Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».
Το λες και ατυχία αυτό που συνέβη στην περίπτωσή μας. Bad timing, δεν ήθελε κάποιος να καταλήξουμε μαζί ή μήπως μας γκαντέμιασαν; Δεν ξέρω τι απ’ όλα ισχύει όμως αυτές οι συμπαντικές δυνάμεις που λένε πως όταν θέλεις κάτι κάνουν το αδύνατο δυνατό για να συμβεί, στη δική μας περίπτωση πρέπει να ‘χαν ρεπό και χαμπάρι να μην πήραν.
Δεν ξέρω αν έχει νόημα ν’ αναφερθώ στο βράδυ που γνωριστήκαμε. Τότε που πέρασες να πεις ένα γεια στην ξαδέρφη σου και συμφοιτήτριά μου -που είχε βγάλει για τα γενέθλιά της όλη την κοριτσοπαρέα- και τελικά δεν εμφανίστηκες στους φίλους σου που σε περίμεναν. Ένα ουίσκι πάγο παρήγγειλες κι έκατσες δίπλα μου δήθεν τυχαία. Έδειξες απ’ την πρώτη στιγμή ενδιαφέρον κι η αλήθεια είναι πως κι εμένα μου άρεσες. Περάσαμε όλο το βράδυ συζητώντας τα δυο μας και πριν φύγω μού ζήτησες το τηλέφωνό μου. Απερίγραπτη η χαρά όταν επέστρεψα σπίτι, ένιωθα λες κι ο έρωτας μού χτύπησε σε μια βραδιά την πόρτα, σαν να γιόρταζα εγώ εκείνη τη μέρα κι απλώς πριν βγω δεν το ήξερα ακόμα.
Το επόμενο πρωί μού έστειλες. Δεν έχασες χρόνο. Μου είπες πόσο όμορφα περάσαμε κι αν θέλω το βράδυ να τα ξαναπούμε. Καθόλου δε με χάλασε η πρόταση, εξάλλου αν δε μ’ άρεσες θα είχα βρει εξαρχής κάποια κουφή δικαιολογία. Εκείνο το πρώτο όλοδικό μας ραντεβού, ακολούθησαν άλλα τέσσερα την υπόλοιπη εβδομάδα. Συζητήσεις επί συζητήσεων, μα κίνηση από μέρους σου καμία. Ο ερωτισμός στην ατμόσφαιρα διάχυτος, τα υπονοούμενα έδιναν κι έπαιρναν αλλά ως εκεί. Στο πέμπτο λοιπόν ραντεβού, θυμάμαι πως όταν με γύρισες σπίτι δε μου ‘πες «αύριο τα ξαναλέμε» ως συνήθως. Τότε δεν το παρατήρησα καν αλλά τώρα που γυρίζω τον χρόνο πίσω και τα ξανασκέφτομαι θυμάμαι ξεκάθαρα πως μου ‘πες «νιώθω τυχερός που σε γνώρισα». Γέλασα και το πέρασα για χάδι της στιγμής.
Την επόμενη μέρα δε μου έστειλες να βγούμε. Δε σου έστειλα ούτε κι εγώ. Σκέφτηκα πως μετά από πέντε βράδια σερί μαζί μου, ίσως και να χρειάζεσαι ένα για τον εαυτό σου, για την παρέα σου, για να το περάσεις όπως εσύ θες. Την αμέσως επόμενη όμως σου έστειλα μες την τρελή χαρά καλημέρα. Συνέχισες την κουβέντα, με ρώτησες αν είμαι καλά, χωρίς όμως να μου προτείνεις κάτι. Έτσι συνεχίσαμε να μιλάμε καμιά βδομάδα, την ίδια στιγμή που εμένα μ’ είχε πάρει από κάτω, γιατί νόμιζα πως κατάλαβες τελικά πόσο ωραία δεν περνάμε και αποφάσισες να ξεκόψεις.
Μέχρι που έσκασα και σου ζήτησα εγώ να βρεθούμε. Τότε ήταν που μου ‘πες πως δυστυχώς δε γίνεται, γιατί πλέον βρίσκεσαι σ’ άλλη πόλη 460 χιλιόμετρα μακριά. Η μετακόμισή σου προσχεδιασμένη, ανάγκες της δουλειάς, κι όμως εσύ τόλμησες να ζήσεις το όλο στόρι μαζί μου ακόμα και για λίγες ημέρες. Και δε μου το χάλασες, δε μίλησες εξαρχής για το μετά, άφησες εκείνα τα πέντε ραντεβού να κυλήσουν αβίαστα και τις λίγες αναμνήσεις μας να ‘ναι όμορφες και μόνο.
Δε σου κρύβω πως στην αρχή θύμωσα μαζί σου που δεν ήσουν ειλικρινής. Τώρα όμως κατάλαβα πως απλώς δεν ήθελες τις ίδιες στιγμές που απολαμβάναμε ο ένας την παρέα του άλλου να ψάχνουμε να βρούμε λύσεις σ’ ένα ζήτημα άλυτο. Γι’ αυτό και πλέον τα ‘χω με το σύμπαν, με τη μοίρα, με εκείνους τέλος πάντων που αποφασίζουν πως κάτι δεν είναι γραφτό να ‘χει μέλλον… Μόλις που γνωριστήκαμε οι δρόμοι μας χωρίσαν -κι αυτό δεν ήταν ούτε δική μου ούτε δική σου επιλογή.