Σε μια ομάδα φίλων αποκαλείται ως «ψυχή της παρέας» εκείνο το μέλος που προσφέρει γέλια μέχρι δακρύων στους υπόλοιπους. Το πιο σέξι στοιχείο σε έναν άνθρωπο λένε πως είναι το χιούμορ ενώ σύμφωνα με τους ειδικούς το νούμερο ένα χαρακτηριστικό των ευφυών ανθρώπων είναι ο σαρκασμός.
Οι σαρκαστικοί άνθρωποι είναι αυθόρμητοι, ευθείς κι ειλικρινείς. Το μυαλό τους είναι ένα παράθυρο ανοιχτό. Συμπεριφέρονται όπως τα μικρά παιδιά και λένε όσα σκέφτονται τη στιγμή που τα σκέφτονται ενώ αναγνωρίζουν τον ψεύτικο κόσμο από μακριά. Αν η ζωή τους είναι ένα βιβλίο, έχουν μάθει να μη στέκονται μόνο στον τίτλο του εξωφύλλου, αλλά να διαβάζουν ολόκληρη την ιστορία. Δε στέκονται στις λέξεις, ξεφεύγουν απ’ τις γραμμές και σχηματίζουν εικόνες.
Μισούν την παθητικότητα κι έχουν μόνιμα ενεργοποιημένα όλα τα κύτταρα του σώματός τους. Δεν επηρεάζονται απ’ την κριτική των άλλων γιατί ξέρουν πολύ καλά ποιοι είναι οι ίδιοι. Γι’ αυτό και χρησιμοποιούν τον σαρκασμό άλλοτε σαν πανοπλία σε όλα εκείνα τα ξίφη που θα ‘ρθουν προς τα πάνω τους κι άλλοτε σαν καταπραϋντική γάζα, για να προφυλάξουν τις πληγές απ’ τα βέλη που δεν πρόλαβαν ν’ αποφύγουν.
Για κάποιους, λοιπόν, ο σαρκασμός είναι τρόπος ζωής, για άλλους μια μορφή άμυνας, ενώ για ορισμένους αποτελεί ένα στοιχείο που δεν ταιριάζει καθόλου στον τέλεια δομημένο σε κουτάκια χαρακτήρα τους.
Η πρώτη ύλη υπάρχει πάντα και κάθε άνθρωπος γεννιέται με ένα ταλέντο. Το ίδιο συμβαίνει και με τον σαρκασμό που κυλάει από νωρίς στο DNA κάποιων και τους δίνει την ευκαιρία να τον χρησιμοποιήσουν σαν όπλο απέναντι στην γκρίνια ή την ηλιθιότητα του κόσμου. Καλλιεργείται, εξελίσσεται και κορυφώνεται. Και τα διαμάντια, άλλωστε, πριν επεξεργαστούν ήταν απλές πέτρες. Τυχεροί, λοιπόν, εκείνοι που έχουν εκ φύσεως τη δυνατότητα να μπορούν τόσο να τσαλακώσουν όσο και να τσαλακωθούν.
Όπως κάθε στοιχείο που έχει άμεση αλληλεπίδραση με τους ανθρώπους, όμως, ο σαρκασμός διαθέτει μαζί με όλα του τα θετικά και μια επικίνδυνη πτυχή. Κατέχει τη δυνατότητα που απ’ τη μια πλευρά να σε θεοποιήσει και λίγα μόλις χιλιοστά πιο πέρα μπορεί να σε μετατρέψει στον πιο κομπλεξικό άνθρωπο που υπάρχει. Δεν είναι λίγες οι φορές που παρέες εκεί που γελάνε σφάζονται, λογομαχούν και ξεφεύγουν.
Άνθρωποι προσπαθώντας να καλύψουν τις προσωπικές αποτυχίες ή ανασφάλειες ονοματίζουν χιούμορ και σαρκασμό την εκτόξευση λέξεων ή φράσεων που στεναχωρούν και φέρνουν σε αμηχανία το άτομο που τις δέχεται. Οι ισορροπίες μεταξύ «σαρκάζω» και «βγάζω τα απωθημένα μου πάνω σου» είναι τραγικά λεπτές. Άλλωστε, αν ψάξει κανείς τη σημασία της λέξης, σε οποιοδήποτε λεξικό, θα δει πως σαρκασμός σημαίνει κακεντρεχής ειρωνεία με σκοπό να προσβάλει, η προσπάθεια δηλαδή να κοροϊδέψεις κάποιον με πλάγιο τρόπο ή, πιο απλά, να τον σφάξεις με το γάντι.
Επιβάλλονται προσεχτικοί χειρισμοί για να μην πέσεις στο κενό ανάμεσα στο χιούμορ και την κακία. Γιατί, συχνά, αυτός που γίνεται αντικείμενο σαρκασμού νιώθει πως κάποιος προσπαθεί να τον εκθέσει. Θίγεται, λοιπόν, κάποτε αυθαίρετα κι άλλοτε δικαιολογημένα. Όλα διακρίνονται απ’ το κατά πόσο αυτός που ξεγυμνώνει αδυναμίες άλλων έχει το θάρρος να κάνει το ίδιο και στον εαυτό του.
Στην εποχή της μιζέριας, της μαυρίλας και της δηθενιάς, τα στημένα τυπάκια δεν έχουν πια πέραση. Οι comme il faut προσωπικότητες είναι πασέ, όσο ο κόσμος ζητάει την ειλικρίνεια, το τσαλάκωμα και την αυθεντικότητα. Το εισιτήριο το δίνει η τέχνη του σαρκασμού. Το ταξίδι είναι ραμμένο πάνω σε ‘σένα και στους συνεπιβάτες. Αρκεί στο πλαίσιο της ευχάριστης διαδρομής να μην αγγίζεις τα όρια της προσβολής και του καμουφλαρισμένου κόμπλεξ.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη