Πότε θέλησες κάτι πάρα πολύ και το σύμπαν ήταν δίπλα σου μ’ ανοιχτά αυτιά, έτοιμο να σπεύσει για τις πρώτες βοήθειες; «Ποτέ» θ’ απαντήσεις. Ή, τουλάχιστον, δε σου συστήθηκε κάποιος ως «σύμπαν» απ’ όσο θυμάσαι. Μάλλον γιατί ο σοφός όταν τα έλεγε μπορεί ως «σύμπαν» να χαρακτήριζε εσένα γιατί απλά δεν ήξερε και τ’ όνομά σου.
Ναι, αυτό που εννοούμε ακριβώς με την παραπάνω παρομοίωση είναι πως η δύναμη της θέλησης που ψάχνεις σε σύμπαντα, αντικείμενα κι ανθρώπους είναι αποκλειστικά και μόνο δική σου. Θες κάτι, το πιστεύεις, το προσπαθείς, το παλεύεις, το ξαναγυροφέρνεις μέχρι που το καταφέρνεις.
Το σύμπαν ήδη ασχολείται με πολλά αθροίσματα δυνάμεων για να βρει χρόνο ν’ ασχοληθεί και με τη θέλησή σου. Είναι τόσο απασχολημένο που σε πεισμώνει να μη το χρειάζεσαι για να τα καταφέρεις. Μπορεί να στρώσεις λίγο παραπάνω κώλο κάτω, γιατί κανένας στόχος δεν ήταν εύκολος σ’ αυτή τη βρωμοζωή που βιώνουμε. Αλλά, τουλάχιστον, ξέρεις στα σίγουρα πως αρκεί ο εαυτός σου να το θελήσει αρκετά για να το καταφέρεις. Κανένας τρίτος και καμιά υπερδύναμη δε συνωμοτούν. Σταμάτα να φανατίζεσαι με τα τσιτάτα.
Υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη απ’ αυτήν που έχεις μέσα σου καταχωνιασμένη; Μπορεί να την έχεις βάλει κάπου ψηλά και να μην τη φτάνεις. Στη ντουλάπα με τα χειμωνιάτικα ας πούμε. Πρέπει να βρεις μια σκάλα για να την κατεβάσεις. Τ’ ότι δεν τη φτάνεις δε σημαίνει πως δεν υπάρχει. Κι αν η σκάλα είναι πολύ κοντή, βάλε μαξιλάρια. Εκεί μέσα είναι η δύναμη, κάτω απ’ τα κασκόλ. Δεν μπορεί να χάθηκε επειδή πέρασε καιρός από τότε που τη χρειάστηκες για τελευταία φορά.
Αν βαριέσαι όμως να τη βρεις, σημαίνει πως δεν τη θες κι ιδιαίτερα. Αν τη θες, πάσει θυσία θα τη βρεις. Εκεί είναι το μυστικό. Να θες κάτι απ’ τα τοιχώματα της καρδιάς σου. Αν το θες βαθιά και δυνατά, η λέξη «εμπόδιο» είναι όχι απλά άγνωστη αλλά και ασήμαντη έννοια.
Θες μια καλύτερη δουλειά. Ψάξε, τρέχα, βρες σε τοίχο, σκόνταψε σ’ απορρίψεις. Θα τη βρεις. Μπορεί ν’ αργήσεις, αλλά θα τα καταφέρεις. Ξέρουμε καλά πως ό,τι αργεί να έρθει ή μας ταλαιπωρήσει λίγο παραπάνω, έχει στάνταρ πιο ξεχωριστή αξία μέσα μας.
Θες ν’ αλλάξεις τη ζωή σου γιατί δε χωράει πια τους στόχους σου και σε όσα θέλεις. Φέρε εργαλεία, ξεκίνα το γκρέμισμα, κατεδάφισε ό,τι χρειαστεί ή στην χειρότερη -καλύτερα- κλείσε εισιτήρια και πάρε δρόμο. Φύτεψε σ’ άλλο έδαφος τα σποράκια που ονομάζεις «ζωή».
Θες έναν άνθρωπο πολύ, που ως τώρα δε στον έφερε η ζωή από μόνη της. Εσύ θα την κάνεις να στον φέρει. Κυνήγα, ρώτα, προσπάθησε, βγες στη μάχη. Πόσο οχυρωμένος να είναι; Η δύναμη εκείνη που σε κάνει να επιθυμείς σθεναρά κάτι ή κάποιον είναι κανονική τορπίλη αν το καλοσκεφτείς. Ζώσου εκρηκτικά και ρίχνε. Μπροστά σου θα έρθει άοπλος και δε θα το πιστεύεις στο τέλος.
Σκέψου και κάτι πιο κακό, πιο ανίκητο. Μια αρρώστια. Είμαστε μικροί για να νικήσουμε τέτοια τέρατα. Αλλά μήπως αυτό θέλουμε να πιστέψουμε γιατί ξεμείναμε από δύναμη; Τρέχα ν’ αλλάξεις μπαταρίες. Κανείς δεν ξεμένει από δύναμη. Διάλειμμα είναι απ’ την υπερπροσπάθεια. Θα ματώσεις, θα πονέσεις, θα σκοντάψεις, αλλά μη σταματήσεις λεπτό να το θέλεις. Να το πιστεύεις, να το κερδίσεις πρώτα στο μυαλό σου, για να το κατορθώσεις και στο σώμα σου.
Οι δικαιολογίες είναι αέναες. Ξανά και ξανά θα βρεις ένα «δε μπορώ», ένα «κουράστηκα», ένα «δεν αντέχω» για να στολίσεις περίτεχνα την αδυναμία του κατακτητή που ξαφνικά τα παράτησε. Δεν υπάρχει κάτι μπροστά στο δρόμο σου να σε σταματήσει, πέρα απ’ τις δικαιολογίες. Πρέπει δικαιολογώντας κι εσύ να εξηγήσεις στον εαυτό σου ότι δε θέλησες αρκετά. Επειδή ακριβώς δε θέλησες αρκετά, όλα τα «δε μπορώ» συσσωρεύονται και φράζουν τα «θα το κάνω».
Ξεβούλωσε όσους σωλήνες μέσα σου έχουν βουλώσει οι δικαιολογίες και τίγκαρέ τους όλους με θέληση. Να μην ξαναχωρέσει σε κανένα λούκι δικαιολογία. Να πήξεις από θέληση, για να’ ρθει ο μαγικός εκείνος τρόπος της νίκης. Νίκη, όχι αυτή με τα βραβεία. Την άλλη, την ηθική. Αυτή που λάμπει από μόνη της χωρίς κανένα χρυσό γυαλιστερό μετάλλιο για να τη δεις. Αυτή που σου έμαθε να βάζεις σε στοίχιση θέλησης όλα σου τα κύτταρα, για να πανηγυρίσεις στο τέλος το κατόρθωμά σου.
Αν δεν καταφέρεις, δεν πίστεψες. Αν δεν πίστεψες, δε θέλησες. Αν δε θέλησες, έχασες. Μόνο που όταν χάνεις ακόμα κι οι δικαιολογίες είναι καμουφλαρισμένες ηττοπάθειες. Κανείς δεν τις πιστεύει. Οι άλλοι βέβαια δε μας νοιάζουν, αλλά ούτε εσύ σε πιστεύεις στην απολογία σου. Κι αυτή είναι η πιο μεγάλη ήττα.
Επιμέλεια κειμένου Μένιας Ντελαβέγκα: Ελευθερία Παπασάββα.