Πάντα πίστευα στη δύναμη της οπτικής επαφής.
Μπορείς να καταλάβεις πολλά από το βλέμμα ενός ατόμου. Συναισθήματα, προθέσεις, καμιά φορά και σκέψεις που πρόκειται να γίνουν πράξεις. Στα μάτια φαίνεται η τρέλα και το πάθος. Το μίσος και η αγάπη. Ξεχωρίζει ο πόνος και η ευτυχία. Σίγουρα από το βλέμμα μπορείς να κατανοήσεις πάρα πολλά. Ποτέ δεν περίμενα όμως, ότι μια φωτογραφία θα μπορούσε να προκαλέσει την ίδια ακριβώς ζημιά, με ένα βλέμμα. Μια τυχαία φωτογραφία, σε μια τυχαία στιγμή κι όμως χτύπησε στο κατάλληλο σημείο.
Φταίω και εγώ, «η περιέργεια σκότωσε τη γάτα» λένε. Μα απλώς έψαχνα για να βρω και να δω. Να δω αν ακόμη σε σιχαίνομαι, όπως κάθε μέρα που ξυπνάω και κοιμάμαι. Μια χαρά τα είχα καταφέρει δεν μπορώ να πω. Ώσπου είδα αυτή τη γαμημένη φωτογραφία.
Πόσος καιρός να έχει περάσει άραγε από την τελευταία φορά που σε είδα; Ούτε που θυμάμαι, μα φαίνεται πως δεν έχεις αλλάξει και πολύ. Εγώ όμως άλλαξα. Άλλαξα, γιατί δεν ήθελα να θυμάμαι πώς ήμουν τον καιρό που σε γνώριζα.
Όσο και να προσπάθησα να με αλλάξω όμως, οι αναμνήσεις είναι εκεί. Και ξεπροβάλλουν όποτε τις καπνίσει. Όπως τότε, που άκουσα το τραγούδι μας τυχαία σε ένα μαγαζί και ήπια σαν να μην υπήρχε αύριο. Έτσι και τώρα, με τη φωτογραφία σου. Έδειχνες ήρεμος και ευτυχισμένος, χαμογελούσες. Αυτό το χαμόγελο –που πάντα με πάγωνε– τα κατάφερε μια χαρά και τώρα. Σου είχα πει, πως ήθελα να κάνω αστεία για να γελάς μόνο εσύ και τώρα έχω γίνει παλιάτσος για όλους.
Μια χαρά μπορείς και χαμογελάς, εσύ που έλεγες πως μακριά μου δεν θα έσκαγε το χειλάκι σου; Πόσες αερολογίες είπαμε και οι δυο. Με πόσες φανφάρες στολίσαμε τα λόγια, λες και κάναμε διαγωνισμό. Πολύ το γούσταρα. Έπρεπε να σε χάσω για να καταλάβω πως οι άνθρωποι αγαπούν τη σιωπή. Ίσως γιατί είναι πιο χρήσιμη σε τέτοιες περιπτώσεις. Έλα όμως που εμένα δε μου ταιριάζει! Εγώ θέλω να μιλάω, να τα λέω όλα, να τα λύνω όλα. Και τη μέρα που σε έδιωξα, έδεσα ένα κόμπο μέσα μου και ακόμη προσπαθώ να τον λύσω.
Δεν υπάρχει μία και μόνο αγκαλιά για κάποιον, ούτε και ένας μονάχα άνθρωπος που του ταιριάζει. Και αυτό το έμαθα μετά. Όσο σε αγκάλιαζα δε χωρούσα πουθενά αλλού. Τώρα στριμώχνομαι παντού, για να μπορώ να λέω πως ταιριάζω κάπου. Οι άνθρωποι δεν αγαπάνε, έλεγες, μα εγώ δεν το πίστευα. Τώρα το πιστεύω, με μια μικρή διαφορά. Οι άνθρωποι δεν αγαπάνε πάντα τόσο, όσο τυχαίνει να τους αγαπάς εσύ. Έτσι έγινε και με εμάς; Δε σε μέτρησα ποτέ, γιατί μου έφτανε αυτό που ένιωθα εγώ και μου περίσσευε.
Πάντως να ξέρεις πως γραμμένη την έχω την επικοινωνία που είχαμε, κάθε φορά που κοιταζόμασταν. Τα πιο σπουδαία δεν τα κατάλαβες ποτέ. Ούτε με τα μάτια, ούτε με τα λόγια. Μέχρι και την τελευταία στιγμή, πίστευες σε ουτοπίες και σε κόσμους που όλα είναι δυνατά. Δεν μπορούμε να είμαστε όλοι ευτυχισμένοι, μωρό μου. Η ευτυχία σου, τώρα, είναι η θλίψη μου. Και η φωτογραφία σου κατάφερε να με τσαντίσει. Νευρίασα με εμένα, που αγάπησα έναν άνθρωπο που φοβάται τον ίδιο του τον εαυτό. Γιατί όσο και να παλέψεις, ο φόβος δεν κρύβεται.
Ακόμη εκεί είναι ο φόβος σου, όπως τον άφησα. Ο φόβος για την τελειότητα, αυτό το μικρόβιο που είχες περάσει και σε εμένα. Να μην πει τίποτα ο κόσμος και ο κόσμος μιλούσε μπροστά σου ξεκάθαρα. Για αυτό σε σιχάθηκα, γιατί ήσουν αγωνιστής της πλάκας και γιατί εξαιτίας σου πόνεσα τον εαυτό μου, νομίζοντας πως έτσι θα άλλαζα τα δεδομένα.
Τα δεδομένα όμως μένουν πάντα σταθερά και εγώ πλέον, για εσένα είμαι μόνο ζητούμενο.