«Γλυκοαρκουδίνο μου, δώσε μου ένα φιλάκι!»
«Αμέσως, ζουζουνίτσα μου!»
Πραγματικός διάλογος δύο ενηλίκων, σε καφετέρια στο κέντρο της Αθήνας. Το μισό μαγαζί είχε αρχίσει να τους κοιτάζει έντονα και το άλλο μισό, ήδη τους σχολίαζε.
Κάθονταν δίπλα, δίπλα στον καναπέ και επί δύο ώρες, δεν είχαν ξεκολλήσει ο ένας από τον άλλο. Τα ποτήρια τους ήταν ακόμη γεμάτα με καφέ και εκείνοι είχαν μπλεχτεί με έναν τόσο περίτεχνο τρόπο, λες και βρίσκονταν σε μάθημα γιόγκα.
Έτυχε να κάτσουμε δίπλα τους με την παρέα μου. Και όπως ήταν φυσικό, μας δόθηκε η ευκαιρία να ακούσουμε γύρω στις τριάντα φορές, πόσο πολύ αγαπιόντουσαν και πόσο τυχεροί ένιωθαν, που είχαν βρει ο ένας τον άλλο.
Για να μην παρεξηγηθούμε, οι τρυφερές στιγμές μεταξύ ενός ζευγαριού καθόλου δε με ενοχλούν. Αντιθέτως θεωρώ, πως είναι αρκετά σημαντικές, για την ομαλή εξέλιξη μιας σχέσης. Όμως η υπερβολή τους, που καταλήγει σε σαχλά σαλιαρίσματα, δεν μπορεί να φέρει παρά μόνο τα αντίθετα αποτελέσματα.
Γιατί σίγουρα, είναι πολύ όμορφο να λες στον άλλο συνεχώς, πόσο σου λείπει και πόσο τον θέλεις, αλλά όταν αυτά, είναι το μόνο θέμα συζήτησής σας, τότε κάποια στιγμή θα βρεθείτε σε τέλμα.
Σε μια σχέση, πρέπει να μπορείς να εκφράζεις στον άλλο τα θέματα που σε απασχολούν και εκείνος να σε αντιμετωπίζει με σοβαρότητα και να σε συμβουλεύει.
Και μιας που ήρθε στο προσκήνιο η σοβαρότητα.
Πόσο σοβαρός μπορεί άραγε να θεωρηθεί ένας ενήλικας, που ακούει στο προσωνύμιο «μπουρμπουλίνος» ή «ζαχαρένια»;
Όταν κάθε μέρα βαφτίζεσαι και με καινούργιο υποκοριστικό, χάνεις λιγάκι και την ταυτότητά σου.
Ίσως να είναι και επικίνδυνο τελικά, για τα ερωτευμένα ζευγάρια, να κάνουν γλύκες συνεχώς, γιατί είναι σαν να αναλαμβάνουν ένα ρόλο. Δε βλέπουν τη σχέση σαν μια σύμπραξη αγάπης, αλλά σα μια παράσταση. Μια παράσταση όπου οφείλουν να είναι αφόρητα ρομαντικοί, γλυκανάλατοι και παθιασμένα ερωτευμένοι.
Το να μην είσαι όμως ο εαυτός σου, κάποια στιγμή κουράζει και έτσι τα μέλια, θα αντικατασταθούν αργά ή γρήγορα, από τη γκρίνια και τις φωνές.
Όλοι έχουμε γνωρίσει αυτόν τον ιδιαίτερο τύπο ζευγαριού. Είτε ήταν μέρος της παρέας μας , είτε το συναντήσαμε κάπου τυχαία.
Μπορεί να έχουμε υπάρξει και εμείς αυτό το ζευγάρι, εκεί γύρω στην ηλικία των δεκαπέντε. Και είμαστε σε θέση πλέον να το ταυτίσουμε με μια και μόνο λέξη, «σχολιασμός».
Να φταίνε τα γλυκόλογα που πέφτουν βροχή και μετά κολλάει όλο το πάτωμα ή μήπως τα δεκαπεντασύλλαβα προσωνύμια, με αναφορές σε φαγητά και όλο το ζωικό βασίλειο;
Ίσως είναι που μοιάζουν σαν κολλημένοι και τόσο ερωτευμένοι, που δεν μπορείς να μην αναρωτηθείς αν υποκρίνονται. Και σίγουρα συμβάλλει το γεγονός, πως δε συμμετέχουν σε καμία συζήτηση. Ή όπου το κάνουν, ακούς κάτι μπερδεμένο, εξαιτίας του κλειστού, εν πορεία φιλιού, στόματός τους.
Αυτός ακριβώς ο σχολιασμός που προέρχεται από την υπερβολική ερωτοτροπία, είναι που κάνει το ζευγάρι να ζει στο δικό του μικρόκοσμο.
Θέλουν να είναι μόνοι για να μπορούν να εκφράζονται, χωρίς τα αστεία σχόλια της παρέας. Και η παρέα δε βρίσκει λόγο πια να τους καλέσει στις εξόδους της.
Έτσι σταδιακά, αποκόβονται από τον έξω κόσμο. Κυκλοφορούν πάντα μαζί, συνήθως στα ίδια μέρη, ώσπου η σχέση καταντάει βαρετή και ανούσια.
Πολλοί είναι εκείνοι που θα πουν ότι στον έρωτα δεν υπάρχει μέση οδός. Ή που θα τον ζήσεις στο έπακρο, ή που δεν θα τον ζήσεις καθόλου. Βέβαια, όλο αυτό το συνεχόμενο ζουζούνιασμα, δεν ξέρω αν πρέπει να θεωρηθεί έπακρο ή ακρότητα.
Όλα έχουν τα όρια τους και για να λειτουργήσουν σωστά, χρειάζονται ισορροπία. Το πολύ σορόπι, το βαραίνει το γλυκό.
Επομένως το να γουτσουνιάζεις συνεχώς με το έτερον ήμισυ, δε σημαίνει αυτομάτως ότι είσαι τρελά ερωτευμένος. Όσο πιο μεγάλα λόγια λες, τόσο λιγότερο πείθεις.
Για αυτό τα σοβαρά και αληθινά αισθήματα κρύβονται στις σιωπές και τα βλέμματα, ενώ οι καλύτερες αγκαλιές, γίνονται όταν κανείς δε βλέπει.