Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info @ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».
Εξομολογείται η Ελισάβετ.
Μου είναι δύσκολο να γράψω για εσένα. Μου είναι δύσκολο, γιατί πρώτον δεν ξέρω αν το αξίζεις και δεύτερον γιατί για ακόμη μια φορά θα θυμηθώ την αισχρή συμπεριφορά σου. Το χρονικό περιθώριο που μου έδωσες για να σε γνωρίσω και να μοιραστώ κάποιες στιγμές μαζί σου ήταν μηδαμινό. Το πρόβλημα είναι ότι αισθάνθηκα πολλά, κι ας ήταν ένας μήνας μόνο. Θα μου πεις πώς γίνεται να νιώσεις σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα; Μερικές φορές κι εγώ αναρωτιέμαι.
Η πρώτη επαφή μας ήταν διαδικτυακή, μέχρι να έρθει εκείνο το κυριακάτικο βραδύ κοντά στα Χριστούγεννα που σε είδα κι από κοντά. Η αλήθεια ήταν πως δεν πίστευα ότι εμείς οι δυο θα μπορούσαμε να τα βρούμε. Κύριο εμπόδιο η διαφορά ηλικίας. Νόμιζα ότι δε θα μπορούσα να σταθώ διπλά σου, δέκα χρονιά είναι αυτά. Κι όμως μπόρεσα, έστω και για λίγο.
Έτσι λοιπόν βγήκαμε, μιλήσαμε, γελάσαμε, ήρθε και το πρώτο μας φιλί, η αφετηρία μιας σχέσης, έτσι όπως μου έδωσες να καταλάβω με τα λόγια και τις πράξεις σου. Φάνηκε και στην πορεία ότι είμαι δική σου κι εσύ δικός μου, καθώς κυριαρχούσαν τα όμορφα λόγια, τα χάδια και τα όνειρα για το μέλλον μας.
Ξέρεις, δίσταζα να μπω σ’ αυτό το συννεφάκι χαράς που είχαμε φτιάξει. Αυτό βέβαια δεν κράτησε για πολύ τις ανασφάλειές μου. Αφέθηκα, είχα αλλάξει, ήμουν χαρούμενη που ήσουν δίπλα μου, μια ξαφνική ανανέωση είχε έρθει στη ζωή μου.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά σ’ ένα ραντεβού στο σινεμά πόσο σφιχτά με κράταγες, λες και δεν ήθελες να φύγω και πόσο συχνά γύριζες και μου χαμογελούσες. Αυτό το χαμόγελο ήταν η αφορμή για να την πατήσω άσχημα μαζί σου.
Τελευταία φορά που σε είδα ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς σπίτι σου, εγώ κι εσύ, τα χάδια, τα φιλιά μας, οι ανάσες μας να ηχούν. Εμείς οι δυο πιο κοντά από ποτέ. Το σκέφτομαι κι ακόμα ανατριχιάζω.
Τα προβλήματα μετά απ’ αυτό το τόσο καλοστημένο, για να είναι αληθινό, σκηνικό ξεκίνησαν. Δε σε έβλεπα τόσο συχνά, σου έλεγα πόσο μου λείπεις και πόσο θέλω να σε δω και να σ’ ακούσω. Η δικαιολογία σε όλα ήταν η δουλειά και η μετακόμιση. Μου έλεγες πως όλα θα φτιάξουν, πως τώρα τελειώνουν και θα μου κάνεις αυτήν την αγκαλιά που τόσο ήθελες.
Και ξανά το ίδιο σκηνικό, χανόσουν, μήνυμα κανένα κι όταν σε ρώταγα αν τρέχει κάτι η ίδια δικαιολογία. «Μωρό μου, όλα καλά, όλα θα φτιάξουν μην τρελαίνεσαι». Πέρναγαν οι μέρες και η υπομονή μου έφτανε στα όριά της. Προσπαθούσα να σε δικαιολογήσω, αλλά δεν έπαιρνε άλλη δικαιολογία. Σε άφηνα να δω πού θα το πας.
Έτσι λοιπόν σε πήρα ένα βραδύ τηλέφωνο. Απάντηση καμία. Την άλλη μέρα μιλήσαμε, και πάλι η ίδια δικαιολογία, πιο πειστική βέβαια. Είπα, εντάξει, θ’ αλλάξει. Ναι, άλλαξε, δεν έστειλε ποτέ. Εκείνο το βραδύ, δεν έλαβα καμία απάντηση, ούτε στο επόμενο μήνυμα, για να μπορέσουμε να λύσουμε την όλη κατάσταση. «Μωρό μου, είχες θέσει άλλες προτεραιότητες, μόνο έτσι μπορώ να σκεφτώ ότι σε πήρε η μπάλα», του έστειλα.
Με πείραξε που δεν έλαβα καμία απάντηση. Ξέρεις, ένα «τέλος, δεν πάει άλλο». Με πονάει που έφυγες έτσι και θυμώνω που με στενοχωρεί ακόμη όλο αυτό. Δε φέρονται έτσι οι ερωτευμένοι άνθρωποι, τόσο δειλά. Λυπάμαι που πίστεψα σ’ αυτό το κάτι που, ας πούμε, είχαμε. Το να σε βάζουν ξαφνικά σε δεύτερη μοίρα είναι φθηνό και ειδικά όταν σ’ αφήνουν χωρίς απάντηση στην αβεβαιότητά σου.
Ένα αναπάντητο «γιατί» πάντα θα σου τρελαίνει το μυαλό.