Κάποτε ήθελα να αλλάξω τη ζωή μου κι αποφάσισα να φύγω Erasmus, καθώς ένιωθα ότι είχε έρθει η στιγμή μετά από τρία χρόνια να πατήσω το restart, να απομακρυνθώ απ’ όλα και να θέσω νέες βάσεις. Βασικός στόχος ήταν να μηδενίσω το κοντέρ μου και να κάνω την κάθε μέρα να αξίζει γνωρίζοντας ότι έχει χρονικό περιορισμό.
Το email της αποδοχής έφτασε και μαζί του το Μιλάνο μου χτύπησε την πόρτα. Πολλές ώρες αγωνίας, προετοιμασίας, άγχος με την ελληνική γραφειοκρατία και τα νεύρα να χτυπούν κόκκινο σε κάθε λάθος. Μέχρι να φύγω ό,τι μπορούσε να πάει στραβά, πήγε. Ακόμα και τη μέρα που έφυγα η πτήση μου είχε οκτώ ώρες καθυστέρηση. Το ρίσκο σε όλο του το μεγαλείο. Δεν είχα ταξιδέψει ποτέ στο εξωτερικό. Ήταν η πρώτη φορά κι ήταν για έξι μήνες.
Κανένας φοιτητής Erasmus δε θα σου πει ότι ο πρώτος καιρός είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Απεναντίας. Μόνο αγκάθια. Ένιωθα μόνος και χαμένος σε αυτόν τον κόσμο που είχα αρχίσει να φτιάχνω. Οι πρώτες φιλίες και τα πρώτα πάρτι, όμως, με αποζημίωσαν για όλες τις μέρες που πέρασα στο δωμάτιό μου κλαίγοντας και κοιτώντας το ταβάνι.
Στο νέο βιβλίο της ζωής μου το πρώτο κεφάλαιο ήταν τα ταξίδια. Με ένα backpack –μόνιμα πάνω μου– έζησα τις πιο τρελές στιγμές μου τρέχοντας σε αεροδρόμια να προλάβω πτήση για Βέλγιο, σε σταθμούς τρένων και λεωφορείων για να πάω στη Φλωρεντία και τη Βενετία που τόσο ήθελα, μένοντας νύχτα στα πεζοδρόμια και τα γραφικά σοκάκια της Νάπολης αφήνοντας τη ζωή να με διδάξει τα όρια και τις αντοχές μου. Κάθε μέρα και διαφορετικός προορισμός. Κάνοντας couchsurfing χωρίς δεκάρα στην τσέπη μόνο και μόνο για να γνωρίσω καινούργια μέρη και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων που διέφερε χιλιόμετρα μακριά απ’ τον μέχρι τότε δικό μου.
Σε όσα μέρη κι αν πήγα, πάντα η καρδιά μου στο Μιλάνο χτυπούσε πιο δυνατά. Στην πόλη με τον γκρίζο ουρανό, έζησα τις πιο ηλιόλουστες μέρες μου. Έζησα εμπειρίες που ούτε εγώ πίστευα για τον εαυτό μου όπως το να βλέπω στο San Siro τον αγώνα Inter-Juventus που όλοι μου οι φίλοι απ’ την Ελλάδα τόσο ζήλευαν ενώ εγώ με το ποδόσφαιρο δεν έχουμε συναντηθεί ούτε στο ζάπινγκ, να κάνω Πάσχα πρώτη φορά μακριά απ’ την οικογένειά μου, να ζητωκραυγάζω στην Piazza Duomo κάτω απ’ τη βροχή τα ιταλικά hits σε συναυλία του Radio Italia και να καταλήγω με 40 πυρετό στο νοσοκομείο, να μου κλέβουν το πορτοφόλι και να μην έχω κανένα στοιχείο ταυτοπροσωπίας πάνω μου για ένα μήνα.
Το πιο σημαντικό κεφάλαιο, όμως, σε μια τέτοια εμπειρία ζωής είναι οι φίλοι. Άγνωστοι που γίναμε οικογένεια και μοιραστήκαμε τους ίδιους φόβους. Φίλοι ζωής απ’ όλο τον κόσμο. Ξένοι που έγιναν οι πιο γνωστοί μου κι έκαναν τις μέρες μου αξέχαστες. Βράδια με μπίρες σε πλατείες, φαγοπότι σε σπίτια κι εστίες, ποτά σε μεγάλα κλαμπ, ατέλειωτοι καφέδες σε μέρη που έγιναν στέκια μας. Σε γωνίες που ξέρουν ακόμα και σήμερα τα μυστικά μας.
Άνθρωποι που άγγιξαν την καρδιά και την ψυχή. Ουσιώδεις συζητήσεις κάποια χαράματα στο δρόμο ή στο πάρκο. Συζητήσεις για τις ανθρώπινες σχέσεις, τις φιλίες, τον έρωτα και την πολιτική. Κουβέντες σε διαφορετικές γλώσσες με στόχο να μας ενώσουν και να μας κάνουν ένα. Συνθήκες που όταν επέστρεψα πίσω μου είχαν δημιουργήσει ένα χάσμα. Ένιωθα πως δεν ανήκα πουθενά, παρά μόνο στην οικογένεια που δημιούργησα στη δική μου γη της επαγγελίας. Γιατί από τέλειοι ξένοι γίναμε οι τέλειοι γνωστοί κι όλοι γελούσαμε και διασκεδάζαμε στην ίδια γλώσσα· αυτή του αληθινού χαμόγελου.
Όταν το κεφάλαιο αυτό άρχιζε σιγά-σιγά να κλείνει κι έπρεπε να γράψω τη λέξη «τέλος», το πιο δύσκολο ήταν να πείσω εμένα. Μετά από αυτή τη δεύτερη ευκαιρία που η ζωή μου χάρισε απλόχερα κι εγώ της απέδειξα ότι την άξιζα, δε θα ήμουν ποτέ ίδιος ξανά. Ίσως είναι και το αντίτιμο που πληρώνεις γνωρίζοντας και ζώντας με ανθρώπους από όλον κόσμο, ταξιδεύοντας μαζί τους στα πιο απίθανα μέρη.
Με κάποιους δώσαμε την υπόσχεση να βρεθούμε κάπου στον κόσμο, ενώ με κάποιους άλλους μπορεί να μη βρεθούμε ποτέ. Φωτογραφίες που κρατώ σαν φυλαχτό και τις κοιτάζω κάθε τόσο με νοσταλγία για τη «χρυσή εποχή» που επέλεξα να ζήσω και βίντεο που τα βλέπω όταν είμαι πεσμένος ψυχολογικά για να θυμάμαι πως η καλή απ’ την κακή διάθεση είναι μια επιλογή δρόμος.
Μετά απ’ όλα αυτά θα πω ότι το Erasmus δεν είναι μόνο αλκοόλ, τρέλα και μεθύσια. Είναι οι άνθρωποι που γνώρισα, ό,τι έζησα μαζί τους. Οι άνθρωποι που με έμαθαν ότι οι στιγμές αυτές δεν είναι καθόλου δεδομένες. Όσο μακριά κι αν είμαστε οι καρδιές μας θα είναι πάντα συνδεδεμένες σε αυτό το κομμάτι που ζήσαμε μαζί και κανείς δε θα μπορέσει ποτέ να μας το πάρει πίσω. To Erasmus ήταν το παραμύθι μου κι άλλαξε τη ζωή μου.
Κρατώντας την ιταλική σημαία με τις υπογραφές και τις ευχές των φίλων μου θα πω μόνο ότι νιώθω ευλογημένος που το έζησα. Αν έχεις την ευκαιρία, μη το σκέφτεσαι καθόλου και τρέξε να το ζήσεις. Αν δεν την έχεις, δημιούργησέ τη. Υπάρχουν τόσα projects στα πλαίσια του ERASMUS+ που περιμένουν ανθρώπους να τους δώσουν σάρκα κι οστά. Φύγε απ’ το comfort zone, ξεκίνα από το μηδέν και στο τέλος θα καταλάβεις κι εσύ γιατί once Erasmus, always Erasmus, όπως και τη φράση του Ουμπέρτο Έκο «Η ιδέα του Erasmus θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική κι όχι μόνο για τους σπουδαστές αλλά και για τους ταξιτζήδες, τους υδραυλικούς κι άλλους εργάτες. Αυτό που στην πραγματικότητα εννοώ είναι ότι πρέπει να ζήσουν σε διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες, πρέπει ν’ αφομοιωθούν αναμεταξύ τους».
Υ.Γ: Στο Μιλάνο, στο Team Malakas, στη Squadra Greca κι όλους εκείνους που μου έμαθαν ότι η ζωή σου δίνει ευκαιρίες απλά πρέπει να ξέρεις να τις διεκδικείς και κυρίως να τις ζεις. Ciao Malakas. Arriverdeci. A presto.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη