Και βγαίνεις απ’ το σπίτι σου όλο κέφι γιατί έτσι έτυχε να ξυπνήσεις ή γιατί έτσι έπεισες τον εαυτό σου πως νιώθει. Το πώς έφτασες στο κέφι, δε μας αφορά. Είσαι λοιπόν τίγκα στο χαμόγελο και την ενέργεια κι έτσι σου γουστάρει τέλος πάντων, να πεις «καλημέρα» στην κυρία που περνάει δίπλα σου απ’ το πεζοδρόμιο.
Το αποτέλεσμα αυτού του αυθορμητισμού σου, είναι η «καλημέρα» σου να πέσει κάτω, να τραυματιστεί και ν’ αρχίσει να κλαίει που δεν της έδωσε κανένας σημασία. Γιατί να της δώσει εξάλλου; Έχει κάποιος να κερδίσει κάτι απτό απ’ αυτήν; Τι, επειδή σήμερα εσύ έκανες ενέσεις καλής διάθεσης πριν βγεις απ’ το σπίτι; Πρέπει όλοι να νιώθουν όπως νιώθεις κι εσύ; Ξέρεις τι προβλήματα κουβαλάει ο καθένας στην πλάτη του για ν’ ασχοληθεί με τις «καλημέρες» σου;
Είπε όμως κάποιος, πως αν αδιαφορήσεις σε μια τόσο όμορφη κι ανθρώπινη κουβέντα, τα προβλήματά σου θα καλυτερεύσουν ή θα μειωθούν; Θα πάψεις να ‘χεις σκοτούρες κι ένα σωρό προβλήματα, αν κάνεις πως δεν την άκουσες κι απλά δώσεις στον άλλο ένα βλέμμα απορίας; Κανένας νομίζω δεν τα λέει αυτό παρά μόνο το στενό και τσιμεντένιο μας μυαλό.
Δοκίμασες να πεις ένα «επίσης» σ’ αυτόν τον τρελό περιπτερά που δε σε ήξερε κι από χθες και σε καλημερίζει λες κι είσαι συγγενής του; Δοκίμασες πριν παραγγείλεις τον καφέ σου να ξεφουρνίσεις μια «καλημέρα» πιο φρέσκια κι από κουλούρι Θεσσαλονίκης στην Αριστοτέλους; Μήπως ποτέ τόλμησες, έτσι χωρίς λόγο, χωρίς να έχεις κερδίσει το λαχείο, χωρίς να σταμάτησες να χρωστάς, χωρίς να πήρες αύξηση ή προαγωγή, να πεις από μόνος σου στην κοπέλα με το σκύλο ή στη γιαγιούλα στη στάση, «καλημέρα»;
Όχι, δε δοκίμασες ποτέ γιατί τι είναι η «καλημέρα», κανένα φάρμακο; Τρελοί είμαστε να προχωράμε και ν’ αραδιάζουμε «καλημέρες», λες κι είναι γόπες στο δρόμο; Δεν είσαι τρελός, είσαι άνθρωπος. Θα γίνεις αυτό που εκπλήσσει εσένα απ’ αυτούς που σε καλημερίζουν χωρίς να γνωρίζεστε. Αυτήν την έκπληξη που νιώθεις εσύ, δωσ’ την και σε κάποιον άλλον.
Φτιαξ’ του τη μέρα, κάνε τον να έχει την ιδέα πως η μέρα του θα πάει καλά ή έστω δε θα είναι σαν τη χθεσινή και γι’ αυτό θα ευθύνεσαι εσύ. Καν’ τον να πάρει την «καλημέρα» σου και να τη δώσει μετά κάπου αλλού. Δες την «καλημέρα» σαν σκυτάλη, που έχει έναν σκοπό. Να προκαλέσετε λίγη απορία, λίγη απρόβλεπτη ατμόσφαιρα όταν φτάνει το λεωφορείο μπροστά στα μάτια σας. Να μην προλάβουν τα μάτια να δουν ποιο λεωφορείο ήταν κι αν είναι το δικό τους, γιατί θα έχουν ξεμείνει στα χείλη που συλλάβισε την «καλημέρα».
Μα τι είναι το τόσο σημαντικό σε μια τέτοια λέξη; «Καλημέρα» θα σου πουν και στην τράπεζα όταν πας να δώσεις λεφτά. «Καλημέρα» θα σου πουν κι όταν είναι να πάρεις λεφτά. Μήπως τελικά η λέξη δεν έχει κανένα απολύτως συμφέρον; Χέστηκε αν θα φύγεις μ’ άδειο ή γεμάτο πορτοφόλι.
Αυτό που τη νοιάζει, είναι να φύγεις με γεμάτη μέρα. Κι αν αυτό σου πάει πολύ για να το πιστέψεις, έστω να φύγεις με γεμάτο το λεπτό που την άκουσες. Κάτσε μέτρα πόσα γεμάτα λεπτά βιώνεις κατά τη διάρκεια της μέρας, να δεις πόσο σημαντικό θα είναι έστω κι ένα γεμάτο λεπτό στη ρουτίνα που ζεις. Κι αν δε ζεις ρουτίνα κι η ζωή σου είναι γεμάτη, τότε αναγνωρίζεις πόσο πολύ γεμίζεις την καρδιά του άλλου και τη διάθεσή του, με την έκπληξη μιας καλημέρας. Τότε θα γνωρίζεις επίσης, ότι μπορείς να κάνεις και των άλλων τη ζωή λίγο πιο άξαφνη, πιο απρόβλεπτη και πιο ευχάριστη, αν αφήσεις να σου ξεφύγει αυτή η ριμάδα η «καλημέρα».
Τόσος ντόρος για μια λέξη; Ναι, γιατί κανείς πια δεν εννοεί τις λέξεις που αραδιάζει. Έχουμε ρουφήξει τη σημασία τους απ’ την πολυκαιρία και την άσκοπη χρήση τους. Δεν είναι «σ’ αγαπώ» που θα σκεφτείς πού θα το πεις. Όχι πως ξέρουν τι εννοούν όσοι κι όταν το λένε, αλλά κουβέντα κάνουμε. Τι δεσμούς να χτίσει μια «καλημέρα» που τόσο σε τρομάζει το άκουσμά της από έναν άγνωστο; Μη φοβηθείς, δε θα δεθείς, δε θα πληγωθείς, ούτε θα χάσεις κάτι.
Οι δεσμοί που θα δημιουργηθούν είναι αυτοί της ανθρωπιάς. Αν σε ξαφνιάσουν είναι επειδή την ανθρωπιά δεν την πολυτρακάρεις τελευταία. Είναι ξενιστής για τον οργανισμό, θες να τον αποβάλεις διότι δεν τον ξέρεις. Είναι άγνωστος. Θες να τον πετάξεις από πάνω σου.
Να μην την τσιγκουνεύεσαι την «καλημέρα». Δε θα σου βουτήξει το πορτοφόλι αν εμφανιστεί στο δρόμο σου, λίγο άγχος σου βουτάει, λίγη καχυποψία. Και ας πάει και στο διάολο, γίνε κι εσύ μια φορά κλέφτης, γιατί έτσι, θα γίνεις λίγο παραπάνω άνθρωπος. Οξύμωρο, ε; Πέτα μια «καλημέρα» κι όπου φύγει-φύγει μετά. Θα’ χεις βουτήξει λίγη επιφυλακτικότητα, λίγη μαυρίλα απ’ το μπουφάν του άλλου.
Κι αν είναι βράδυ και δεν μπορείς να πεις «καλημέρα» ακόμα κι αν το έχεις μεγάλη ανάγκη, μπορείς να πεις «ελπίζω να σας ξαναδώ το πρωί, γιατί με το τέλος της «καληνύχτας» δεν τα πάω και πολύ καλά. Κι αν δε σας δω, κρατήστε μια «καλημέρα» στο ψυγείο από βραδύς».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη