Πέρασαν ήδη 6 μήνες και ακόμη να μου περάσει. Το συζητάω, το αναλύω, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Δεν ωφελεί να αναμασώ καταστάσεις και λόγια, μόνο κακό μου κάνει όλο αυτό. Δεν πρέπει ούτε να το σκέφτομαι. Μια χαρά μπορώ να τα καταφέρω και μόνη μου. Δε σε χρειάζομαι για να σφίξεις τη βρύση και να κρεμάσεις τις κουρτίνες. Αυτά τα έκανα εγώ πριν από εσένα. Ούτε τις αναμνήσεις χρειάζομαι, έπρεπε να τις πάρεις μαζί σου φεύγοντας.
Δε θέλω να υπάρχουν στο μυαλό μου δικές σου εικόνες. Για αυτό και το γεμίζω ολοένα με καινούργιες. Μαθαίνω ένα σωρό άχρηστα πράγματα και πληροφορίες, για να σπρώξω τις δικές σου μνήμες κάπου στο βάθος. Όσο τις συμπιέζω όμως, εκείνες αντιστέκονται και έρχονται με φόρα πάλι εμπρός. Εσύ καθισμένος στο χαλί να διαβάζεις βιβλίο και ύστερα μπροστά από το ψυγείο, να πίνεις νερό με την πόρτα του ανοιχτή.
Τα μάτια οθόνες προβολής σκηνών που ζήσαμε μαζί. Οι πρώτες διακοπές στη Σκιάθο, τα πρωινά στο κρεβάτι με καφέ και οι καυγάδες για το τηλεκοντρόλ τα χαράματα. Όλα είναι ακόμη εκεί. Όλα βρίσκονται στη θέση τους και ας προσπάθησα να τα αλλάξω.
Έχω κόψει και τις πολλές εξόδους και δεν πολυμιλάω με τους φίλους. Δεν έχει νόημα το να βγω. Δεν έχω καινούργια νέα να πω στην παρέα και δεν μπορώ να τους μιλάω άλλο για εσένα. Βαρέθηκαν και με το δίκιο τους. Πάει τόσος καιρός και δεν έχω βάλει ακόμη φραγμούς στις σκέψεις. Λες και γουστάρω να αυτοκαταστρέφομαι.
Τη μεγαλύτερη ζημιά κάνουν οι μικρές λεπτομέρειες που μόνο εγώ μπορώ να αναγνωρίσω. Το κάψιμο στο λευκό σεντόνι από το τσιγάρο σου και ο λεκές από κρασί στο μαξιλάρι του καναπέ, από το πρώτο βράδυ που όρμισες να με φιλήσεις. Απομεινάρια στιγμών που εμφανίζονται εκεί που δεν το περιμένω. Ύπουλα χτυπήματα του παρελθόντος, κάτω από τη ζώνη προστασίας μου.
Δεν παραγγέλνω πια απ’ έξω, γιατί θυμίζει τις καλές μας εποχές και τα ξενύχτια στη βεράντα. Κατεβάζω επιδεικτικά το κεφάλι στην ταμπέλα που έτυχε να γράφει το όνομά σου και ας έχει χρειαστεί πολλές φορές να ψωνίσω από το εν λόγο κατάστημα. Σταμάτησα να στρίβω και τσιγάρα, μόνο από πακέτο κάνω πια.
Κάθε προσπάθεια όμως πέφτει στο κενό. Φταίει που δεν είσαι εδώ και έχω ανάγκη να είσαι. Δε με ενοχλεί που δεν έχω κάποιον να αγκαλιάζω όταν ξυπνάω, με πειράζει που δεν έχω εσένα. Για αυτό και τα θυμάμαι όλα τόσο έντονα. Για αυτό και δεν μπορώ να τα αφήσω να ξεθωριάσουν, γιατί φοβάμαι πως μαζί τους θα χάσω και εσένα. Και δεν είμαι έτοιμη ακόμη.
Όσο λάθος και αν είναι, βρίσκω δικαιολογίες για να με υποστηρίξω. Αντιδρώ στην απαγόρευση που βάζω στον εαυτό μου και ύστερα μετανιώνω που επαναστατώ. Είναι μάλλον που ξέρω πως μαζί με εσένα θα χάσω και ένα κομμάτι του εαυτού μου που αγαπώ. Και δεν πήρα ποτέ μια τέτοια απόφαση.
Όταν κατέβηκες εκείνο το μεσημέρι τα σκαλιά με τη βαλίτσα στο χέρι, πάγωσα το χρόνο. Και οι σκέψεις που έχουν απομείνει να σε θυμίζουν, με κάνουν να αισθάνομαι πως τίποτα δεν άλλαξε. Περιμένω πως θα ανέβεις πάλι τη σκάλα το βράδυ και θα ξαπλώσεις κουρασμένος από τη δουλειά δίπλα μου. Θα τραβήξεις το πάπλωμα και θα με φιλήσεις στο μάγουλο για καληνύχτα. Και ακόμη και αν αυτό δεν με αφήνει να προχωρήσω μπροστά, όσο και αν ξέρω πως με καταστρέφει, δίνω παράταση για να μπορώ να κοιμάμαι ήρεμη κάποια βράδια.
Και ίσως το πρωί που θα ξυπνήσω, να είσαι πάλι εκεί.