Η ζωή μας είναι γεμάτη διλήμματα. Καθημερινά ταλαντευόμαστε ανάμεσα στο «ναι» και στο «όχι», το «σωστό» και το «λάθος», το «θέλω» και το «δε θέλω». Κάπως έτσι και στις σχέσεις, δύο είναι με διαφορά οι πιο δύσκολες κι αμήχανες στιγμές. Εκείνη στην αρχή της, που θες να δηλώσεις στον άλλο ένα βροντερό «Σε θέλω» κι η άλλη, λίγο πριν το τέλος, τότε που θες να φωνάξεις «Δε σε θέλω (πια)».
Υπάρχουν πολλοί ανάμεσά μας που τους είναι εύκολο να εκφράζονται κι έχουν μάθει να λένε τα πράγματα καθαρά και σταράτα, χωρίς υπεκφυγές και μισόλογα. Όμως αυτές οι δύο φράσεις δε χρειάζονται απλώς αντοχή στην ειλικρίνεια αλλά μάλλον και λίγη αναισθησία, για να τις ξεστομίσει κάποιος ανερυθρίαστα, χωρίς να τις σκεφτεί έστω και λίγο. Αλήθεια, τι είναι πιο δύσκολο; Να ρίξεις άμυνες λέγοντας «Σε θέλω» ή να υψώσεις τείχη δηλώνοντας «Δε σε θέλω (πια)»;
Η απάντηση εξαρτάται, μάλλον, απ’ τον άνθρωπο. Για κάποιον που δεν έχει μάθει να εκφράζει τα συναισθήματά του ίσως είναι πιο δύσκολο να πει «Σε θέλω». Γιατί αυτή η μικρή φράση εμπεριέχει ρίσκο κι ένα μικρό ξεγύμνωμα. Ανοίγεις στον άλλο την καρδιά σου και την αφήνεις εκεί εκτεθειμένη. Άλλωστε, όσο κι αν υποψιάζεσαι ότι είναι αμοιβαίο, δεν μπορείς ποτέ να ‘σαι σίγουρος. Κι αυτό είναι από μόνο του τρομακτικό, με την πιθανότητα απόρριψης ισχυρό ανασταλτικό παράγοντα της εξομολόγησής σου.
Αντιθέτως, για έναν τέτοιο άνθρωπο, το να λήξει μια σχέση και να παραδεχτεί πως ο απέναντι δεν του κάνει πια, παραμένει άβολο αλλά είναι αρκετά πιο εύκολο. Στο μυαλό του τα πράγματα είναι πιο καθαρά, δε θέλει να ταλαιπωρείται και να ταλαιπωρεί άδικα. Έχει έναν μαθηματικό τρόπο σκέψης κι η λογική του επιτάσσει να πει αυτό που αισθάνεται για να προχωρήσει.
Μπορεί, λοιπόν, τα φινάλε να πατούν πιο σταθερά απ’ τις δειλές αρχές, μα η απόρριψη που φέρνουν μαζί τους πονάει περισσότερο. Έτσι, ένας άνθρωπος πιο συναισθηματικός δυσκολεύεται να ξεστομίσει την απουσία ενδιαφέροντός του. Γι’ αυτόν είναι πιο εύκολο να πει «Σε θέλω» ξυπνώντας χαμόγελα, χαρά κι ευγνωμοσύνη. Όταν, όμως, νιώσει πως έχει τελειώσει αυτή η μαγεία μέσα του, ακριβώς επειδή ξέρει ότι θα κάνει τον άλλο κομμάτια, χάνει την ευγλωττία του και δεν καταφέρνει να αρθρώσει λέξη.
Συνήθως, αυτό που μας δυσκολεύει, το αποφεύγουμε, το αναβάλλουμε και το κρύβουμε, μέχρι τη στιγμή που φτάνει η ώρα που το να το παραδεχτούμε είναι πια μονόδρομος. Αλλά και τότε ψάχνουμε τρόπους να το πούμε κάπως πιο μαλακά, χωρίς να εκτεθούμε, γιατί έτσι νιώθουμε προστατευμένοι.
Εκείνος, λοιπόν, που θέλει να πει «Σε θέλω», αλλά μπερδεύει τη γλώσσα του, θα βρει τρόπους να το δείξει. Απ’ τα πιο απλά και συνηθισμένα, όπως να σε γεμίσει με λουλούδια, βόλτες και σοκολατάκια, μέχρι το να προσέχει την παραμικρή λεπτομέρεια της ζωής σου και να επιμένει πεισματικά να γίνει μέρος της. Απ’ το στόμα του μπορεί να μη βγει ποτέ αυτό –το πολυπόθητο για κάποιους– δίδυμο λέξεων, όμως ο τρόπος που σου συμπεριφέρεται, η φωνή του, τα μάτια του, ακόμα κι η στάση του σώματός του όταν είστε μαζί θα στο φωνάζουν εκκωφαντικά.
Εκείνος πάλι που φοβάται πως να σου πει πως δε σε θέλει (πια) θα καρφώνεται από κάθε αντίδρασή του, από κάθε έκφραση και κίνησή του, καθώς το ξενέρωμα, όσο κι αν προσπαθήσεις να το κουκουλώσεις, δεν κρύβεται. Κι υπάρχουν κι άλλοι πλάγιοι τρόποι, αν δεν πιάσεις το νόημα απ’ τις απότομες απαντήσεις, τα επικριτικά σχόλια για άκυρα θέματα και τα ψυχρά βλέμματα. Στην εποχή των social media αρκεί απλώς ένα «διαβάστηκε» -και ποτέ δεν απαντήθηκε. Εναλλακτικά, ίσως δηλώνει διαρκώς απασχολημένος, τόσο ώστε να μην μπορεί ούτε ένα μήνυμα να σου στείλει, ή θα ακυρώνει τις εξόδους σας. Σε ένα πιο ακραίο σενάριο ίσως πει «Μιλάμε αργότερα» κι αυτό το «αργότερα» δεν έρθει ποτέ.
Εν τέλει, δεν ξέρω τι απ’ τα δύο είναι πιο δύσκολο. Ξέρω, όμως, με σιγουριά πως όσο δύσκολο κι αν είναι να πεις κάτι, απ’ τη στιγμή που το αισθάνεσαι, πρέπει να το λες. Γιατί με εικασίες κι αμφιβολίες ποτέ δε χτίστηκαν γερά θεμέλια κι έρχεται κάποτε η στιγμή που έχεις προετοιμάσει το έδαφος μόνος σου για να σου πει ο άλλος εύκολα το «Δε σε θέλω πια!».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη