Τα βιώματά μας είναι αυτά που μας κάνουν αυτό που είμαστε. Καλά ή άσχημα μας διαμορφώνουν. Επηρεαζόμαστε από αυτά υποσυνείδητα ή συνειδητά. Τα ερεθίσματά μας γίνονται παραδείγματα προς μίμηση ή προς αποφυγή.
Κάπως έτσι γίνεται και με την οικογένειά μας κι ειδικά στη σχέση μας με τους γονείς μας. Πολλές φορές τους έχουμε στο μυαλό μας σαν αυθεντίες, αλλά ξεχνάμε πως κι εκείνοι είναι κοινοί θνητοί, που σίγουρα κουβαλούν κατάλοιπα απ’ τους δικούς τους γονείς, κάτι που μας περνάνε άθελά τους.
Μας μεταφέρουν δικά τους συμπλέγματα και φοβίες, μας επικρίνουν διαρκώς ή μας τοποθετούν σε ένα περιβάλλον υπερπροστατευτικότητας, με θετική διάθεση κι αγνές προθέσεις, μα με καταστροφικές πρακτικές συνέπειες για την ψυχική μας υγεία.
Το θέμα είναι κατά πόσο μας επηρεάζουν όλα αυτά τα βιώματα των γονιών μας και πώς τα περνάμε στις μετέπειτα σχέσεις μας κι εμείς οι ίδιοι, χωρίς να το καταλαβαίνουμε.
Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν υπάρχει manual στο πώς να γίνεις ο τέλειος γονιός ή πώς να συμπεριφερθείς στο παιδί σου. Επομένως είναι απόλυτα λογικό οι γονείς κι εμείς αργότερα ίσως, αν κάνουμε παιδιά, να περάσουμε, συχνά ασυνείδητα, πράγματα και τραύματα στα παιδιά μας. Είναι τα πρώτα άτομα που ερχόμαστε σε επαφή απ’ την αρχή της ζωής μας και τα πρώτα άτομα που μιμούμαστε.
Με πολύ απλές φράσεις, αλλά και πολύ ασήμαντες γι’ αυτούς πράξεις, μας κάνουν ίσως συχνά να νιώθουμε άσχημα με τον εαυτό μας ή μας περνούν λάθος πρότυπα, σεξιστικά ή ρατσιστικά. Όλα αυτά, φυσικά, δε γίνονται συνειδητά ούτε σκόπιμα, αλλά μέσω μικρών κι επαναλαμβανόμενων στάσεών τους, που συναντάμε απ’ τον πολύ παιδική μας ηλικία.
Για παράδειγμα, κάποιος σχολιασμός που μπορεί να ακούσουμε για ένα πρόσωπο του κοινωνικού μας περιβάλλοντος ή ακόμη και κάποιο τηλεοπτικό πρόσωπο. Μέσω τέτοιων πολύ μικρών γεγονότων ίσως να μας περάσουν κι εμάς αντίστοιχες πεποιθήσεις που αργότερα θα μας επηρεάσουν στην κοινωνική μας ζωή.
Η αγάπη που θα νιώσει ένα παιδί απ’ τους γονείς του συνήθως θα είναι ανάλογη με αυτή που το παιδί αργότερα θα εκφράσει στις διαπροσωπικές του σχέσεις. Αν ένα παιδί έχει λάβει μια αγάπη που βασίζεται στην εξάρτηση και στην εμμονή, τότε πιθανότερο να εκφράσει αργότερα στη ζωή του ένα ανάλογο ή παρόμοιο τρόπο αγάπης. Το ίδιο και με την αδιαφορία, τη ζήλια, την ανιδιοτέλεια κι όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά.
Κουβαλάμε μέσα μας για πάντα τους γονείς μας κι όσα εκείνοι μας πέρασαν μέσα απ’ την διαπαιδαγώγηση που λάβαμε. Είναι λογικό, λοιπόν, αν δεν το έχουμε σκεφτεί εμείς οι ίδιοι, να περνάμε στους ανθρώπους που έχουμε γύρω μας όσα ψυχολογικά χαρακτηριστικά πήραμε από εκείνους. Κι αν πρόκειται για θετικά χαρακτηριστικά έχει καλώς, τι γίνεται όμως όταν πρόκειται για αρνητικά κατάλοιπα του παρελθόντος;
Εκεί έρχεται η ανάγκη για προσωπική αυτοβελτίωση κι αναζήτηση. Εκεί είναι που εμείς πρέπει να κάτσουμε με τον εαυτό μας και να αναρωτηθούμε τι πρέπει να κρατήσουμε και τι να αφήσουμε στο παρελθόν. Είναι, λοιπόν, ώρα να κόψουμε τον ομφάλιο λώρο με τους γονείς μας κι όσα εκείνοι μας εμφύτεψαν. Όχι γιατί δεν τους αγαπάμε ή δεν τους εκτιμάμε, αλλά γιατί είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι από εκείνους κι οφείλουμε να διαφοροποιηθούμε και να βελτιωθούμε, να στηριχτούμε στις καθαρά δικές μας απόψεις και να διαμορφώσουμε την αποκλειστικά προσωπική μας στάση ζωής.
Μπορεί τα χαρακτηριστικά που μας πέρασαν οι γονείς μας για την εποχή, την κοινωνία και το περιβάλλον που εκείνοι μεγάλωναν να ήταν τα κατάλληλα, όμως οι εποχές αλλάζουν, ευτυχώς, εξελίσσονται κι απαιτούν όσο το δυνατόν γρηγορότερη βελτίωση.
Ίσα-ίσα αν οι γονείς μας μάς δουν να διαφοροποιούμαστε, να αφήνουμε πίσω τα ψυχολογικά στίγματα που μας έχουν περάσει και να προσπαθούμε να αποκτήσουμε τη δική μας ταυτότητα, χωρίς να περνάμε τα κατάλοιπά μας στο γύρω κοινωνικό μας περιβάλλον, τότε είναι που θα νιώσουν τη μεγαλύτερη ικανοποίηση για εμάς και για ό,τι εκείνοι δημιούργησαν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη