητάς τους, σ’ ένα κομμάτι της συνήθειας και της εξάρτησής τους. Στα τσιγάρα τους.
Στο πακέτο τους για παράδειγμα. Είναι ο μόνος τρόπος να θυμηθούν αυτό που μπορεί να ξεχάσουν, βλέποντάς το γραμμένο στο αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής τους. Στα τσιγάρα τους.
Τους βλέπεις στο μπαρ να ζητούν στιλό και μόλις το πάρουν στα χέρια τους, πετούν το σακουλάκι απ’ το πακέτο των τσιγάρων και ξεκινούν να σημειώνουν. Μια δουλειά, μια υποχρέωση, ένα τραγούδι, ένα στίχο, ένα τηλέφωνο, ένα όνομα.
Από μόνη της η πράξη είναι σαν να δηλώνει εκείνον που το κάνει ως άνθρωπο φευγάτο, παρορμητικό, αυθόρμητο. Άνθρωπο που δε χρειάζεται δεύτερες σκέψεις στη ζωή του. Τι θα λέγαμε όμως αν, αντί γι’ αυτή την ομάδα ανθρώπων που γράφουν στο πακέτο τους, μιλήσουμε για κάτι άλλους που γράφουν στα ίδια τα τσιγάρα τους.
Ακούγεται λίγο παράλογο, αλλά εδώ δεν είμαστε για να εξηγήσουμε λογικά το τι συνηθίζει και τι γεμίζει τον καθένα από μας. Ναι, υπάρχουν αυτά τα άτομα που βγάζουν έξω το τσιγάρο τους -όχι για να το καπνίσουν- αλλά για να γράψουν πάνω του. Είναι σαν εξομολόγηση, σαν μαρτυρία που δε φοβάσαι να διαρρεύσει, γιατί ξέρεις καλά πως μόλις ο αναπτήρας παίξει το ρόλο του, θα είναι σαν να μην έγραψες ποτέ, τίποτα.
Δεν είναι αυτοαναίρεση, είναι προσωπικό ζήτημα. Είναι ένα μυστικό που μένει πάντα μυστικό. Ποιος θα μπορέσει να συναρμολογήσει και να μεταφράσει τις στάχτες μετά; Κανείς, οπότε τελικά μήπως υπάρχει λογική εξήγηση σε μια τέτοια συνήθεια;
Και το θέμα όλο είναι ότι δεν είναι μόνο δικές τους οι σημειώσεις. Υποχρεώσεις που δε θέλουν να ξεχάσουν ή ένα ρεφρέν από τραγούδι. Η ουσία είναι ότι το γράψιμο πάνω στο τσιγάρο, είναι το δικό τους ραβασάκι.
Είναι το σημειωματάκι, που θα δώσουν σ’ αυτόν που αγαπούν. Είναι το χαμόγελο, που θέλουν να δώσουν σ’ εκείνον που κρυφά το πέταξαν στα πράγματά του. Είναι ο τρόπος να εκφράσουν την ασυνήθιστη φύση τους, το φευγάτο πνεύμα τους, το χαρακτηριστικό τους.
Πάνω σε τσιγάρα θα δεις δυο λέξεις πολύ προσωπικές κι ιδιαίτερες, θα δεις ένα παράπονο, θα δεις κάτι γνώριμο από λέξεις τραγουδιού, θα τύχει πάνω εκεί να διαβάσεις όρκους ή κι υποσχέσεις, δηλώσεις ή όσα ντρέπεσαι να πεις με το στόμα.
Όμως αν το καλοσκεφτείς, απ’ το στόμα που φοβούνται να βγουν οι λέξεις και πάνε και κολλάνε στο τσιγάρο, πάλι σε στόμα καταλήγουν. Του ίδιου του διστακτικού που δεν τολμάει να ξεστομίσει όσα γράφει ή κάποιου άλλου που έχει τα ίδια λόγια στα χείλη του -ίσως και καλύτερα- απ’ τα δικά σου τα ντροπαλά, τα προσεκτικά.
Από στόμα σε στόμα πάει το σημείωμα που είναι γραμμένο σ’ ένα τσιγάρο, απλώς με διαφορετικό τρόπο, αλλά με ίδια ή και δυνατότερη επιθυμία.
Γράψτε στα πακέτα, κάντε τη διαφορά. Κάντε τον άλλον να κόψει το κάπνισμα, γιατί θέλει να κρατήσει τις λέξεις που μαρτυρήσατε πάνω στα τσιγάρα για πάντα μαζί του, ως ανάμνηση.
Δεν είναι για όλους το χαρτί, δεν είναι για όλους τα κινητά. Κάποιοι έχουν και κάτι ξεχωριστό εκεί έξω.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου