Βάζω το μοτίβο στο κινητό, να ξεκλειδώσει και να τσεκάρω για μια ακόμη φορά, αν έχω κλήση σου.
Πάλι άδεια η οθόνη.
Όχι δε θα σε πάρω, μιλήσαμε άλλωστε το πρωί. Πάω προς την κουζίνα να σαπουνίσω κανένα πιάτο. Να έχουν τα χέρια μου με κάτι να ασχολούνται.
Κι όσο σαπουνίζω, θυμάμαι την πρωινή μας συνομιλία. Αυτό το βραχνό «καλημέρα» που ξεστόμισες και εγώ ήμουν η πρώτη που το άκουσα. Που χουζουρέψαμε παρέα και ας μην ήμασταν μαζί. Και ύστερα γελάω, καθώς σκέφτομαι πώς προσπαθούσες να βγάλεις νόημα από όσα έλεγα, ενώ βούρτσιζα τα δόντια μου.
Το κινητό σκουλαρίκι, μέχρι να κλείσουμε και οι δυο την πόρτα. Εσύ για τη δουλειά, εγώ για το Πανεπιστήμιο. Και τις Τετάρτες που δεν έχω πρωί μάθημα, ξυπνάω μόνο και μόνο για αυτό το τηλεφώνημα.
Γιατί αν δε δω το όνομά σου στην οθόνη του κινητού και αν δε σε ακούσω να μου λες «καλημέρα», δεν θα έχω κέφι για τίποτα μετά.
Ξεβγάζω τα πιάτα και σκουπίζω τα χέρια. Ακούω το κινητό να χτυπάει στο δωμάτιο και τρέχω, μη τυχόν και δεν το προλάβω και σταματήσει.
Δεν είσαι εσύ τελικά. Δε θα το σηκώσω. Δε θέλω να το σηκώσω, μήπως και με πάρεις. Κι εγώ δε θέλω να μιλήσω σε κανέναν, παρά μόνο σε εσένα.
Έξι και δέκα. Άργησες. Πώς και δεν έχεις πάρει ακόμη;
Κάθε μέρα σίγουρα, τρία σταθερά τηλέφωνα. Πρωί, μεσημέρι και βράδυ. Σαν συνταγή γιατρού.
Και κάθε λεπτό που αργείς να πάρεις, νιώθω το στερητικό όλο και να μεγαλώνει. Πάει το μεσημεριανό τηλέφωνο, το χάσαμε. Κι εγώ δε θα φάω. Μου κόπηκε η όρεξη.
Έξι και μισή και το τηλέφωνο χτυπάει ξανά. Τρέχω. Πάλι δεν είσαι εσύ.
Πότε θα πάρεις γαμώτο;
Δεν είναι αστεία αυτά. Δεν παίζουν με αυτά τα πράγματα. Το σηκώνω μπας και μιλήσω και ξεχαστώ. Μια φίλη στην άλλη άκρη της γραμμής. Μιλάει για τα νέα της και γελάει. Την ακούω, μα δεν την προσέχω. Κοιτάζω κάθε τρεις και λίγο το κινητό, μήπως έχω δεύτερη κλήση από εσένα και χάνω σχεδόν, όλα όσα λέει.
Επτά παρά τέταρτο. Κανονικά θα έπρεπε να είχαμε μιλήσει. Όμως, αντί για τη δικιά σου μπάσα χροιά, άκουσα κάτι τσιριχτές νότες και εκνευρίστηκα. Τώρα αναμονή μέχρι τις δέκα, που θα σχολάσεις από τη δουλειά.
Τρελαίνομαι όταν χτυπάει το κινητό και στην οθόνη δεν γράφει το όνομά σου.
Όλη μου η μέρα, κρεμασμένη από ένα ακουστικό. Μερικά ψηφία στην οθόνη και ένα όνομα, μου φτάνουν για να χαμογελάω ώρες.
Θέλω να χτυπάει το τηλέφωνο κάθε δέκα λεπτά. Να σε παίρνω, να με παίρνεις και να λέμε αστεία. Να σε ρωτάω, «μ’ αγαπάς»; Να μου λες «ναι» και να στο κλείνω. Να με ρωτάς, «σου λείπω;», να ψιθυρίζω «πολύ» και να γελάς.
Θέλω τα τηλεφωνήματα, τα μεταμεσονύκτια, που εσύ καπνίζεις δυο τσιγάρα και εγώ κυλιέμαι στο χαλί. Θέλω αυτά της ώρας, αλλά και εκείνα του λεπτού. Τα θέλω συνέχεια.
Ξέρεις ποια αγαπάω πιο πολύ; Εκείνα που μου είπες πως είσαι κάτω από το σπίτι. Και εκείνα που έλεγες πως έρχεσαι να με δεις.
Αυτά τα θέλω κάθε μέρα. Όμως δεν στα ζητάω, για να μην καταλάβεις πως όλο αυτό, είναι κάτι παραπάνω από εθισμός.
Έμαθα να ξεχωρίζω τον ήχο του κινητού, ακόμη και μέσα στην πολυκοσμία. Να μην μπορώ να χάσω κλήση σου. Τι να το κάνω όμως, αφού δεν παίρνεις. Κάτι τέτοιες στιγμές, βάζω όλα τα άσχημα με το νου μου. Και δεν σηκώνω το ακουστικό να σε πάρω εγώ, μήπως και τα επιβεβαιώσω.
Δέκα ακριβώς. Τώρα όπου να’ ναι λογικά, θα με καλέσεις. Θα πατήσω το πράσινο κουμπί στην οθόνη και θα μιλήσουμε για τρεις ώρες τουλάχιστον. Θα κοιτάζω τα λεπτά που θα περνούν και θα θέλω να παγώσει ο χρόνος.
Θα μου πεις για τη μέρα σου και εγώ για τη δικιά μου. Θα γελάσουμε και ύστερα θα αρχίσουμε τα δικά μας.
Όταν το κλείσουμε, θα μείνω να χαζεύω για λίγο, το όνομά σου στις κλήσεις μου και θα βάλω ξυπνητήρι, να δω πόσες ώρες απομένουν για εκείνο το βραχνιασμένο «καλημέρα».
Ξεχάστηκα, τι ώρα να πήγε; Ρίχνω ένα βλέφαρο στο κινητό και αμέσως στην οθόνη, το όνομά σου.